Καθώς η χώρα βυθίζεται ταχύτατα στη δίνη της πολυεπίπεδης κρίσης, η επιμονή στην ακριβολογία φαντάζει ίσως περιττή πολυτέλεια ή εθελοτυφλία. Κι όμως, τώρα είναι που οι λέξεις βαραίνουν περισσότερο.
Μια έννοια που «ελαφραίνει επικίνδυνα» τον τελευταίο καιρό είναι η πολιτική ανυπακοή.
Ο γεννήτοράς της, ο H. D. Thoreau (Περί Πολιτικής Ανυπακοής, 1849), υποστήριζε πως ο πολίτης που δεν εκχωρεί τη συνείδησή του στον νομοθέτη μπορεί να παραβιάζει έναν άδικο νόμο με σκοπό να καταργηθεί. Και ο John Rawls (Θεωρία της Δικαιοσύνης, Πόλις, 2001) υποστήριζε πως η πολιτική ανυπακοή εμπνέεται από τις αρχές της δικαιοσύνης που διαπνέουν το σύνταγμα και τους κοινωνικούς θεσμούς. Τελείται μη βίαια, δημόσια, ανοιχτά και μετά από κατάλληλη προειδοποίηση.
Αυτή η ανυπακοή λοιπόν μπορεί να καταξιώσει εκείνον που με τις πράξεις του επιβεβαιώνει και ολοκληρώνει την ιδιότητα του πολίτη. Εκείνον που δρα ως επώνυμο πρόσωπο και αναλαμβάνει τις ευθύνες των πράξεών του όταν –και μόνο όταν- τα νόμιμα μέσα κατά μιας ουσιώδους και σαφούς αδικίας αποδεικνύονται άχρηστα. Αυτού του είδους η ανυπακοή, έλεγε ο Μ.L. King, εκφράζει σεβασμό προς το νόμο. Ο King δεν επαγγελλόταν οποιαδήποτε ανυπακοή ή αντίσταση στον άδικο νόμο αλλά εκείνη που γίνεται δημόσια, αποφεύγει τη βία και είναι έτοιμη να αποδεχθεί την ενδεχόμενη κύρωση για την παράβαση του νόμου.
Προϋπόθεση επίσης ο ίδιος ο πολίτης να περιφρουρεί τη σοβαρότητα των μέσων και των σκοπών του, τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας και την προφανή ανάγκη για αυτοπεριορισμό. Αντίθετα, η διάχυτη ανυπακοή οδηγεί στην κατάρρευση του σεβασμού στους νόμους και το σύνταγμα, επιφέροντας δεινές συνέπειες για όλους. Υπάρχει άλλωστε ένα όριο στην ικανότητα της δημόσιας σκηνής να χειρίζεται τέτοιου είδους εντάσεις. Περισσότερες απλώς «δεν χωράνε».
Όποιος λοιπόν σπάταλα ασκεί πολιτική ανυπακοή παραγνωρίζει ότι πρόκειται για μια σημειακή εξαίρεση, μια παρέκβαση από την γενική αρχή τήρησης του νόμου που διεκδικεί τη δικαίωσή της με την επίκληση υπέρτερου νόμου. Η άλογη ανυπακοή καταντάει μια γκροτέσκα απείθεια που επιτρέπει στη βία να καταλάβει την κεντρική σκηνή εκτοπίζοντας τον πολίτη και το δίκαιο. Στις περιπτώσεις αυτές, η ασαφής επίκληση κάποιου ανώτερου νόμου γίνεται πάγιο μέσο πολιτικής δράσης ενώ ταυτόχρονα διεκδικεί να αντιμετωπίζεται με επιείκεια σαν ύστατη αντίδραση.
Οι θιασώτες της φαντασιώνονται Ζαπατίστας στην Κερατέα και Μαχάτμα Γκάντι στους σταθμούς των διοδίων.
Η παράδοση των κινημάτων ανυπακοής είναι πλούσια. Χτίστηκαν με αρχές και κανόνες. Όσοι λοιπόν συναισθάνονται την πεμπτουσία του πιο «ακριβού» ίσως μέσου που διαθέτει ο ενεργός πολίτης έχει αξία να εμμείνουν στην εξάντληση της νοητής αλυσίδας της ανυπακοής.
Η αλυσίδα αυτή αρχίζει με την ψήφιση ενός άδικου νόμου. Συνεχίζεται με την επώνυμη και αιτιολογημένη προαναγγελία της παραβίασής του. Ακολουθεί η συντεταγμένη παραβίαση και οι προβλεπόμενες κυρώσεις. Ίσως, στην καλύτερη περίπτωση, επισυμβεί και η αλλαγή του νόμου. Κορυφαίος κρίκος της αλυσίδας είναι βέβαια η ακροαματική διαδικασία στο δικαστήριο.
Εκεί, η σύγκρουση της κρατικής κυριαρχίας με την ανυπάκουη συνείδηση ανεβαίνει στο δημόσιο βήμα και ο πολίτης καλείται να αναδείξει την ένστασή του. Επιδιώκει δηλαδή να αναγάγει την ουσία μιας άψυχης συνταγματικής διάταξης σε ύψιστο διακύβευμα.
Η αλυσίδα αυτή καταξιώνει τόσο τον πολίτη όσο και τη δημοκρατία. Γι’ αυτό δεν χωράνε απειλές ή πράξεις βίας, καλυμένα πρόσωπα, αποφυγή ευθυνών. Οποιαδήποτε έκπτωση από την πορεία αυτή, έκπτωση στα μέσα ή στους σκοπούς, θυμίζει κακομαθημένους ζαβολιάρηδες και όχι υπεύθυνους πολίτες.
antiphono.wordpress.com
Μια έννοια που «ελαφραίνει επικίνδυνα» τον τελευταίο καιρό είναι η πολιτική ανυπακοή.
