Στο νοσοκομείο, πανεπιστημιακό, στη γειτονική πόλη. Το ταμείο έχει εβδομηνταδυο χιλιάδες ευρώ, that’s it. Οι προμηθευτές γύρισαν την πλάτη. Oι γιατροί σήκωσαν μανίκια. Μα χίλιους όρκους να κάνεις σε όλους τους Ιπποκράτηδες του κόσμου, ακόμη και με το διάβολο να συμμαχήσεις (ο Θεός έχει πάρει ρεπό διαρκείας σ’ αυτή τη χώρα) χίλιοι ένας θα πάνε άκλαφτοι. Το δικαίωμα να πεθάνεις με την ελάχιστη δυνατή αξιοπρέπεια έχει ανασταλεί επ’ αόριστον. Θα πεθάνεις με πίκρα ατελείωτη που θα γίνει διπλή γιατί δεν θα κατορθώσεις πεθαίνοντας να σώσεις από τον αναλφαβητισμό -ή από γαστρεντερίτιδα- ένα εννιάχρονο στο Νίγηρα. Ούτε έναν σοβαρό ακτιβισμό θανάτου μπορείς να επιχειρήσεις.
Kυριακή πρωί, μετράς αποδείξεις, μια μια, όσο ψήνονται οι πατάτες και τα μπιφτέκια, ψήνεσαι κι εσύ. Τις καταχωρείς, μια μια. Ένας στους τρεις θα είναι άνεργος πριν τελειώσει το 2012. Διακόσια ευρώ μείον από πέρυσι τον Οκτώβριο, αυξημένη παρακράτηση φόρου. Άλλα τετρακόσια μείον από τον Απρίλιο, είτε ο Βενιζέλος σε κάρφωσε στους τροικανούς είτε ο Δασκαλόπουλος, τι σημασία έχει πλέον αν έβαλε ο Αρτέμης Μάτσας ή ο Δήμος Σταρένιος το πλην στην αφαίρεση. Ένας στους τρεις θα είναι άνεργος πριν τελειώσει το 2012. Κάνει ρεύμα, μια απόδειξη ξεφεύγει, τη μαζεύεις απ’ το πάτωμα, αμόλυβδη, 70 ευρώ, τη βάζεις δίπλα σε μια άλλη που λέει Χόντος σέντερ 26 ευρώ, πάνω σε μιαν άλλη που γράφει νάικ φάκτορυ άουτλετ 18 ευρώ. Όλα τα γούστα εδώ πληρώνονται, καταχωρημένα ένα ένα. Ένας στους τρεις θα είναι άνεργος πριν τελειώσει το 2012. Τελειώνεις με τις καταχωρήσεις, συμπληρώνεις άδεια τετράγωνα, πληκτρολογείς αριθμούς, κάνεις save, πατάς enter, κοιτάς την οθόνη. Βλέπεις ένα ερείπιο που μοιάζει ντεκόρ απ’ το Στάλκερ μα απ’ το -χωρίς τζάμι- παράθυρο μπαίνει ήλιος, άμμος, ζέστη, σαράντα υποσαχάρια μαυράκια στριμωγμένα σε δέκα μισοδιαλυμένα θρανία σε κοιτάζουν χαμογελαστά, με ευγνωμοσύνη. Μόλις τους χάρισες ένα καινούριο κουτί με κιμωλίες που κοστίζει ενάμιση χιλιάρικο αλλά χαλάλι.
