Τρίτη 5 Απριλίου 2011

Ο Χώρος



Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ελλάδα και τη στοιχειώνει, ένα φάντασμα με μορφή πολιτικού κόμματος που διατρέχει όλη τη μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας, πάντα σε δεύτερο ρόλο αλλά πάντα απαραίτητο, αρκετά ξένο προς την υπόλοιπη πολιτική πραγματικότητα αλλά και ταυτόχρονα εκπληκτικά οικείο. Το κόμμα αυτό ήταν παλιά γνωστό ως ΚΚΕ Εσωτερικού (και Συμμαχία), αργότερα έγινε ΕΑΡ, αργότερα ΣΥΝ, κατόπιν ΣΥΡΙΖΑ (διατηρώντας όμως και τον παλιό ΣΥΝ, με κάποιον υβριδικό τρόπο που κανείς εκτός από τους μυημένους και τους δημοσιογράφους δεν έχει καταλάβει). Πρόσφατα διασπάστηκε και έδωσε τη Δημοκρατική Αριστερά. Υπάρχει και κάτι που λέγεται ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όμως δε θα μας απασχολήσει εδώ. Ας αφήσουμε τις επίσημες ονομασίες κι ας το αποκαλέσουμε τρυφερά «ο χώρος» – έννοια που περιλαμβάνει όλους τους παραπάνω πολιτικούς φορείς.
Ξεκινάμε από τα άφθονα στραβά του... Συζητήσεις επί συζητήσεων, νεφελώδεις αναλύσεις, υψηλή διανόηση, ανοργανωσιά και (κακώς νοούμενη) χαλαρότητα, ερασιτεχνισμός, φράξιες, ημιφράξιες και ομάδες: τέτοιο υπήρξε το πρόσωπο του χώρου για δεκαετίες. Άγνωστο πόσα δελτία τύπου κι ανακοινώσεις συντάχθηκαν σε ουζερί και ταβέρνες, ο Κύρκος να μας κάνει κι επίδειξη σφυρίγματος, να πούμε το Μ’ Αεροπλάνα Και Βαπόρια, κανείς εδώ δεν τραγουδά, κανένας δε χορεύει, ακούνε μόνο τον Μπανιά κι ο νους τους ταξιδεύει. Δεν ξέρω αν έχετε συναντήσει τον όρο π.χ. «φουστάνι σε στιλ ΚΚΕ Εσωτερικού» (δηλαδή, λίγο παρδαλό, κάπως εθνίκ αλλά και ταυτόχρονα μοντέρνο, ξέρεις ότι αυτή που το φοράει έχει διαβάσει Αντόρνο). Ομολογουμένως, ο χώρος ήταν περίφημος στο να ανακαλύπτει ψαγμένα μπαράκια με σοφιστικέ διακόσμηση, ελαφρά τζαζ μουσική και πρωτότυπο μενού, όμως κάτι παραπάνω γυρεύει κανείς από έναν πολιτικό σχηματισμό.

Τέρμα το μαστίγωμα, πάμε στην άλλη πλευρά του νομίσματος: Φαντάζομαι ότι δεν υπάρχει ούτε ένας αξιόλογος άνθρωπος στην Ελλάδα που να μην έχει κάποτε ψηφίσει τον χώρο ή που να μην σκέφτηκε σοβαρά να τον ψηφίσει. Ή που να μην έπιασε τον εαυτό του να τον συμπαθεί. Γιατί; Όσο μπορώ να καταλάβω, υπάρχουν τρεις λόγοι:
1) Ο χώρος πάντα τραβούσε μερικούς από τους πιο τίμιους κι ενδιαφέροντες ανθρώπους στη χώρα. Δε νομίζω να υπάρχει κάποιος που να γνώρισε π.χ. τον Άγγελο Ελεφάντη και να μην τον εκτίμησε. Οπότε, σε μεγάλο βαθμό, η συμπάθεια προς τον χώρο ήταν και συμπάθεια προς συγκεκριμένα ποιοτικά μέλη του.
2) Πολλές φορές ο χώρος φάνταζε όαση μέσα στο υπόλοιπο πολιτικό σκηνικό. Μπορεί να μη συμφωνούσες σε όλα μαζί του, όμως η ψήφος σ’ αυτόν ήταν αξιοπρεπής. Δεν ένιωθες ότι αμαρτάνεις προς τον εαυτό σου στηρίζοντάς τον.
3) Ο χώρος πάντα ψαχνόταν. Δοκίμαζε, πειραματιζόταν, έκανε λάθη στρατηγικής και τακτικής, όμως ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι έχει τις υπέρτατες απαντήσεις, προς τιμήν του. Έντονα πολυφωνικός, κατά καιρούς γέννησε και φιλοξένησε μερικές πολύ ενδιαφέρουσες ιδέες και δράσεις – αν δεν κάνω λάθος, πρέπει να ήταν ο πρώτος που έθιξε θέματα όπως η οικολογία, οι διακρίσεις εις βάρος ομοφυλόφιλων, το μεταναστευτικό. Επίσης, κατά την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων, τότε που όλη η Ελλάδα είχε παραδοθεί στην (κατευθυνόμενη;) σχιζοφρένεια, ο χώρος ξεχώριζε σαν το γάλα μέσ’ στις μύγες. Υπάρχουν κι άλλα, πολλά άλλα, που μου διαφεύγουν τώρα.