Ο γεννήτοράς της, ο H. D. Thoreau (Περί Πολιτικής Ανυπακοής, 1849), υποστήριζε πως ο πολίτης που δεν εκχωρεί τη συνείδησή του στον νομοθέτη μπορεί να παραβιάζει έναν άδικο νόμο με σκοπό να καταργηθεί. Και ο John Rawls (Θεωρία της Δικαιοσύνης, Πόλις, 2001) υποστήριζε πως η πολιτική ανυπακοή εμπνέεται από τις αρχές της δικαιοσύνης που διαπνέουν το σύνταγμα και τους κοινωνικούς θεσμούς. Τελείται μη βίαια, δημόσια, ανοιχτά και μετά από κατάλληλη προειδοποίηση.
Αυτή η ανυπακοή λοιπόν μπορεί να καταξιώσει εκείνον που με τις πράξεις του επιβεβαιώνει και ολοκληρώνει την ιδιότητα του πολίτη. Εκείνον που δρα ως επώνυμο πρόσωπο και αναλαμβάνει τις ευθύνες των πράξεών του όταν –και μόνο όταν- τα νόμιμα μέσα κατά μιας ουσιώδους και σαφούς αδικίας αποδεικνύονται άχρηστα. Αυτού του είδους η ανυπακοή, έλεγε ο Μ.L. King, εκφράζει σεβασμό προς το νόμο. Ο King δεν επαγγελλόταν οποιαδήποτε ανυπακοή ή αντίσταση στον άδικο νόμο αλλά εκείνη που γίνεται δημόσια, αποφεύγει τη βία και είναι έτοιμη να αποδεχθεί την ενδεχόμενη κύρωση για την παράβαση του νόμου.
Προϋπόθεση επίσης ο ίδιος ο πολίτης να περιφρουρεί τη σοβαρότητα των μέσων και των σκοπών του, τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας και την προφανή ανάγκη για αυτοπεριορισμό. Αντίθετα, η διάχυτη ανυπακοή οδηγεί στην κατάρρευση του σεβασμού στους νόμους και το σύνταγμα, επιφέροντας δεινές συνέπειες για όλους. Υπάρχει άλλωστε ένα όριο στην ικανότητα της δημόσιας σκηνής να χειρίζεται τέτοιου είδους εντάσεις. Περισσότερες απλώς «δεν χωράνε».
Όποιος λοιπόν σπάταλα ασκεί πολιτική ανυπακοή παραγνωρίζει ότι πρόκειται για μια σημειακή εξαίρεση, μια παρέκβαση από την γενική αρχή τήρησης του νόμου που διεκδικεί τη δικαίωσή της με την επίκληση υπέρτερου νόμου. Η άλογη ανυπακοή καταντάει μια γκροτέσκα απείθεια που επιτρέπει στη βία να καταλάβει την κεντρική σκηνή εκτοπίζοντας τον πολίτη και το δίκαιο. Στις περιπτώσεις αυτές, η ασαφής επίκληση κάποιου ανώτερου νόμου γίνεται πάγιο μέσο πολιτικής δράσης ενώ ταυτόχρονα διεκδικεί να αντιμετωπίζεται με επιείκεια σαν ύστατη αντίδραση.
Οι θιασώτες της φαντασιώνονται Ζαπατίστας στην Κερατέα και Μαχάτμα Γκάντι στους σταθμούς των διοδίων.
Η παράδοση των κινημάτων ανυπακοής είναι πλούσια. Χτίστηκαν με αρχές και κανόνες. Όσοι λοιπόν συναισθάνονται την πεμπτουσία του πιο «ακριβού» ίσως μέσου που διαθέτει ο ενεργός πολίτης έχει αξία να εμμείνουν στην εξάντληση της νοητής αλυσίδας της ανυπακοής.
Η αλυσίδα αυτή αρχίζει με την ψήφιση ενός άδικου νόμου. Συνεχίζεται με την επώνυμη και αιτιολογημένη προαναγγελία της παραβίασής του. Ακολουθεί η συντεταγμένη παραβίαση και οι προβλεπόμενες κυρώσεις. Ίσως, στην καλύτερη περίπτωση, επισυμβεί και η αλλαγή του νόμου. Κορυφαίος κρίκος της αλυσίδας είναι βέβαια η ακροαματική διαδικασία στο δικαστήριο.
Εκεί, η σύγκρουση της κρατικής κυριαρχίας με την ανυπάκουη συνείδηση ανεβαίνει στο δημόσιο βήμα και ο πολίτης καλείται να αναδείξει την ένστασή του. Επιδιώκει δηλαδή να αναγάγει την ουσία μιας άψυχης συνταγματικής διάταξης σε ύψιστο διακύβευμα.
Η αλυσίδα αυτή καταξιώνει τόσο τον πολίτη όσο και τη δημοκρατία. Γι’ αυτό δεν χωράνε απειλές ή πράξεις βίας, καλυμένα πρόσωπα, αποφυγή ευθυνών. Οποιαδήποτε έκπτωση από την πορεία αυτή, έκπτωση στα μέσα ή στους σκοπούς, θυμίζει κακομαθημένους ζαβολιάρηδες και όχι υπεύθυνους πολίτες.
antiphono.wordpress.com
0 βγηκαν μπροστα:
Δημοσίευση σχολίου