Μια διδακτική αλληγορία για τους εμπορεύσιμους και μη κλάδους της οικονομίας.
του Γιώργου Καραβάνα/mhmadas.blogspot
Ας πούμε πως έχουμε μια πολυμελή οικογένεια, που ζει σ’ ένα σπίτι και κερδίζει τα προς το ζην από ένα χωράφι. Κάποιοι από την οικογένεια δουλεύουν στο χωράφι: οργώνουν, σπέρνουν, θερίζουν, πουλάνε – ασχολούνται δηλαδή με την παραγωγή νέου πλούτου. Κάποιοι άλλοι μεριμνούν για τα απαραίτητα, ώστε να υπάρχει οικογένεια: φροντίζουν το σπίτι, αγοράζουν και μαγειρεύουν φαγητό, με μέρος των χρημάτων που το χωράφι παράγει. Στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που το χωράφι παράγει, πηγαίνουν εκεί! Μικρό μόνο μέρος περισσεύει, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για επένδυση και ανάπτυξη της οικογενειακής επιχείρησης: να αγοραστούν νέοι σπόροι, να βελτιωθούν τα αρδευτικά συστήματα, να αγοραστούν περισσότερα στρέμματα.
Σε μια περίοδο καλών σοδειών, η οικογένεια βελτίωσε κατά πολύ τη διαβίωσή της: αγοράστηκαν μεγαλύτερα κρεβάτια, καινούργιος καναπές, πιο σύγχρονη τηλεόραση. Και το χωράφι βελτιώθηκε κάπως, αλλά όχι πολύ. Ήταν κι ο δανεισμός ευκολότερος, ήταν κι η ζωή γλυκιά. Κάποια στιγμή, οι δανειστές αποφάσισαν να πάψουν να δανείζουν την οικογένεια. Πρώτον, είχαν πάθει αλλού ζημιά και τα διαθέσιμα προς δανεισμό κεφάλαια είχαν μειωθεί. Δεύτερον, είχαν μπει στον ανταγωνισμό και άλλες οικογένειες, που είχαν μάθει να δουλεύουν κάτω από σκληρότερες συνθήκες. Τρίτον και σπουδαιότερο, η οικογένεια δεν έπειθε πως οι
αλλαγές που είχε κάνει στις καλλιεργητικές της μεθόδους, ήταν τέτοιες που να της εξασφαλίζουν καλύτερο, ανταγωνιστικότερο και συνεπώς προτιμότερο από τα μαγαζιά προϊόν.
Το λογικό θα ήταν να μεταφερθούν άμεσα κάποιοι από το σπίτι στο χωράφι. Ας έμεναν τα κρεβάτια λίγο πιο ξέστρωτα, ας είχε το φαγητό λίγο λιγότερα καρυκεύματα – αυτό που είχε σημασία ήταν να αυξηθεί, να βελτιωθεί, να γίνει ανταγωνιστικότερη η παραγωγή! Η οικογένεια όμως δεν ήθελε να αλλάξει συνήθειες. Τώρα που η παραγωγή της πωλούνταν φθηνότερα λόγω του διεθνούς ανταγωνισμού, ανάγκαζε αυτούς που δούλευαν στο χωράφι να δουλεύουν περισσότερο, σε όλο και χειρότερες συνθήκες, προκειμένου να συντηρούν το επίπεδο διαβίωσης στο οποίο είχε συνηθίσει το σπίτι. Αρνήθηκαν να πουλήσουν την τηλεόραση, για να αυξήσουν τα οικογενειακά έσοδα. Αρνήθηκαν να αλλάξουν καθήκοντα: ο μάγειρας δεν ήθελε να γίνει γεωργός. Αρνήθηκαν να μειώσουν τα έξοδα του σπιτιού. Το μόνο που ήθελαν, ήταν να μην αλλάξει τίποτα μέσα στο σπίτι.
