του Λεωνίδα Καστανά /mhmadas.blogspot
Ο νέος νόμος για τα ΑΕΙ έχει μπει σε τροχιά πτώσης. Ήταν αναμενόμενο και το έχουμε ήδη επισημάνει. Καταρχήν τον εγκατέλειψε ή ίδια του η μάνα φεύγοντας ξαφνικά από την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας. Κατά δεύτερο, τη θέση της ανέλαβε ένας δεξιότατος πανεπιστημιακός, από αυτούς που δεν τον είχαν δει ποτέ με καλό μάτι. Κατά τρίτο και σημαντικότερο, το νόμο αυτό δεν τον ήθελε, ούτε το ΠαΣόκ, ούτε η ΝΔ και ας τον ψήφισαν. Για την Αριστερά, ανανεωτική και δογματική, ούτε λόγος.
Ο νόμος ήταν ένα στοίχημα της Άννας και της ομάδας που τον έφτιαξε. Υποστηρίχτηκε πολιτικά από ένα μέρος της ΔΗΜ.ΑΡ και των φιλελευθέρων, από ένα μεγάλο μέρος των καθηγητών που κάνουν τη δουλειά τους, αλλά δεν ανακατεύονται με το συνδικαλισμό και την κομματική καμαρίλα, από το κλάσμα εκείνο των φοιτητών που πηγαίνουν στο πανεπιστήμιο αποκλειστικά για να σπουδάσουν και δεν είναι λίγοι. Τέλος, υποστηρίχτηκε από την κοινωνία που ματώνει για να σπουδάσει τα παιδιά της και εννοεί να φοιτούν σε ένα πολιτικά υγιές και επιστημονικά αξιόπιστο, ακαδημαϊκό περιβάλλον.
Η ευρύτατη κοινωνική αποδοχή του νόμου, την εποχή που ήρθε στη βουλή, ανάγκασε ΠαΣόκ και ΝΔ να τον ψηφίσουν χωρίς αντιρρήσεις. Αν θυμάστε τότε είχε λανσαριστεί ότι τα δύο αντίπαλα κόμματα μπορούν να ψηφίζουν μαζί νόμους που αφορούν το μέλλον της χώρας, προετοιμάζοντας έτσι την μετέπειτα συγκυβέρνηση. Γρήγορα όμως «κατάλαβαν» ότι με το νόμο αυτόν είχαν ανοίξει τους ασκούς του Αιόλου.
Ο νόμος καταργούσε το άσυλο και απέκλειε τους φοιτητές και τους διοικητικούς από την εκλογή της διοίκησης. Έβαζε όριο στα χρόνια σπουδών, καταργούσε τους αιώνιους φοιτητές. Συνεπώς ξεσήκωνε τις φοιτητικές νεολαίες όλων των κομμάτων, που χάρις στη διαπλοκή τους με τους πρυτάνεις και στη δύναμη του όχλου, συμμετείχαν στη νομή της εξουσίας.
Ο νόμος απέκλειε τη σύγκλητο από τη διοίκηση του πανεπιστημίου και εισήγαγε το θεσμό των συμβουλίων διοίκησης στα οποία θα συμμετείχαν και παράγοντες εκτός των ΑΕΙ. Το νέο σύστημα εκλογής καθιστούσε πρακτικά αδύνατη τη συναλλαγή και τη μεθόδευση. Έβαζε χέρι στο άβατο των ενδοπανεπιστημιακών καστών, στους κομματικούς μηχανισμούς διοίκησης και οικονομικής διαχείρισης. Επίσης, άλλαζε το σύστημα χρηματοδότησης, διάθεσης των συγγραμμάτων, αξιολόγησης τμημάτων και προσωπικού, ίδρυσης ή και κατάργησης σχολών κλπ. Συνεπώς, ξεσήκωνε τους πρυτάνεις, τους κομματικούς εγκάθετους, τους συνδικαλιστές και όλους τους διαπλεκόμενους με την εξουσία, που έβλεπαν να θίγονται άμεσα και βάναυσα τα συμφέροντά τους, αλλά και τα συμφέροντα των κομμάτων τους.
Ειλικρινά, ή οι ηγεσίες των δύο κομμάτων ήταν τόσο αφελείς, ή είχαν εξ αρχής κατά νου, να ψηφίσουν το νόμο, για να δείξουν μεταρρυθμιστικό πνεύμα και μετά να τον ακυρώσουν διά των διορθώσεων. Συγκλίνω προς το δεύτερο. Στην ουσία η υπερψήφιση του νόμου στρεφόταν ενάντια στα συμφέροντα του πολιτικού συστήματος, σε ένα χώρο με ιδιαίτερες πολιτικές ευαισθησίες.
Η δογματική και νεοδογματική Αριστερά τάχθηκε εξαρχής και καθαρά κατά του νόμου. Με πάγια πολιτική την υπεράσπιση των συντεχνιακών συμφερόντων των εργαζομένων και του «φοιτητικού κινήματος» δεν θα μπορούσε να κάνει και διαφορετικά. Πέρα όμως από αυτό, η Αριστερά αυτή παρουσιάζει μια δυσανεξία στις μεταρρυθμίσεις και μια καχυποψία σε οποιαδήποτε αλλαγή αποπειράται να μετατρέψει τα ΑΕΙ σε χώρους μάθησης, καινοτομίας και ανάπτυξης.