Ποιες εναλλακτικές πολιτικές επιλογές υπήρξαν στη διάρκεια της μεταπολίτευσης; Τι έζησε όλες τις προηγούμενες δεκαετίες ένας σημερινός 50άρης – 60άρης;

Α. Το ΠΑΣΟΚ. Ένα κόμμα που ήρθε στην εξουσία το 1981 σαν οδοστρωτήρας. Τίποτα δεν έμεινε το ίδιο μετά. Από μια άποψη, υλοποίησε μια ιστορική αναγκαιότητα: με το ΠΑΣΟΚ ήρθαν στα πράγματα πολλοί άνθρωποι που καταπιέστηκαν κι αδικήθηκαν τις προηγούμενες δεκαετίες. Όμως αυτό έγινε με τόσο... πειρατικό τρόπο, που η Ελλάδα ακόμα δεν έχει ξεπεράσει το σοκ. Αμοραλισμός, αναξιοκρατία, χυδαιότητα, διορισμός του κάθε πικραμένου στο Δημόσιο, λαϊκισμός, νεοπλουτίστικη νοοτροπία, κούφια ρητορική, αυτή είναι η κληρονομιά του Ανδρέα.

Β. Η Νέα Δημοκρατία.
 Αν μιλάμε για προσωποπαγή κόμματα, τότε η ΝΔ ήταν κάποτε το υπόδειγμα. Μπορούμε να την ορίσουμε ως το γύρω-γύρω του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Όταν όμως ο θείος γέρασε και παροπλίστηκε, το κόμμα έμεινε σαν τους Jethro Tull χωρίς τον Ian Anderson. Ουδέποτε ξεπέρασε την απώλεια, έμεινε πάντα άχρωμη, άοσμη και άγευστη, ουσιαστικά επί δεκαετίες λειτουργούσε ως αντι-ΠΑΣΟΚ. Μέχρι που ξαναπήρε την εξουσία με τον ανηψιό κι αποδείχθηκε πιο ΠΑΣΟΚ κι απ’ το ΠΑΣΟΚ. Πριν τον Κουρασμένο, η ΝΔ τουλάχιστον είχε ένα ηθικό αβαντάζ, μπορούσε να ισχυρίζεται: «εμείς είμαστε σοβαροί και τίμιοι, όχι σαν τα λαμόγια του ΠΑΣΟΚ». Ο ανηψιός όμως, κι ο συρφετός που τον περιτριγύριζε, κάταφερε να σπαταλήσει σε 5 χρόνια αυτό το πολιτικό κεφάλαιο.

Γ. Το ΚΚΕ. Οι δημόσιοι υπάλληλοι της επανάστασης. Μια επιχείρηση (για την ακρίβεια, όμιλος επιχειρήσεων), που εξασκήθηκε καλά στο να πουλά ψευδαίσθηση ριζοσπαστικότητας. Υπάρχει ένα θέμα εδώ, ο κόσμος βλέπει πράγματα στο ΚΚΕ που δεν υπάρχουν, τόσο οι φίλοι όσο και οι πολέμιοί του. Το ΚΚΕ είναι ένας στενός κύκλων προσώπων, οι οποίοι βρήκαν τον μήνα που τρέφει τους έντεκα. Υπό αυτήν την έννοια, ΚΚΕ είναι το γύρω-γύρω από το Σπίτι του Λαού. Όπως ακριβώς το Βατοπέδι ήταν μια επιχείρηση που αξιοποιούσε τις επαφές της στο Δημόσιο πουλώντας ψευδαίσθηση πνευματικότητας, κατάνυξης κ.λπ., έτσι ακριβώς και το ΚΚΕ. Το κόμμα του λαού είναι η αργομισθία, το βόλεμα των στελεχών του. Όλα τα υπόλοιπα είναι το προϊόν που πουλάει στα απλά μέλη και στους ψηφοφόρους, η διαφημιστική του καμπάνια. Ψευδαίσθηση μιας ανατροπής που δεν έρχεται ποτέ (το ΚΚΕ ποτέ δε νικάει, απλώς ευαγγελίζεται την τελική νίκη κάπου στο απώτατο μέλλον), ένας αγώνας που αιωνίως συνεχίζεται, μονίμως οι δυνάμεις της αντίδρασης και οι λακέδες τους καταφέρνουν να εγκλωβίζουν τις μάζες, και τα απλά μέλη δίνουν τις εισφορές τους στο κόμμα για να συντηρείται η επιχείρηση και το ΔΣ της.

