Παρακολουθώ με προσοχή τον Αλέξη Τσίπρα στις δημόσιες εμφανίσεις του. Έσπαγα καιρό το κεφάλι μου∙ κάποιον μου θυμίζει έντονα, έλεγα μέσα μου, αλλά δεν μπορούσα να βρω ποιον. Ώσπου μια μέρα, κατάλαβα. Ο Αλέξης μου θύμιζε κάτι ομορφόπαιδα συμμαθητές μου στα νιάτα τους, κυρίως Κνίτες και Πασόκους για να λέμε την αλήθεια (συγνώμη, παιδιά), που τρομερά δημοφιλείς, σάρωναν στα αμφιθέατρα και στα καφενεία.
Γεννημένος στα μέσα της δεκαετίας του ’60 ήμουν 15 χρονών όταν ήρθε το ΠΑΣΟΚ στα πράγματα. Μεγάλωσα θεωρώντας αυτονόητο ότι «το σύστημα πρέπει να αλλάξει». Προς τα πού ακριβώς δεν ήξερα, είχα ένα θεματάκι με αυτό, αλλά σημασία είχε η Αλλαγή. Θυμάμαι, «φρεσκοστρατολογημένος» Ρηγάς εγώ, να πηγαίνω με τον πατέρα μου στη συγκέντρωση του ΠΑΣΟΚ στην Πλατεία Αριστοτέλους τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς. Ο Ανδρέας ρητόρευε, οι μάζες πάλλονταν, οι σημαίες ανέμιζαν. Εγώ αναμασούσα, δύσπιστος, λόγια που είχα ακούσει και δεν καταλάβαινα τι ακριβώς σήμαιναν: «αν κάνει και τα μισά από όσα λέει θα μείνει στην Ιστορία», είπα. Τελικά, ευτυχώς, έκανε λιγότερα από τα μισά, γιατί αν είχε κάνει περισσότερα η χώρα θα ήταν που θα είχε περάσει στην Ιστορία, αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα.
Η γενιά μου μεγάλωσε μέσα σε ένα συνονθύλευμα μύθων, ημιμάθειας και εξυπνακισμού. Αναπαράγαμε κλισέ εκφράσεις δανεισμένες από τους πιο
έξυπνους και ευφράδεις καθοδηγητές. Η ιδέα δεν ήταν να μάθεις πράγματα, ούτε και να συνομιλείς με επιχειρήματα. Η ιδέα ήταν να κατατροπώσεις τον ιδεολογικό αντίπαλο. Θυμάμαι ακόμη με πολύ αγάπη, έναν φίλο, που γεννούσε ατάκες από το κεφάλι του και στη συνέχεια τις απέδιδε στον Μαρξ και τον Πουλαντζά. Στην πορεία ανακάλυψα πως όλοι οι γνωστοί μου ξέρουν από έναν τέτοιον. Από την άλλη, δεν θυμάμαι ούτε έναν συμμαθητή ή συμφοιτητή μου που να μπορούσε τότε να διαβάσει, με άνεση τουλάχιστον, μια ξένη εφημερίδα ή βιβλίο.
Η γενιά μου πέρασε στο πανεπιστήμιο για να μάθει γράμματα αλλά πολλοί μάθανε καλύτερο τάβλι, πρέφα και εμείς εδώ στη Θεσσαλονίκη διδάξαμε το διεθνές χαρτοπαίγνιο με το παράξενο όνομα «μπουρλότ». Ξεχνάω πόσες ώρες έχω περάσει και εγώ διαπρέποντας σε τέτοια αθλήματα. Κοιτάζω τώρα την κόρη μου που είναι 17 χρονών και ντρέπομαι πραγματικά, όταν την προτρέπω να διαβάζει περισσότερο. Στην ηλικία της ήμουν εντελώς αδαής και το χειρότερο είναι πως δεν είχα ιδέα πόσο.
