Θέλω να ‘ρθει ξανά και να καθίσει στο διπλανό τραπεζάκι. Όπως τότε, να παραγγείλει δύο κονιάκ και να κοιτάμε έξω απ’ τα τζάμια τη βροχή. Θέλω να μου μιλήσει ακριβώς όπως τότε. Να αδειάζει τα ποτήρια και να πετάει μεθυσμένα λογάκια. Λογάκια μόνο για έρωτα και επανάσταση. Να γελάει και να ψιθυρίζει και να νομίζεις ότι από ώρα σε ώρα θα έρθουν και τα δύο. Να τρέμεις, λες και θα σηκώσεις τα μάτια και θα ξεκινήσουν στο αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο. Απλώς και μόνο επειδή το είπε αυτή.
Θέλω να μου μιλάει με κοφτές κουβέντες και μισές ειρωνείες για τα εκατοντάδες άρθρα που μας έχουν ζαλίσει με τη νέα μετανάστευση και τα καλύτερα μυαλά που χάνονται επειδή δεν βρίσκουν ευκαιρίες εδώ. Να μου πει ξανά, ότι τώρα όλα γίνονται εδώ, δίπλα μας, γύρω μας. Ότι τώρα, τρελαίνεται, κάθε μέρα να παίρνει θέση, κάθε μέρα να πιάνει κουβέντες στους περαστικούς, να διαβάζει ωραίες λέξεις και να τις στέλνει σε φίλους. Κι όποιος φεύγει, καλά κάνει και φεύγει (ποτέ δεν αγαπούσε τους ήρωες άλλωστε), κι όποιος μένει κάνει δυο φορές καλά και μένει. Τα μάτια της στο σημείο αυτό θα γυαλίζουν. Μου λέει ότι η μάχη συμβαίνει εδώ και τώρα μπροστά στα μάτια μας και τα κορμιά που πέφτουν, είναι αυτά που είδαν στα στενά της Αθήνας ένα φωτεινό τοπίο, την αυριανή μας πόλη.
Θέλω να μην την χωράει η καρέκλα, όταν χαιρέκακα θα μου αναλύει γιατί πρέπει να διαλυθούν όλοι οι κομματικοί σχηματισμοί της αριστεράς. Να λέει πως οι σχηματισμοί απέτυχαν, αφού δεν ήξεραν τί να αγαπήσουν, ούτε καν είχαν ποθήσει τον άλλο κόσμο, που δεν είναι εφικτός, αλλά αναγκαίος. Τον κόσμο που δεν είναι σύνθημα αλλά το βασικό πρόταγμα. Τον κόσμο για τον οποίο σταμάτησαν εδώ και καιρό να μιλάνε. Το φαντασιακό τους υποτάχτηκε στο συλλογικό τηλεοπτικό βλέμμα. Δεν ξέρουν πια πώς να ονειρευτούν. Ύστερα θα την ακούω να λέει πως τα ονόματα στα ψηφοδέλτια και οι σχηματισμοί που τους υποστήριξαν, βούλιαξαν σε μια ανιαρή κοιλάδα υπολογισμών και εξισώσεων, εκεί που όλα καταλήγουν σε κάποιο τοις εκατό. Την ώρα που θα έπρεπε να αναζητάμε «ένα νέο πρότυπο κοινωνικής συμπεριφοράς (…)», εμείς ψάχναμε για υποψήφιο περιφερειάρχη.
Θέλω να την ακούω την ώρα που θα λέει ότι το ερώτημα «σε ποιόν ανήκουν τα Εξάρχεια» μας επιστράφηκε ως κακόγουστη φάρσα. Θα έχει ήδη μεθύσει όταν με κάποια πίκρα θα μου δείχνει τους ένοπλους που κρατάνε στο ένα χέρι τον καφέ του γρηγόρη και στο άλλο την σκανδάλη. Με ακόμη περισσότερη πίκρα θα δείχνει τις πέτρες που κάθε τόσο ξεκινάνε από κάποιους που περπατάνε πλάι στο πάρκο. (Λες και το πάρκο αυτό ενοχλεί τους πάντες). Μοιάζει δύο ομάδες να διεκδικούν την ίδια όαση ελευθερίας. (Οξύμωρο, λέει, για μια τέτοια όαση να τίθεται ζήτημα ιδιοκτησίας). Διάλειμμα στο παραλήρημά της. Διαβάζουμε ξανά λίγο Μπωντριγιάρ. «(ζούμε τον) θρίαμβο του αποτελέσματος επί της αιτίας». Ζούμε την εποχή, λέει, που ο τρόπος που αντιδράς κατάντησε να είναι σημαντικότερος απ’ την αιτία σου. Αν θυμάσαι την αιτία όμως αποκλείεται να αποθεώσεις το όποιο αποτέλεσμα. Δεν είναι δικαίωση μια πέτρα σ’ ένα τζάμι, όσο δεν είναι κι ένα όχι σε κάποιο νομοσχέδιο. Ηθικολογείς θα της πω.
Τότε θ’ αλλάξει ύφος. Θα μου μιλήσει για τον τρόπο που η Anna Karina κοιτάζει την κάμερα, για τον Miles Davis που παίζει μόνο για το αριστερό αυτί της Jeanne Moreau, για τα πόδια που παρελαύνουν στα ποστ του κ. μοίρη ή για το ξανθό κορίτσι που κάποια Παρασκευή μεσημέρι, 1 και τριάντα οκτώ ακριβώς, ανέβαινε την τρικούπη, κρατώντας μια μαύρη θήκη (με ένα βιολί;). Θα μου πει ότι τέλειωσε το καλοκαίρι κι ότι η βροχή στάζει καλύτερα μέσα στο ποτήρι του κονιάκ. Ότι ξανάρχισε να διαβάζει και ότι είδε για δέκατη φορά το Χιροσίμα Αγάπη μου. Λίγο πριν φύγει θα πει ότι η μάχη είναι ώρα να δοθεί. Κι ότι όσοι πόθησαν ποτέ ένα ξανθό κορίτσι ή έναν άλλο κόσμο, πιθανότατα θα τα συναντήσουν. Όχι στα όνειρά τους, αλλά εκεί που συνάντησα κι εκείνη. Στο δρόμο, στην πραγματική ζωή.
0 βγηκαν μπροστα:
Δημοσίευση σχολίου