Δ. Εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Πλειοδοσία επανάστασης, ριζοσπαστικότητα για τη ριζοσπαστικότητα, κείμενα που δεν διαβάζονται, φοιτητική ανωριμότητα και αγωνία να ανακαλύψεις την ιδανικά αριστερή ερμηνεία των πολιτικοοικονομικών πραγμάτων. «Επαναστάτες της πορδής με τα λεφτά του μπαμπά», έλεγε κάποτε ο Πορτοκάλογλου.

Ε. Εθνικιστικός – Πατριωτικός Χώρος. Είσαι με τα σωστά σου; Αρνούμαι να το συζητήσω καν! Ίσως μόνο μια μνεία στον Παπαθεμελή, έναν αρτηριοσκληρωτικό γεράκο που φαντασιώνεται διάφορες πλεκτάνες γύρω από την Ελλάδα και τις πιστεύει ειλικρινά, όμως ήδη ασχοληθήκαμε πολύ, πάμε παρακάτω.

Με τέτοιες εναλλακτικές, δεν είναι παράξενο που ο χώρος είχε πάντα συμπάθεια δυσανάλογη προς τις εκλογικές του επιδόσεις. Το μόνιμο παράπονο του παλιού ΚΚΕ Εσωτερικού: «μας αγαπάνε αλλά δε μας ψηφίζουν». Είναι αλήθεια ότι πάρα πολύς κόσμος θα μπορούσε να ψήφιζε τον χώρο, να δραστηριοποιούταν στον χώρο, όμως... δεν το έκανε. Κάτι πάντα έλειπε, κάποιος απροσδιόριστος αλλά σημαντικός παράγοντας, οπότε ο χώρος δεν μπόρεσε ποτέ να τραβήξει μεγάλες μάζες ανθρώπων. Να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά το συναίσθημα που κέρδιζε. Ποιος ήταν αυτός ο παράγοντας; Φαντάζομαι ότι θα έχουν γίνει πολλές αναλύσεις πάνω εδώ. Χωρίς να ξέρω, θέλω να προτείνω μια πιθανή ερμηνεία, που κρίνω ότι δεν είναι ολότελα αβάσιμη.

Ας πάμε πρώτα κάπου αλλού, σε ένα διαφορετικό μέρος του κόσμου, να δούμε το κόμμα Χ. Τηρουμένων κάποιων αναπόφευκτων αναλογιών, είναι εκπληκτικά πολλές οι ομοιότητες του Χ με τον χώρο: ένα κόμμα αριστερής κατεύθυνσης (έως πολύ αριστερής, κάποιες υποομάδες του), γεννήθηκε κυρίως στα πανεπιστήμια, με αμέτρητες φράξιες και παραφράξιες, πολυφωνικό, χαλαρό – ερασιτεχνικό, έντονα σοφιστικέ, τράβηξε από την πρώτη στιγμή πολλούς διανοούμενους, φιλοξένησε (και συνεχίζει να φιλοξενεί) ατέλειωτες συζητήσεις και αναλύσεις για τον σοσιαλισμό, τη δημοκρατία και το νόημά της, τη Ρωσία, την Κίνα, τις ΗΠΑ, την Οκτωβριανή Επανάσταση, τον Τσε Γκεβάρα και δε συμμαζεύεται.

