Εδώ είναι η μαμά. Ψωνίζει σε ένα μανάβικο. Είναι Παρασκευή απόγευμα. Έχουμε βγει οι τρεις μας μια βόλτα στην καινούργια μας γειτονιά. Είχα ξεμείνει από σέληνο, για τη συνταγή με το χοιρινό, κι είπα να κάνουμε μια στάση. Εσύ φαίνεσαι στο βάθος με τον μπαμπά. Είστε έξω, στο πεζοδρόμιο. Φοράς την κουκούλα του μπουφάν σου και γαντάκια γιατί έχει αρχίσει να χειμωνιάζει. Συμφωνώ, φαίνεται σαν η πολλή η πρασινάδα στον πάγκο να είναι το κεντρικό θέμα της εικόνας. Δεν ήξερα πόσο ακριβώς χρειάζομαι. Η κοπέλα πολύ εξυπηρετική, αυτή με το αμάνικο μπουφάν και τα αθλητικά ρούχα, με ρώτησε για τι φαγητό το θέλω κι έπειτα πήρε τηλέφωνο την πεθερά της, που της μιλούσε μάλιστα στον πληθυντικό- ευγενέστατη, για να μου πει ποια είναι η αναλογία χοιρινού-σέληνου. 1 κιλό χορτάρι, 1/2 κιλό κρέας, για να ξέρεις. Οι άλλες σακούλες, πάντα χάρτινες, ε, ελπίζω να το πρόσεξες, έχουν φασολάκια, καρότα και μπανάνες για σένα. Ο γέρος που καπνίζει πίσω από το ταμείο δε ξέρω ποιος είναι και πώς σχετίζεται με την κοπέλα. Φαντάστηκα πως είναι ο ιδιοκτήτης του μανάβικου αλλά από τα λεγόμενά τους δεν πρέπει να είναι. Ο ψηλός κύριος, με τα γκρίζα μαλλιά και τα σκούρα ρούχα είναι ένας άνεργος οικοδόμος. Έτσι μας συστήθηκε. Μπήκε στο μανάβικο, στάθηκε μακριά από τα ταμείο, μην τον πάρουν και για ληστή, αφού για πελάτης δε προοριζόταν, και ζήτησε από την κοπέλα και το γέρο πίσω από τον πάγκο με μια ευγενική φωνή, όχι ψεύτικη σαν πωλητής, αν μπορούν να του δώσουν κάτι. Είμαι άνεργος οικοδόμος, είπε, μήπως έχετε κάτι να μου δώσετε. Δε μπήκα να κλέψω. Έχω παιδιά... Ούτε πουλούσε χαρτομάντηλα, να κλάψει κανένας, ούτε αναπτήρες, να βάλει φωτιά στο γαμημένο κόσμο μας. Ούτε είχε κρεμάσει καμιά ταμπέλα να λέει πως είναι αόμματος, πως έχει επιληψία, πως έχει 12 παιδιά να θρέψει. Ήταν άνεργος οικοδόμος. Δεν ήταν ένας γραφικός ζητιάνος. Ένας κανονικός άνθρωπος ήταν. Ένας άνεργος οικοδόμος. Ένας άνεργος οικοδόμος. Η κοπέλα του εξήγησε πως δουλεύει σ' αυτό το μαγαζί, δεν είναι δικό της και δε τα έχει πληρώσει εκείνη για να μπορεί να του δώσει. Μήπως μπορούσε τότε να του δώσει πενήντα λεπτά, να πάρει ένα γάλα, κάτι; Του έδωσε πενήντα λεπτά πολύ βιαστικά. Ο άνθρωπος έκανε μεταβολή κι έφυγε, ψελλίζοντας ένα ευχαριστώ. Ο γέρος αποσβολωμένος, όπως κι εγώ, κοιτούσε μόνο. Μετά η κοπέλα πηγαίνοντας για την αποθήκη για να μου φέρει έξτρα σέληνο, που ήταν πολύ πιο φρέσκο από τα μαραμένα που ήδη βρίσκονταν στη ζυγαριά και που θα αγόραζα σε λίγο, στάθηκε στο παραπέτασμα πριν την αποθήκη λέγοντάς μου ειρωνικά, δε μπορεί να πάει να δουλέψει ο κύριος...