του Γιώργου Γλυκοφρύδη/dimart.gr
Διάβασα την συνέντευξη του Δημήτρη Κουφοντίνα στην Εφημερίδα των Συντακτών.
Καθώς τη διάβαζα, φαντάστηκα έναν ασπρομάλλη θεωρητικό της Αριστεράς, πιθανώς παλαιό Καθηγητή Πανεπιστημίου, αποσυρμένο πια σε κάποιο απομονωμένο μικρό εξοχικό σπίτι, να δέχεται τους δύο δημοσιογράφους με καφέ και με μπισκότα.
Οι δυο δημοσιογράφοι, αποσβολωμένοι από τις γνώσεις, τη γλώσσα και την αναλυτική δύναμη του παλαιού Καθηγητή, του κάνουν τις ερωτήσεις που απλά τον βοηθούν να συνεχίσει την ανάλυσή του και τις τοποθετήσεις του. Λογικό· ποιος θα τολμούσε να βάλει μαχαίρι ερωτήσεων σ’ έναν σεβάσμιο Καθηγητή; Και γιατί να το έκαναν, άλλωστε; Πήγαν εκεί για να τον στριμώξουν; Ποιον; Έναν Καθηγητή που έχει σημαδέψει γενιές και γενιές; Όχι βέβαια… Οι συνεντεύξεις τέτοιων προσώπων είναι συνεντεύξεις για να μείνουν στην Ιστορία, όχι για να στριμώξουν.
Εν τέλει, φεύγοντας, καθώς σηκωνόταν το μεσημεριανό φως και ξεκινούσε η ζέστη, ο φωτογράφος στάθηκε στο κατώφλι της ξύλινης βεράντας όπως τους ξεπροβόδιζε ο Καθηγητής, και τον ρώτησε για κάτι που είχε παρατηρήσει να
κρέμεται στο βορινό παράθυρο του μικρού σαλονιού. «Κ. Καθηγητά, συγγνώμη για την αδιακρισία αλλά μία προσωπική ερώτηση την έχω… Εγώ, δηλαδή, ως φωτογράφος…»
Ο Καθηγητής γέλασε στοργικά. «Σας ακούω!» του απάντησε έντονα, δίνοντάς του θάρρος.
«Αυτό εκεί είναι ονειροπαγίδα, δεν είναι; Ασχολείστε εσείς με τέτοια πράγματα;»
Ο Καθηγητής χαμογέλασε χαμηλότονα. «Όχι, όχι, δεν ασχολούμαι. Αλλά όταν ρώτησα τον γιατρό τι να κάνω με τις αϋπνίες και τους εφιάλτες μου, μου σύστησε αυτό. Αν είναι δυνατόν… Αλλά γιατρός είναι, τον άκουσα. Γιατί, εκτός των άλλων, μου είπε πως οι νεκροί, τα πνεύματα, τίποτε χολοσκασμένες ψυχές που δεν λένε να ησυχάσουν, ιδίως αυτές που έχουν φύγει από το δικό σου όπλο, μ’ αυτό, λέει, με την ονειροπωστηνείπατε, κρατιούνται κάπως… Αλλά — να σας πω τον πόνο μου; Ησυχία δεν έχω βρει…»
Διάβασα την συνέντευξη του Δημήτρη Κουφοντίνα στην Εφημερίδα των Συντακτών.
Καθώς τη διάβαζα, φαντάστηκα έναν ασπρομάλλη θεωρητικό της Αριστεράς, πιθανώς παλαιό Καθηγητή Πανεπιστημίου, αποσυρμένο πια σε κάποιο απομονωμένο μικρό εξοχικό σπίτι, να δέχεται τους δύο δημοσιογράφους με καφέ και με μπισκότα.
Οι δυο δημοσιογράφοι, αποσβολωμένοι από τις γνώσεις, τη γλώσσα και την αναλυτική δύναμη του παλαιού Καθηγητή, του κάνουν τις ερωτήσεις που απλά τον βοηθούν να συνεχίσει την ανάλυσή του και τις τοποθετήσεις του. Λογικό· ποιος θα τολμούσε να βάλει μαχαίρι ερωτήσεων σ’ έναν σεβάσμιο Καθηγητή; Και γιατί να το έκαναν, άλλωστε; Πήγαν εκεί για να τον στριμώξουν; Ποιον; Έναν Καθηγητή που έχει σημαδέψει γενιές και γενιές; Όχι βέβαια… Οι συνεντεύξεις τέτοιων προσώπων είναι συνεντεύξεις για να μείνουν στην Ιστορία, όχι για να στριμώξουν.
Εν τέλει, φεύγοντας, καθώς σηκωνόταν το μεσημεριανό φως και ξεκινούσε η ζέστη, ο φωτογράφος στάθηκε στο κατώφλι της ξύλινης βεράντας όπως τους ξεπροβόδιζε ο Καθηγητής, και τον ρώτησε για κάτι που είχε παρατηρήσει να
κρέμεται στο βορινό παράθυρο του μικρού σαλονιού. «Κ. Καθηγητά, συγγνώμη για την αδιακρισία αλλά μία προσωπική ερώτηση την έχω… Εγώ, δηλαδή, ως φωτογράφος…»
Ο Καθηγητής γέλασε στοργικά. «Σας ακούω!» του απάντησε έντονα, δίνοντάς του θάρρος.
«Αυτό εκεί είναι ονειροπαγίδα, δεν είναι; Ασχολείστε εσείς με τέτοια πράγματα;»
Ο Καθηγητής χαμογέλασε χαμηλότονα. «Όχι, όχι, δεν ασχολούμαι. Αλλά όταν ρώτησα τον γιατρό τι να κάνω με τις αϋπνίες και τους εφιάλτες μου, μου σύστησε αυτό. Αν είναι δυνατόν… Αλλά γιατρός είναι, τον άκουσα. Γιατί, εκτός των άλλων, μου είπε πως οι νεκροί, τα πνεύματα, τίποτε χολοσκασμένες ψυχές που δεν λένε να ησυχάσουν, ιδίως αυτές που έχουν φύγει από το δικό σου όπλο, μ’ αυτό, λέει, με την ονειροπωστηνείπατε, κρατιούνται κάπως… Αλλά — να σας πω τον πόνο μου; Ησυχία δεν έχω βρει…»
0 βγηκαν μπροστα:
Δημοσίευση σχολίου