Τάσος Θεοδωρόπουλος
Κάθε λαός έχει ή μάλλον δημιουργεί την ιστορία που του αξίζει. Και τη συντηρεί στη μνήμη του ανάλογα. Ατέλειωτα χρόνια μετά την έναρξη των πολυδάπανων ανακαινίσεων του (με όσα χρήματα αυτό συνεπάγεται ότι δαπανήθηκαν), το πιο αριστοκρατικό θέατρο της Ελλάδας άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό ανακοινώνοντας το φιλόδοξο του πρόγραμμα συν μερικές παραστάσεις έκπληξη (έτσι για να υπάρχει και ένα σασπένς).
Μυστήριο που λύθηκε χτες, με την ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση από το χώρο του, τηςεπιστροφής του «Αλ Τσαντίρι» με τον Λάκη Λαζόπουλο.
Μια «μαγική» (για όλους τους λάθος λόγους) μουσικοθεατρική παράσταση αναψυκτηρίου, που με μοναδικό τρόπο, όπως μόνο ο Λαζόπουλος ξέρει και μπορεί, ένωνε την κοινωνική αγανάκτηση με το χάιδεμα του μικροαστού και το πολιτικό σχόλιο με την τηλεοπτική σάτιρα για Κινέζους που βρέθηκαν με ένα μπουκάλι και ένα αγκίστρι στον πρωκτό τους (μεταξύ άλλων). Ένα πραγματικό υπερθέαμα λαϊκισμού και ισοπέδωσης κάθε διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στο υπογάστριο χιούμορ και το άλλοθι εξυπνάδας, για μαζική κατανάλωση με γκαζόζες και σάμαλι.
Όλα αυτά, σε ένα ιστορικό νεοκλασικό κτίριο του 1895 που σχεδίασε ο Ιωάννης Λαζαρίμος εμπνευσμένος από τη γερμανική σχολή και τον Ερνέστο Τσίλερ, από τη σκηνή του οποίου για πάνω από έναν αιώνα, πέρασε η ιστορία όλου του ελληνικού θεάτρου.
Την ίδια ώρα, στο κέντρο της Αθήνας και το ιστορικό Rex που μεταποιήθηκε σε σκυλάδικο (με τις ευλογίες της Μελίνας), ο
Μάρκος Σεφερλής δίνει σόου κάτω από τις τοιχογραφίες του Τσαρούχη στην οροφή του θεάτρου, ενώ το Εθνικό έχει εξοριστεί στη σοφίτα του κτίσματος στην οποία για να πας χρειάζεσαι ασανσέρ. Φαντάζομαι πως το επόμενο λογικό βήμα, είναι η Αγγελική Νικολούλη να ζητήσει τη μετάδοση της δικής της εκπομπής «Φως στο Τούνελ» από τη «Στοά του Αττάλου» εφ' όσον σου λέει, τι τούνελ, τι στοά.
Οπως τι Λοζάνη τι Κοζάνη, τι θέατρο τι τηλεόραση, τι Αριστοφάνης τι Λαζόπουλος. Θα ήθελε πολύ φαντάζομαι ο υπερταλαντούχος Λάκης να ισχύει μια τέτοια σύγκριση αλλά πολύ φοβάμαι ότι με πορδές μόνο δεν βάφονται αυγά. Και το αναφέρω αυτό γιατί η πορδή μπορεί να έχει σαν αστείο μια αριστοφανική χροιά, ενταγμένη όμως σε ένα συγκεκριμένο δραματουργικό πλαίσιο, με τέχνη και κατεύθυνση. Και όχι αυτόνομη σαν αναφορά εύκολου γέλιου για ντάντεμα της μάζας όπως χτες ο Λαζόπουλος έδειξε ότι τον βολεύει να τη χρησιμοποιεί. Με τον κύριο όγκο των αστείων του να προκύπτει από τον σχολιασμό φαιδρών τηλεοπτικών αποσπασμάτων, με γριές που μιλάγανε για πέη, τηλεπαρουσιάστριες που μιλάγανε για πέη κ.ο.κ. μαζί με μια πρέζα αγανάκτησης και πολιτικής ανάλυσης επιπέδου χαρτιού υγείας για έννοιες όπως το πρωτογενές πλεόνασμα.
Ακολουθώντας μια παγιωμένη εδώ και χρόνια στην πλειοψηφία των τηλεοπτικών σατιρικών εκπομπών, τακτική, αυτήν του αυτιστικού σχολιασμού της υπόλοιπης τηλεόρασης, ο κόμης Λάκουλας προσπάθησε να νεκραναστήσει σαν πολιτικοποιημένο βαμπίρ το κουρασμένο φορμά της εκπομπής του, χαρίζοντας στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά ένα κακόηχο βαριετέ επιθανάτιου ρόγχου.
Κάτω (και εδώ είναι όλη η επικινδυνότητα) από την ταμπέλα του «ποιοτικού» που σαν brand name το όνομά του πρεσβεύει. Με λίγο μελόδραμα, λίγο δίπλα σου είμαι λαέ και σε αφουγκράζομαι, άρτο και θεάματα. Συνδυασμός μπροστά στον οποίο, ο Σεφερλής που προανέφερα, σαφέστατα είναι πιο αγνός και τίμιος.
Εφ' όσον αν μη τι άλλο, ο τελευταίος ουδέποτε επιχείρησε να ανακηρυχθεί σε ρυθμιστική πολιτική παρουσία περίεργων εξισορροπήσεων και επιλογών και επιδαύρια φιγούρα της θεατρικής τέχνης. Δεν αναφέρω τυχαία το επιδαύρια, εφ' όσον ο Λάκης Λαζόπουλος είναι ένα από τα δυνατά φετινά καλλιτεχνικά χαρτιά του προγραμματισμού του Εθνικού μας Θεάτρου.
Όχι, δεν είμαι ελιτιστής αν αυτή είναι η κατηγορία που θες να μου προσάψεις. Απολαμβάνω με περίσσια χαρά πολλές «ταπεινές» μορφές διασκέδασης και ψυχαγωγίας και αναγνωρίζω τον κόπο και τη δουλειά πίσω από αυτές. Μου αρέσει όμως όταν αυτές δεν αναβαθμίζονται σε κάτι άλλο, όπως και το να ξέρω το dress code που οφείλω να έχω πριν από κάποιο θέαμα.
Στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά για παράδειγμα, δεν θα ήθελα να εμφανιστώ με σαγιονάρες όπως ουσιαστικά έπραξε ο Λάκης, για την τηλεοπτική εκπομπή και τα ανάλογα κέρδη ενός ιδιωτικού σταθμού. Στο Δελφινάριο δε θα είχα κανένα πρόβλημα (ανοίγει και καλοκαίρι).
Όμως το να μετατρέπεις το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, σε ένα δεύτερο, και καλά πιο ποιοτικό Δελφινάριο της ίδιας πόλης, λίγο ή πολύ αναιρεί ένα από τα πιο κλασσικά αστεία του οπλοστασίου σου: Το δικαίωμα της όποιας Μιμής Ντενίση να παίζει την Άννα Καρένινα ή την Μπουμπουλίνα με περιτύλιγμα υψηλών προδιαγραφών, και επαρχιώτικη δραματουργική επεξεργασία για κοινό που λατρεύει τα μπουλούκια.
πηγη
0 βγηκαν μπροστα:
Δημοσίευση σχολίου