Κι εγώ μετακινήθηκα από τη θλίψη στο θυμό. Άνεργος είναι μωρή. Ανεργία, you know? Πού ζεις; Στη σελήνη; Φέρ'τα σέληνα να τελειώνουμε. Όχι, τελικά δε τα παίρνω όλα. Πολλά είναι. Θα βάλω μέσα και πράσσα, δε μου χρειάζεται τόσο κωλοσέληνο. Δε με νοιάζει η συνταγή της πεθεράς σου που της μιλάς και στον πληθυντικό, μη χέσω. Παράτα με σου λέω. Δε θέλω άλλο σέληνο. Μην επιμένεις, γιατί θα παρατήσω όλες τις σακούλες εδώ πάνω και θα φύγω. Ναι, σοκαρίστηκα από τον κυνισμό σου. Όχι, πιο πολύ σοκαρίστηκα από τον άνθρωπο, τον κανονικό άνθρωπο, όχι το σκεβρωμένο τζάνκι, όχι τον επαγγελματία ζήτουλα, που ήρθε και ζητούσε λαχανικά ή πενήντα cents έστω. Έλα, τελείωνε. Τα ρέστα μου. Τι μου φταις κι εσύ να σε βρίζω από μέσα μου; Πωλήτρια σε μανάβικο είσαι, δεν είσαι και ο Στρος Καν. Αλλά μη λες να πάει να δουλέψει. Δε τα λέμε αυτά, κορίτσι μου. Πώς να στο πω; Έχεις κακή άμυνα. Η δική μου είναι καλύτερη. Γίνομαι χάλια μέσα μου. Δε μιλιέμαι, καταπίνω πικρό σάλιο. Θυμώνω και μ' όσους δε θλίβονται με την αδικία, τη φτώχεια, το να γυρνά ένας άντρας άνεργος στη γυναίκα του και στα παιδιά του. Μη ρωτάς γιατί. Πες πως ξέρω τι πάει να πει αυτό. Πες πως κι ο δικός μου ο πατέρας, όταν αυτή η λουμπίνα ο Μητσοτάκης και η αλητοπαρέα του αποφάσισαν να κάνουν την Ελλάδα Αργεντινή και βάλανε λουκέτο στις προβληματικές επιχειρήσεις, ήταν απ' αυτούς που βρέθηκαν στο δρόμο. Και πες πως υπάρχουν ομορφότερες εμπειρίες στον κόσμο από το να δεις τον πατέρα σου να κλαίει και να είναι σε απόγνωση. Ναι, μπόρεσε να ξαναβρεί δουλειά μετά από μήνες που έμοιασαν αιώνες, μετά από χρόνια που δούλευε ημιαπασχόληση, δούλεψε οχτάωρο. Δε βγήκε να ζητάει μελιτζάνες και πατάτες γιατί είχαμε ένα σπίτι δικό μας, κάποια εισοδήματα από χωράφια, δούλεψε η μαμά. Τα καταφέραμε τελικά. Ανοίξαμε μαγαζί με τα λεφτά της αποζημίωσης, πήραμε οικόπεδα μετά. Τα αδέρφια μου πρόκοψαν. Ο μεγάλος μου αδελφός, δουλεύει ως και στον ύπνο του. Αλλά εντάξει έχει ακριβό αυτοκίνητο, μεζονέτα, iphone και blackberry. Εγώ σπούδασα, έκανα μεταπτυχιακό και διδακτορικό σε καλό πανεπιστήμιο στο εξωτερικό, με υποτροφία, πώς αλλιώς, τα λεφτά ποτέ δε περίσσευαν, γνώρισα πολλούς ευκατάστατους γκόμενους στο εξωτερικό αλλά με συγκίνησε ο πιο καλόκαρδος, τον παντρεύτηκα και ζούμε με την κόρη μας στα βόρεια προάστια της Αθήνας. Αλλά αυτό δε πάει να πει πως αυτά τα χοντρόπετσα γουρούνια οι νεοφιλελεύθεροι, που θα τους κάνουμε λουκάνικα να τα πετάμε στα αδέσποτα στην παγκόσμια επανάσταση, έχουν τα δίκια τους. Η κρίση δε δημιουργεί ευκαιρίες. Δεν υπάρχει ύφεση, υπάρχει ένας άντρας που γυρνάει σπίτι μ' άδεια χέρια. Αυτό μόνο.
-
0 βγηκαν μπροστα:
Δημοσίευση σχολίου