Το Χ λοιπόν ξεκίνησε ως ένα ταπεινό, προβληματικό κόμμα, όμως ήρθαν οι εκλογές του 1990 και σάρωσε με ποσοστό σχεδόν 60%. Κατάφερε, και με το παραπάνω, αυτό που ποτέ δεν κατάφερε ο χώρος: να τραβήξει μεγάλες μάζες ανθρώπων.
Αναφέρομαι στη Βιρμανία, όπου το Χ δεν είναι άλλο από το NLD (National League for Democracy). Όσο κι αν είναι πολλές οι διαφορές ανάμεσα στη Βιρμανία και στην Ελλάδα, κρίνω ότι έχει νόημα η σύγκριση και μπορεί να δώσει συμπεράσματα. Το κυριότερο ερώτημα φυσικά είναι: τι είχε το NLD, που δεν το είχε ο χώρος, και κατάφερε να πετύχει τέτοια υποστήριξη; Η απάντηση είναι γνωστή. Είχε Σου Τσι.
Η Κυρία ήταν απλώς μια δυτικοσπουδαγμένη και δυτικομεγαλωμένη ακαδημαϊκός, που επισκέφτηκε την πατρίδα της το 1988 για να συμπαρασταθεί στην άρρωστη μητέρα της, τίποτα περισσότερο. Εκείνες τις μέρες όμως έτυχε να ξεσπάσουν μεγάλες φοιτητικές διαδηλώσεις στις κυριότερες πόλεις της Βιρμανίας και η ίδια παρασύρθηκε σχεδόν χωρίς να το καταλάβει. Έχουν περάσει 23 χρόνια και συνεχίζει να είναι παρασυρμένη, στην πορεία μάλιστα ανακάλυψε ότι έκρυβε μέσα της έναν μεγάλο ρήτορα κι έναν σπουδαίο ηγέτη. Αυτά όμως χρειάζονται διευκρίνηση.

Πρώτον, αν υπήρξε ποτέ ένας πολιτικός ηγέτης που γινόταν αγρότης με τους αγρότες, φοιτητής με τους φοιτητές, χωρικός με τους χωρικούς, μεροκαματιάρης με τους μεροκαματιάρηδες, Καρέν με τους Καρέν, Κατσίν με τους Κατσίν κ.λπ., αυτός ήταν και είναι η Κυρία. Πριν τις εκλογές του 1990, περιόδευσε όλη τη χώρα, ήρθε σε επαφή με εκατομμύρια ανθρώπους και τους κέρδισε επειδή γινόταν ένας απ’ αυτούς. Δεν μπορείς να κοροϊδέψεις τον κόσμο, όχι τόσους πολλούς τουλάχιστον, δε φτάνει να είσαι καλός ηθοποιός ή λαϊκιστής πολιτικός, ο άλλος δεν είναι χαζός και το καταλαβαίνει. Πρέπει πραγματικά να σέβεσαι τον απλό κόσμο και να κατανοείς τα προβλήματά του. Πρέπει να το ‘χεις μέσα σου.
 Δεύτερον, όλα όσα πρεσβεύεις, πρέπει να μπορείς να τα υποστηρίξεις με τη ζωή σου. Put your money where your mouth is, λένε οι Αμερικανοί κι η φράση έχει νόημα. Αν ανακατευτείς με την πολιτική για να οφεληθείς προσωπικά, να γίνεις κι εσύ μέρος του συστήματος, να αποκτήσεις αυλοκόλακες, δόξες και τιμές, η δύναμή σου θα είναι περιορισμένη. Η Σου Τσι είχε μια στρωμένη ζωή στο εξωτερικό και τη θυσίασε συνειδητά. Από την πρώτη στιγμή έπαιζε το κεφάλι της κορώνα–γράμματα, ο στρατός κι οι ασφαλίτες την παρακολουθούσαν σε κάθε της βήμα, δύο φορές ξέφυγε απ’ του χάρου τα δόντια όταν «αγανακτισμένοι πολίτες» επιχείρησαν να την λιντσάρουν, περπάτησε μπροστά από στρατιώτες που είχαν διαταγή να την πυροβολήσουν, χωρίστηκε από την οικογένειά της, φυλακίστηκε, πέρασε 15 χρόνια κλεισμένη σ’ ένα σπίτι με την υγεία της να χειροτερεύει διαρκώς. Όμως μόνο έτσι μπορείς να σαρώσεις παρόλο που έχεις απέναντί σου μια από τις σκληρότερες χούντες του κόσμου: κατά κάποιον τρόπο, ρισκάρεις τα πάντα (ακόμα και τη ζωή σου πιθανώς) για να κερδίσεις τα πάντα.
 Τρίτον, ήξερε να απευθύνεται στον κόσμο. Δεν ήταν μόνο ότι μιλούσε απλά και κατανοητά, με παραστάσεις από τη βιρμανική παράδοση και κουλτούρα. Δεν ήταν μόνο ότι είχε ζήσει στο εξωτερικό και γνώριζε καλά τα στοιχεία μιας σύγχρονης δημοκρατίας που τόσο έλειπαν από τη χώρα της. Η Σου Τσι ήταν ειρηνοποιός, με τη βιβλική έννοια («μακάριοι οι ειρηνοποιοί»). Σε μια χώρα που όλοι εχθρεύονται όλους, αυτή μπορούσε να ακούει και να καταλαβαίνει τη θέση του άλλου, χωρίς ανυποχώρητες θέσεις και αυστηρά δόγματα. Είχε τη δύναμη να ενώνει τους ανθρώπους.