Εν τω μεταξύ, τα έσοδα του χωραφιού μειώνονταν. Η οικονομία της οικογένειας είχε πέσει σε φαύλο κύκλο. Η αγορά πλέον δεν ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για τα προϊόντα της οικογένειας – έβρισκαν καλύτερα και φθηνότερα αλλού – κι έτσι κάποιοι στο χωράφι έμειναν να κάθονται. Λεφτά για νέες επενδύσεις που θα βελτίωναν την ποιότητα και θα αύξαναν την ανταγωνιστικότητα της παραγωγής δεν υπήρχαν. Η οικογένεια παρακαλούσε τους γείτονες για δανεικά, μήπως και μπορέσει να ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο. Τελικά, το σπίτι έφτασε να κοστίζει για τη συντήρησή του, περισσότερα απ’ όσα το χωράφι παρήγαγε! Το τέλος είχε έρθει: το σύνολο των εσόδων πήγε στις οικογενειακές δαπάνες, χωρίς να περισσεύει ούτε ευρώ για την αγορά νέων σπόρων. Του χρόνου, η οικογένεια θα πεινούσε…
Η ελληνική οικονομία δεν διαφέρει πολύ από το παραπάνω παράδειγμα. Συγκριτικά πολλοί άνθρωποι απασχολούνται στους μη παραγωγικούς κλάδους της οικονομίας (δημόσιο κι επιχειρήσεις που παρέχουν αγαθά και υπηρεσίες σε εσωτερικούς καταναλωτές) και συγκριτικά πολλοί λίγοι στο παραγωγικούς κλάδους (υπηρεσίες που βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα και αυξάνουν την προστιθέμενη αξία του εγχώριου προϊόντος, επιχειρήσεις που υποκαθιστούν εισαγωγές ή που πουλάνε σε ξένους πελάτες). Αυτό που έπρεπε να κάνουμε με την έναρξη της κρίσης, ήταν να πάρουμε ανθρώπους από το πρώτο μέρος και να τους βάλουμε στο δεύτερο. Να απολύσουμε δημόσιους υπαλλήλους και να κλείσουμε οργανισμούς και υπηρεσίες όχι απολύτως απαραίτητες, όσο ακόμα η παραγωγική οικονομία ήταν στα πόδια της και μπορούσε να τους απορροφήσει, με σκοπό να αυξήσει την ανταγωνιστικότητά της. Έπρεπε δηλαδή κάποιοι να βγουν από το σπίτι και να παν στο χωράφι. Η άρνησή μας να το κάνουμε αυτό, μας έβαλε σε φαύλο κύκλο. Η ιδιωτική οικονομία που με τα χρόνια είχε καταστεί λιγότερο ανταγωνιστική, δυσκολεύονταν όλο και περισσότερο να συντηρεί ένα ακριβό και πολυτελές κράτος. Οι επιχειρήσεις άρχισαν να κλείνουν, οι άνεργοι άρχισαν να αυξάνουν, κι αυτοί που παρέμεναν δυσκολεύονταν ακόμα περισσότερο να πληρώσουν (τώρα λιγότερες επιχειρήσεις έπρεπε να συντηρούν το ίδιο κράτος). Πλέον, η φορολογία καταναλώνει το μεγαλύτερο μέρος του παραγόμενου πλούτου – δεν αφήνει χρήματα για νέο σπόρο. Αν ζούμε σήμερα, είναι γιατί κάποιοι αποταμίευσαν τα προηγούμενα χρόνια! Με τις οικονομίες τους πληρώνονται οι φόροι, όχι με την ισχαιμική εθνική παραγωγή μας. Αυτή από μόνη της δεν φτάνει για τα έξοδα του σπιτιού! Είναι ωστόσο βέβαιο πως οι αποταμιεύσεις κάποια στιγμή τελειώνουν! Άσε που πολλές από αυτές δεν είναι υπό τη μορφή ρευστού, αλλά ακινήτων που …δεν τρώγονται! Όσοι αποταμίευσαν, τιμωρούνται σήμερα γι’ αυτή τους την επιλογή. Σκεφτείτε πόσο παράλογο είναι αντί να ζει ένα σπίτι από αυτά που περισσεύουν από το χωράφι, να λέει: «εμένα τόσα μου χρειάζονται για να λειτουργήσω – δώσε μου αυτά που είχες για το χωράφι». Κι όμως αυτό δεν λέει κάθε τόσο η κυβέρνηση (με την αντιπολίτευση να πλειοδοτεί); Έτσι δεν εκφράζεται ο Υπουργός Οικονομικών;
«Έχουμε να καλύψουμε δημοσιονομικό κενό, τόσων δις…». Δηλαδή με απλά λόγια, «το σπίτι βρέξει χιονίσει θέλει να ξοδέψει τόσα δις ΠΑΡΑΠΑΝΩ απ’ όσα περισσεύουν από τη λειτουργία του χωραφιού!» Και αντί η κυβέρνηση να πει «δεν έχουμε τόσα να ξοδέψουμε, πρέπει να κόψουμε δαπάνες», να ψάχνει τρόπο – ακόμα και με απειλές – να αυξήσει το μερίδιο των εσόδων του χωραφιού, που θα πάνε στο σπίτι (και εκλεκτά μέλη της να κλέβουν και τα ψιλά…). Αδιαφορώντας αν με τον τρόπο αυτό, δεν θα μείνουν χρήματα για τον σπόρο της επόμενης χρονιάς, λεφτά για το ηλεκτρικό της γεώτρησης και δυνατότητες για να καλυτερεύσει η παραγωγή, ώστε να υπάρχει ελπίδα για βελτίωση της κατάστασης, την επόμενη χρονιά… Το σπίτι κατέστρεψε το χωράφι, πριν βεβαίως καταστραφεί κι αυτό στο τέλος.
Λύση ωστόσο υπήρχε. Το χωράφι είχε καλό χώμα και ήταν σε καλό μέρος! Αν έστω και στο παραπέντε μειώνονταν τα έξοδα του σπιτιού, μετακινούνταν άνθρωποι από το σπίτι στο χωράφι και μειώνονταν οι απαιτήσεις απ’ όσους δούλευαν εκεί, σταδιακά η παραγωγή θα γίνονταν καλύτερη και περισσότερη. Σε δεύτερο χρόνο, θα έτρωγε και το σπίτι καλύτερα!
*Ο Γιώργος Καραβάνας είναι μέλος της Δ.Ε. της ΔΡΑΣΗΣ (www.drassi.gr)
0 βγηκαν μπροστα:
Δημοσίευση σχολίου