Οι μύθοι της μεταπολίτευσης έπεσαν πολύ βαρείς στους αδύναμους ώμους μας. Δεν μας έφταναν η γενιά της Αντίστασης και του 114 ήρθε και αυτή του Πολυτεχνείου να μας αποτελειώσει. Της μεταπολίτευσης καημένη γενιά, που λέει και ο Πορτοκάλογλου. Πού να αρθρώσεις λέξη λοιπόν; να υψώσεις τη φωνή σου; Από τη μια ο Άρης Βελουχιώτης, μετά οι Λαμπράκηδες, ήρθε και η Μαρία με το «Εδώ Πολυτεχνείο», εμείς μείναμε μουγκοί. Έτσι, η γενιά μου έγινε ειδική στα μνημόσυνα και τις τελετές. Θυμάμαι ακόμη μια συμμαθήτριά μου, να κλαίει με λυγμούς, στην πρώτη επίσημη γιορτή για το Πολυτεχνείο που έγινε μέσα στο σχολείο το 1981. Ένας λίγο αφελής συμμαθητής μου, δεν κατάλαβε τον ιδεολογικό οίστρο της στιγμής και συγκινημένος σκύβει και μου λέει: «είχε συγγενείς η κοπέλα στο πολυτεχνείο, ε;». Ο φουκαράς είχε δίκιο, δεν έβλεπε άλλον λόγο να κλαις για νεκρούς, παρά μόνο εάν είναι γνωστοί σου.
Γενικός, ως γενιά γίναμε ιδανικοί στο να μιμούμαστε. Με τις καταλήψεις στα πανεπιστήμια, μιμούμασταν την κατάληψη του 1973. Με τις χαώδεις, κωμικοτραγικές φοιτητικές συνελεύσεις μιμούμασταν το παιχνίδι της δημοκρατίας. Με τα σκονάκια μιμούμασταν τη διαδικασία της εκπαίδευσης.
Ήμασταν όμως εξαιρετικοί στο να αφισοκολλούμε. Μετά το 1981 μάθανε τη δουλειά και οι Δεξιοί και η χώρα, κατά τις προεκλογικές περιόδους, έσφυζε από ζωή μέχρι τα ξημερώματα. Πόσες εξεταστικές περίοδοι να χάθηκαν, άραγε, στις αφισοκολλήσεις, ποιος να ξέρει;
Η σφαλιάρα ήρθε το 1989. Με την πτώση του τείχους. Εγώ, για να είμαι ειλικρινής, το ευχαριστήθηκα. Είχα πλέον περάσει στη διεθνή του αντικομουνισμού, όπως θα έλεγε και ο σύντροφος Μαϊλης. Όμως οι περισσότεροι φίλοι μου χλόμιασαν, έμειναν αμήχανοι. Εντέλει, η γενιά μου, μετά την πτώση του Κομμουνισμού, απογοητευμένη και βαριεστημένη, κατάλαβε πως στη ζωή καλό είναι να κάνεις και κάτι πιο ουσιαστικό, εκτός από το να αφισοκολλάς και να επαναλαμβάνεις ατάκες που δεν έχεις καν διαβάσει.
Ο Αλέξης είναι ένα από αυτά τα παιδιά της δεκαετίας του ‘80. Μπορεί να είναι μαλωμένος με το διάβασμα και τη γνώση, να μπερδεύει τη Ναόμι Κλάιν με τη Ναόμι Κάμπελ, να νομίζει ότι ο Μαοϊσμός ήταν μια ενδιαφέρουσα περίοδος και να μην ξέρει τι ακριβώς ήταν τα Γκουλάγκ, όμως έχει άλλα χαρίσματα. Ομορφόπαιδο, μαγκάκος (είμαι σίγουρος πως θα είναι σπουδαίος ταβλαδόρος, μάστορας που λέμε) και τσιτατολόγος, θα έκανε θραύση στα χρόνια της Αλλαγής. Ο Αλέξης είναι ένας από μας, λοιπόν. Με μια μικρή διαφορά: γεννήθηκε δέκα χρόνια αργότερα και δεν θυμάται τίποτε από τα ‘80ς, ούτε καν τον Κομμουνισμό, έστω κι αν έγινε Κνίτης στα δεκαπέντε του, το 1989, όταν αυτός είχε πλέον καταρρεύσει!
