Όταν στην επίσημη επίσκεψή του στην Αυστραλία, το 2003, ο πρόεδρος Μπους εκφώνησε ομιλία σε κοινή συνεδρία των δύο νομοθετικών σωμάτων της χώρας, η παράσταση δεν ήταν τόσο απρόσκοπτη όσο φανταζόταν. Κάποια στιγμή, ο γερουσιαστής Μπράουν, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος των Πρασίνων, σηκώθηκε από το έδρανό του και διέκοψε με έντονο ύφος τον ομιλητή, διαμαρτυρόμενος για την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ και την απάνθρωπη μεταχείριση των κρατουμένων στο Γκουαντάναμο. Ακολούθησε θόρυβος. Ο πρόεδρος της Βουλής επενέβη άμεσα. Με εντολή του, οι υπεύθυνοι ασφαλείας οδήγησαν τον θορυβοποιό βουλευτή έξω από την αίθουσα, ενώ αποβλήθηκε για εικοσιτέσσερις ώρες από τη Βουλή! Ο γερουσιαστής δεν αντιστάθηκε. Διαμαρτυρίες δεν ακούστηκαν. Η ομιλία συνεχίστηκε. Αλλά και η διαμαρτυρία καταγράφηκε...
Ήταν μια μικρή πράξη ανυπακοής: η ανάγκη της προσωπικής διαμαρτυρίας κατίσχυσε του σεβασμού των κοινοβουλευτικών κανόνων περί κόσμιας συμπεριφοράς. Ο γερουσιαστής αφενός μεν εξέφρασε με πάθος την άποψή του, αφετέρου δε υπέστη τις συνέπειες της ανορθόδοξης συμπεριφοράς του. Αποδεχόμενος τις σχετικές κυρώσεις, επιβεβαίωσε άρρητα το σεβασμό του στους κανόνες του κοινοβουλίου. Ανυπακοή και υπακοή συνυπήρξαν στο ίδιο επεισόδιο.
Το αυτοαποκαλούμενο «κίνημα ανυπακοής» στην Ελλάδα έχει τόση σχέση με την πολιτική ανυπακοή σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα όση η θρησκόληπτη μισαλλοδοξία με τη χριστιανική αγάπη. Όσοι βανδαλίζουν τα ακυρωτικά μηχανήματα εισιτηρίων στους σταθμούς του μετρό, όσοι αρνούνται να καταβάλουν διόδια στις εθνικές οδούς, όσοι μηχανεύονται τρόπους να πληρώνονται για τις ημέρες της απεργίας τους, όσοι καταλαμβάνουν δημόσια κτίρια, ή δεν σέβονται δικαστικές αποφάσεις, εγγράφονται λιγότερο στη μακρά δημοκρατική παράδοση της πολιτικής ανυπακοής και περισσότερο στη νεοελληνική παράδοση του ωμού τσαμπουκά – την ιδιοτελή άρνηση υπαγωγής σε κανόνες καθολικής ισχύος. Ένα μακρύ ιστορικό νήμα συνδέει τη σημερινή ανομία με την «αντίσταση» των κοτζαμπάσηδων και των ληστών του 19ου αιώνα στους θεσμούς τους νεοσύστατου ελλαδικού κράτους.
Η πολιτική ανυπακοή απαιτεί προσωπικό θάρρος και εκλεπτυσμένη πολιτική κουλτούρα. Οι πολιτικά ανυπάκουοι, όπως ο Γκάντι, ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ ή περιβαλλοντικοί ακτιβιστές, δεν παρακάμπτουν τις κυρώσεις. Αντιθέτως, τις επιζητούν. Με την αυταπάρνησή τους κερδίζουν ηθικό κύρος, προκειμένου να επιστήσουν την προσοχή της κοινωνίας σε νόμους που θεωρούν άδικους.
Η παρακμιακή αριστερά, τόσο στη σταλινική όσο και στη ριζοσπαστικά παλιμπαιδίζουσα εκδοχή της, καταγγέλλει την «ποινικοποίηση» της «οργανωμένης ανυπακοής». Δεν αντιλαμβάνεται ότι η ανυπακοή αποκτά έλλογα χαρακτηριστικά, καθίσταται κατανοητή, μόνο όταν εκδηλώνεται στο εσωτερικό μιας κατά νόμον συγκροτημένης πολιτικής κοινότητας. Χωρίς νόμους δεν υφίσταται πολιτική κοινότητα· δίχως κυρώσεις αχρηστεύονται οι νόμοι· χωρίς νόμους δεν έχει καμιά αξία η ανυπακοή.