Οπότε λοιπόν, γυρνώντας πίσω στην Ελλάδα, ισχυρίζομαι ότι αυτό που πάντα έλειπε από τον χώρο ήταν ο κατάλληλος ηγέτης, κάποιος που θα κάνει υπόθεση των μαζών τις αξιόλογες ιδέες και τους αξιόλογους ανθρώπους που πάντα ο χώρος φιλοξενούσε. Ο άνθρωπος που θα δείξει ότι οι αναζητήσεις του χώρου μπορούν να γίνουν υπόθεση όλου του κόσμου – και που θα το δείξει, μάλιστα, τόσο με τα λόγια όσο και με το μη–λεκτικό μέρος της παρουσίας και της ζωής του. Νομίζω ότι αυτό καταδεικνύεται παραστατικά στην πρόσφατη διαρροή που έβγαλε στο φως το Wikileaks: η αμερικάνικη διπλωματία στη Βιρμανία παρατηρεί ότι από τη στιγμή που η Κυρία τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό, το NLD αποκόπηκε από τον κόσμο. Φράξιες επί φραξιών, έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα, έλλειψη ενδιαφέροντος για τα βάσανα του βιρμανικού λαού, «σκληρωτική» συμπεριφορά, «they spend endless hours discussing their entitlements from the 1990 elections and abstract policy which they are in no position to enact». Κάτι θυμίζουν όλα αυτά από το παλιό ΚΚΕ Εσωτερικού...

Ποιοι ηγέτες διαχειρίστηκαν κατά καιρούς τον χώρο; (αφήνω απ’ έξω τον Ηλία Ηλιού, ελάχιστα τον θυμάμαι, ήμουν πολύ μικρός τότε). Ο Κύρκος, κατά τη γνώμη μου, ήταν υπερεκτιμημένος. Πάσχιζε κατά καιρούς να κάνει το ΚΚΕ Εσωτερικού ουρά του ΠΑΣΟΚ, να χτίσει αμφίβολες διεθνείς συμμαχίες, ενώ είχε μια δόση αυταρχικότητας και ισχυρογνωμοσύνης. Θεωρείτο καλός ρήτορας• πράγματι, είχε έναν αγαπησιάρικο τρόπο που μιλούσε, ενθουσίαζε τους φίλους του χώρου και να τους έκανε να αισθάνονται σαν μια μεγάλη παρέα. Αυτό και τίποτα παραπάνω. Ο Κωνσταντόπουλος δε νομίζω ότι κατάφερε να πείσει ποτέ κάποιον ότι στέκεται δίπλα του, κατανοεί τις αγωνίες και τα προβλήματά του. Κάπως αφ’ υψηλού, κάπως θεωρητικός, το ύφος του θύμιζε περισσότερο καθηγητή ή δικηγόρο. Ο Τσίπρας είναι απογοητευτικός και σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να τον αποκαλέσω «ειρηνοποιό». Ας μη μιλήσουμε για τον Αλαβάνο... Όλοι αυτοί δεν ήταν χειρότεροι από την πλειονότητα του υπόλοιπου πολιτικού κόσμου. Είχαν, ο καθένας, τα προτερήματά του και τις, λιγότερο ή περισσότερο, καλές προθέσεις του. Ακόμα κι ο αγαπημένος μου Αλέκος Αλαβάνος, έτρεξε τουλάχιστον στη Νομική το βράδυ με τους μετανάστες και διαπραγματεύτηκε την έξοδό τους. Το εκτίμησα αυτό κι αναγκάζομαι (δυστυχία μου) να του δώσω πόντους. Καλά όλα αυτά, όμως κάτι λείπει.
Τι λείπει;
Λείπει η γλυκύτητα του απλού Βιρμανού κάθε φορά που μιλάει για την Σου Τσι.

http://ironprison.blogspot.com/

0 βγηκαν μπροστα:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...