Νίκος Μαραντζίδης/protagon
Γεννημένος στα μέσα της δεκαετίας του ’60 ήμουν 15 χρονών όταν ήρθε το ΠΑΣΟΚ στα πράγματα. Μεγάλωσα θεωρώντας αυτονόητο ότι «το σύστημα πρέπει να αλλάξει». Προς τα πού ακριβώς δεν ήξερα, είχα ένα θεματάκι με αυτό, αλλά σημασία είχε η Αλλαγή. Θυμάμαι, «φρεσκοστρατολογημένος» Ρηγάς εγώ, να πηγαίνω με τον πατέρα μου στη συγκέντρωση του ΠΑΣΟΚ στην Πλατεία Αριστοτέλους τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς. Ο Ανδρέας ρητόρευε, οι μάζες πάλλονταν, οι σημαίες ανέμιζαν. Εγώ αναμασούσα, δύσπιστος, λόγια που είχα ακούσει και δεν καταλάβαινα τι ακριβώς σήμαιναν: «αν κάνει και τα μισά από όσα λέει θα μείνει στην Ιστορία», είπα. Τελικά, ευτυχώς, έκανε λιγότερα από τα μισά, γιατί αν είχε κάνει περισσότερα η χώρα θα ήταν που θα είχε περάσει στην Ιστορία, αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα.
Η γενιά μου μεγάλωσε μέσα σε ένα συνονθύλευμα μύθων, ημιμάθειας και εξυπνακισμού. Αναπαράγαμε κλισέ εκφράσεις δανεισμένες από τους πιο
έξυπνους και ευφράδεις καθοδηγητές. Η ιδέα δεν ήταν να μάθεις πράγματα, ούτε και να συνομιλείς με επιχειρήματα. Η ιδέα ήταν να κατατροπώσεις τον ιδεολογικό αντίπαλο. Θυμάμαι ακόμη με πολύ αγάπη, έναν φίλο, που γεννούσε ατάκες από το κεφάλι του και στη συνέχεια τις απέδιδε στον Μαρξ και τον Πουλαντζά. Στην πορεία ανακάλυψα πως όλοι οι γνωστοί μου ξέρουν από έναν τέτοιον. Από την άλλη, δεν θυμάμαι ούτε έναν συμμαθητή ή συμφοιτητή μου που να μπορούσε τότε να διαβάσει, με άνεση τουλάχιστον, μια ξένη εφημερίδα ή βιβλίο.
Η γενιά μου πέρασε στο πανεπιστήμιο για να μάθει γράμματα αλλά πολλοί μάθανε καλύτερο τάβλι, πρέφα και εμείς εδώ στη Θεσσαλονίκη διδάξαμε το διεθνές χαρτοπαίγνιο με το παράξενο όνομα «μπουρλότ». Ξεχνάω πόσες ώρες έχω περάσει και εγώ διαπρέποντας σε τέτοια αθλήματα. Κοιτάζω τώρα την κόρη μου που είναι 17 χρονών και ντρέπομαι πραγματικά, όταν την προτρέπω να διαβάζει περισσότερο. Στην ηλικία της ήμουν εντελώς αδαής και το χειρότερο είναι πως δεν είχα ιδέα πόσο.