Τον πολιτικά ανυπάκουο δεν τον ενδιαφέρει απλώς να καταγράψει ναρκισσιστικά τη διαμαρτυρία του, ούτε επιδιώκει ιδιοτελώς να ικανοποιήσει το συμφέρον του, αλλά να καταστήσει διϋποκειμενικά αναγνωρίσιμη τη μη νομιμόφρονα στάση του· τον ενδιαφέρει να επικοινωνήσει με τους συμπολίτες του, προκειμένου να επιφέρει αλλαγή στο νόμο· δεν θέλει να «ιδιάσει» αλλά να «κοινωνήσει». Όπως παρατηρεί ο Τζον Ρολς, η πολιτική ανυπακοή συνιστά πράξη πολιτική στο μέτρο που δεν υπερασπίζεται έναν επιμέρους κώδικα ηθικής, αλλά αναφέρεται στις γενικές αρχές της δικαιοσύνης που, κατ΄ αρχήν, ρυθμίζουν τους θεσμούς της δημοκρατικής κοινωνίας. Ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ λ.χ. παραβίασε τους ρατσιστικούς νόμους της Αλαμπάμα στο όνομα των αρχών του Αμερικανικού Συντάγματος.
Η πολιτική ανυπακοή είναι μια δημόσια, ενσυνείδητη, μη βίαιη πράξη. Εγγράφεται πρωτίστως στην επικράτεια του λόγου: εκδηλώνεται δημοσίως και απευθύνεται στους άλλους, πασχίζοντας να τους πείσει ότι ο ανυπάκουος ενδιαφέρεται ειλικρινώς για τις κοινές αξίες που συγκεκριμένοι νόμοι φέρονται να καταπατούν. Η πολιτική ανυπακοή συνιστά άρνηση και κατάφαση συγχρόνως: αρνείται την εφαρμογή ενός συγκεκριμένου νόμου καταφάσκοντας την έννοια του νόμου, αφού ο ανυπάκουος υφίσταται τις συνέπειες της άρνησής του. Όπως γράφει ο Ρολς, «ο νόμος παραβιάζεται, αλλά η πίστη στο νόμο εκφράζεται με τη δημόσια και μη βίαιη φύση της πράξης ανυπακοής, με την προθυμία να αποδεχθεί κανείς τις νόμιμες συνέπειες της συμπεριφοράς του».
Αναδεχόμενος τις κυρώσεις από την ανυπάκουη συμπεριφορά μου μετέχω στην πολιτική κοινότητα, δεν αποκόπτομαι από αυτή. Καταβάλλουμε ένα τίμημα για να πείσουμε τους άλλους, λέει ο Ρολς, ότι οι πράξεις μας αντλούν ηθική νομιμοποίηση από τις πολιτικές αξίες της κοινότητάς μας (ότι, δηλαδή, δεν εξυπηρετούμε απλώς τους εαυτούς μας), αλλά και για να βεβαιωθούμε εμείς οι ίδιοι για την ειλικρίνεια των κινήτρων μας. Παραμένουμε προσδεδεμένοι στον «κοινό λόγο» ακόμα κι όταν αρνούμαστε μια συγκεκριμένη εκφορά του.
Η ιδιοτελής απείθεια στο νόμο είναι ένα από τα πλέον διακριτά γνωρίσματα της νεοελληνικής κοινωνίας. Η απειθαρχία που βλέπουμε γύρω μας είναι καρικατούρα πολιτικής ανυπακοής· κυρίως συνιστά την κορύφωση της ιστορικά εμπεδωμένης παρανομίας σε γενικευμένη ανομία. Το ελλαδικό πρόβλημα είναι συστημικό, και γι αυτό δυσεπίλυτο: με κάποιες εξαιρέσεις, η ιδιοτελής-χειριστική αντίληψη του νόμου χαρακτηρίζει τόσο τους φαύλους πολιτικάντηδες που επί μακρόν κυβέρνησαν τη χώρα (με τα γνωστά αποτελέσματα…), όσο και αυτούς που τους αντιπολιτεύονται· φαύλοι κυβερνήτες και απείθαρχοι πολίτες αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Η κατά νόμον συμβίωση αποτελεί ένα απίστευτης σημασίας ιστορικό επίτευγμα όσων κοινωνιών την πέτυχαν. Εμείς, εδώ και διακόσια περίπου χρόνια, ακόμη προσπαθούμε…
εναρθρη κραυγη - http://htsoukas.blogspot.com/
0 βγηκαν μπροστα:
Δημοσίευση σχολίου