Πρωί, στη διαδρομή για τη δουλειά. Κάνει κρύο, βρέχει επί μια βδομάδα, κάθε μέρα, βγαίνει ο Μάιος και οι άνθρωποι κυκλοφορούν ακόμη με χοντρά μπουφάν και βλέμμα μουσκίδι, πάω στοίχημα πως αν έρθει ο Αύγουστος μπορεί να βγουν τα πανωφόρια αλλά μάτια δεν στεγνώνουν όσο κι αν τα απλώσεις στον ήλιο . Μετράω κλειστά μαγαζιά από τη στροφή μέχρι τα φανάρια, εφτά σε εκατό μέτρα. Ένα κάθε 14,285 μέτρα. Στον από κάτω δρόμο είναι ένα κάθε 6,523. Όταν η διαίρεση βγάλει αριθμό μικρότερο από το 3, τότε κάποιοι, κάπου, ίσως στη Niamey, ίσως στο Βερολίνο, ίσως στη Washington, θα ευημερήσουν. Αυτό λένε τα εγχειρίδιά τους, αυτό λέω κι εγώ, δεν μπορώ να σκεφτώ πολύπλοκα πριν πιω καφέ, ας είναι και άθλιος.
Συζητάμε χτες βράδι, μπαινοβγαίνοντας στο μπαλκόνι για να καπνίσουμε, είναι ωραίο να καπνίζεις έξω όταν βρέχει, με ένα φούτερ στους ώμους, ακούς τις ψιχάλες, ακούς τον καπνό, μερικές φορές -αν δεν επιμένεις να μιλάς, γιατί να μιλάς όμως; – μπορεί ν’ ακούσεις και την καρδιά σου την ίδια γιατί πάει καιρός πια που δεν είναι απασχολημένη με αλλότρια και δεν παίρνει τους δρόμους για να βρει άλλες της ράτσας της. Λούφαξε και καλά έκανε. Mου βάζει μπίρα με αφρό, «μήπως θες κρασί;», «όχι, καλή είναι η φιξ, άλλωστε μπαίνει Ιούνιος σε λίγο, καλοκαιριάζει», πιάνουμε μια γωνιά στο μπαλκόνι, εκεί που μπάζει λιγότερο, κανείς δεν μιλάει, μόνο ένα «όμορφα είναι» που και που, μεγάλο ψέμα, εθιστήκαμε στις ψευτιές γιατί είναι πάρα πολύ άσχημη η αλήθεια, τίποτε δεν είναι όμορφο βράδυ Κυριακής όταν βρέχει και το θερμόμετρο δεν λέει να ξεκολλήσει απ’ το 14.
Μετά μπαίνουμε μέσα. Τα πιάτα μπροστά μας μένουν ανέγγιχτα, ντρέπομαι να φανώ αγενής, κόβω μια μπουκιά απ’ το ψωμί και απλώνω το χέρι μου να πάρω ένα κομμάτι κασέρι. Εκείνη μου λέει για το πεντάχρονο μιας κοινής μας γνωστής που είχε ζαλάδες και πόνους στο κεφάλι. Μου λέει πως το πήγαν για μαγνητική. Μου λέει πως βγήκαν τα αποτελέσματα. Μου λέει. Αφήνω τη μπουκιά στο πιάτο, ξαφνικά δεν έχω όρεξη για τίποτε παρά μόνο να φύγω τρέχοντας για το σπίτι, να αγκαλιάσω τα παιδιά. Γιατί μερικές φορές είναι πάρα πολύ όμορφο ένα βράδι Κυριακής που έξω βρέχει, το θερμόμετρο δεν λέει να ξεκολλήσει απ’ το 14 και εσύ μπορείς να πας στα δωμάτιά τους, να τους χαϊδέψεις τα μαλλιά και να τους πεις με σίγουρη φωνή, χαμογελαστός, σαν βράχος του σπιτιού «μη φοβάστε τίποτε, εγώ πλήρωσα τους φόρους για όλους μας και θα ξαναπληρώσω όσες φορές χρειαστεί». Ελπίζοντας πως δεν θα χρειαστεί να κάνουν μαγνητική στην ψυχή μου γιατί θα γίνουν κομμάτια μ’ αυτό που θ’ αντικρίσουν.
Μέσα σ’ αυτό το ζόφο ψάχνω να βρω τι έκανα λάθος. Και τι λάθος μπορώ να κάνω για να το διορθώσω, μια κι έξω. That’s right.
amancalledkkmoiris.wordpress.com
0 βγηκαν μπροστα:
Δημοσίευση σχολίου