Οι μύθοι της μεταπολίτευσης έπεσαν πολύ βαρείς στους αδύναμους ώμους μας. Δεν μας έφταναν η γενιά της Αντίστασης και του 114 ήρθε και αυτή του Πολυτεχνείου να μας αποτελειώσει. Της μεταπολίτευσης καημένη γενιά, που λέει και ο Πορτοκάλογλου. Πού να αρθρώσεις λέξη λοιπόν; να υψώσεις τη φωνή σου; Από τη μια ο Άρης Βελουχιώτης, μετά οι Λαμπράκηδες, ήρθε και η Μαρία με το «Εδώ Πολυτεχνείο», εμείς μείναμε μουγκοί. Έτσι, η γενιά μου έγινε ειδική στα μνημόσυνα και τις τελετές. Θυμάμαι ακόμη μια συμμαθήτριά μου, να κλαίει με λυγμούς, στην πρώτη επίσημη γιορτή για το Πολυτεχνείο που έγινε μέσα στο σχολείο το 1981. Ένας λίγο αφελής συμμαθητής μου, δεν κατάλαβε τον ιδεολογικό οίστρο της στιγμής και συγκινημένος σκύβει και μου λέει: «είχε συγγενείς η κοπέλα στο πολυτεχνείο, ε;». Ο φουκαράς είχε δίκιο, δεν έβλεπε άλλον λόγο να κλαις για νεκρούς, παρά μόνο εάν είναι γνωστοί σου.
Γενικός, ως γενιά γίναμε ιδανικοί στο να μιμούμαστε. Με τις καταλήψεις στα πανεπιστήμια, μιμούμασταν την κατάληψη του 1973. Με τις χαώδεις, κωμικοτραγικές φοιτητικές συνελεύσεις μιμούμασταν το παιχνίδι της δημοκρατίας. Με τα σκονάκια μιμούμασταν τη διαδικασία της εκπαίδευσης.
Ήμασταν όμως εξαιρετικοί στο να αφισοκολλούμε. Μετά το 1981 μάθανε τη δουλειά και οι Δεξιοί και η χώρα, κατά τις προεκλογικές περιόδους, έσφυζε από ζωή μέχρι τα ξημερώματα. Πόσες εξεταστικές περίοδοι να χάθηκαν, άραγε, στις αφισοκολλήσεις, ποιος να ξέρει;
Η σφαλιάρα ήρθε το 1989. Με την πτώση του τείχους. Εγώ, για να είμαι ειλικρινής, το ευχαριστήθηκα. Είχα πλέον περάσει στη διεθνή του αντικομουνισμού, όπως θα έλεγε και ο σύντροφος Μαϊλης. Όμως οι περισσότεροι φίλοι μου χλόμιασαν, έμειναν αμήχανοι. Εντέλει, η γενιά μου, μετά την πτώση του Κομμουνισμού, απογοητευμένη και βαριεστημένη, κατάλαβε πως στη ζωή καλό είναι να κάνεις και κάτι πιο ουσιαστικό, εκτός από το να αφισοκολλάς και να επαναλαμβάνεις ατάκες που δεν έχεις καν διαβάσει.
Ο Αλέξης είναι ένα από αυτά τα παιδιά της δεκαετίας του ‘80. Μπορεί να είναι μαλωμένος με το διάβασμα και τη γνώση, να μπερδεύει τη Ναόμι Κλάιν με τη Ναόμι Κάμπελ, να νομίζει ότι ο Μαοϊσμός ήταν μια ενδιαφέρουσα περίοδος και να μην ξέρει τι ακριβώς ήταν τα Γκουλάγκ, όμως έχει άλλα χαρίσματα. Ομορφόπαιδο, μαγκάκος (είμαι σίγουρος πως θα είναι σπουδαίος ταβλαδόρος, μάστορας που λέμε) και τσιτατολόγος, θα έκανε θραύση στα χρόνια της Αλλαγής. Ο Αλέξης είναι ένας από μας, λοιπόν. Με μια μικρή διαφορά: γεννήθηκε δέκα χρόνια αργότερα και δεν θυμάται τίποτε από τα ‘80ς, ούτε καν τον Κομμουνισμό, έστω κι αν έγινε Κνίτης στα δεκαπέντε του, το 1989, όταν αυτός είχε πλέον καταρρεύσει!
Νίκος Μαραντζίδης/protagon
0 βγηκαν μπροστα:
Δημοσίευση σχολίου