Ο νέος νόμος βρήκε την ανανεωτική Αριστερά κυρίαρχη στο χώρο των διδασκόντων. Μια κυριαρχία που οφειλόταν αποκλειστικά στο μεταρρυθμιστικό πνεύμα που πρώτη αυτή εισήγαγε στα εκπαιδευτικά πράγματα της χώρας. Πολλές από τις νέες ρυθμίσεις ήταν βασικά δικές της ιδέες και οράματα. Ωστόσο, την ύστατη στιγμή, επικαλούμενη ένα ασαφές αριστερό πρόσημο για τις αλλαγές, πισωπάτησε, φοβήθηκε να συγκρουστεί με τη συντεχνία, μέτρησε υπερβολικά το πολιτικό κόστος και παραδόθηκε. Μπορεί να μη ψήφισε όχι σε όλα, αλλά ουσιαστικά στάθηκε και στέκεται απέναντι στο νόμο. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ενώ ζήτησε να εφαρμοστεί ο νόμος που ψηφίστηκε, απέφυγε να καταδικάσει, ως συνδικαλιστική παράταξη, τις τραμπούκικες επιδρομές και τη βίαιη ακύρωση των εκλογών των συμβουλίων.
Έτσι φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση. Ο νόμος δεν εφαρμόζεται όχι μόνο στο μέρος εκείνο που αφορά τη διοίκηση, αλλά και στις υπόλοιπες διατάξεις του. Τα κόμματα που κυβερνούν, ενώ προβάλλουν τον εαυτό τους ως εγγυητή της νομιμότητας, της σωτηρίας και της αναγέννησης της χώρας, εργάζονται στο παρασκήνιο, με στόχο να ανατρέψουν κάθε μεταρρυθμιστική απόπειρα που εκ των πραγμάτων είναι υποχρεωμένα να κάνουν. Προστατεύουν τα συμφέροντα των συντεχνιών, που αποτελούν τα εξαπτέρυγα του πολιτικού συστήματος, των οποίων αυτά ηγούνται.
Από κοντά και η Αριστερά. Είτε από ιδεοληψία, είτε από το μικροκομματικό συμφέρον αναλαμβάνει να κάνει «τη βρώμικη δουλειά», δηλαδή να ανατρέψει ή να ακυρώσει με τη βία κάθε μεταρρύθμιση, κάθε απόπειρα εξυγίανσης.
Σε αυτή τη φάση, ο δικομματισμός προσπαθεί να περισώσει την εξουσία του. Υποκρίνεται προς την Τρόικα, αλλά και τον ελληνικό λαό ότι διακατέχεται από μεταρρυθμιστικό και αναπτυξιακό πνεύμα, ενώ ταυτόχρονα κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Δείχνει όμως θαυμαστή συνέπεια και άτεγκτο πνεύμα σε όποιες ρυθμίσεις, κουρεύουν οριζόντια μισθούς και εργασιακά δικαιώματα και βυθίζουν στη φτώχεια και στην ανέχεια τους πλέον αδύναμους. Τη στιγμή που η νέα ηγεσία του Υπουργείου παιδείας υποσκάπτει ένα νόμο του κράτους, την ίδια στιγμή, σχεδιάζει να μετατρέψει σε κόλαση τα λύκεια της χώρας θεσπίζοντας πανελλαδικές εξετάσεις και στις τρεις τάξεις του Λυκείου, επιβαρύνοντας ακόμα περισσότερο την ελληνική οικογένεια, τη μεσαία αλλά και κατώτερη τάξη.
Δυστυχώς ο ελληνικός λαός βρίσκεται τελείως απροστάτευτος στις δύσκολες αυτές ημέρες, καθώς βαδίζει προς τις εκλογές που δεν θα αλλάξουν ουσιαστικά τίποτα.
Η Αριστερά μεταφέροντας ψευδεπίγραφα το διακύβευμα στο αντιμνημονιακό μέτωπο, αφήνει ΠαΣόκ και ΝΔ ελεύθερες να καταστρέψουν την κοινωνία των αδυνάμων και να διασώσουν με ελαφρά τραύματα το πελατειακό τους κράτος.
Η καθεστωτική Αριστερά φιλοδοξεί να παραλάβει από το δικομματισμό την εκλογική του πελατεία και όχι να σώσει τη χώρα και την εργατική της τάξη. Αρνείται να υποστηρίξει, τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, την τήρηση της νομιμότητας, την λειτουργικότητα του κράτους, τις αναγκαίες περικοπές, προς όφελος όλων, αλλά κυρίως των outsiders. Αντίθετα κάνει ότι περνάει από το χέρι της για να εμποδίσει την εγκατάσταση ενός κλίματος αλληλεγγύης και συνεργασίας που μπορεί να φέρει την πολυπόθητη ανάπτυξη. Ποτέ άλλοτε στην μεταπολιτευτική περίοδο, το πολιτικό σύστημα δεν είχε τόση αγαστή συνεργασία στην καταστροφή της κοινωνίας μας. Οι δυνάμεις της προόδου βρίσκονται σε άμυνα. Αν έχουμε να κάνουμε κάτι στις εκλογές είναι να τις ενισχύσουμε σε όποιο κόμμα και αν βρίσκονται.