Tου Μάκη Καραγιάννη/Athens Voice
Πρέπει να το ομολογήσουμε. Εδώ και τρία χρόνια τίποτε στην Ελλάδα δεν είναι όπως πριν. Βόμβες, σφαίρες, καλάσνικοφ, πυρκαγιές στο κέντρο της Αθήνας,, επιθέσεις σε μετανάστες, μαχαιρώματα, επίθεση με όπλα από παραστρατιωτικές ομάδες όπως στις Σκουριές. Η βία έχει εγκατασταθεί στην καθημερινότητά μας με μια ζοφερή μεγαλοπρέπεια, ώστε κινδυνεύουμε από έναν επικίνδυνο μιθριδατισμό να τη θεωρήσουμε φυσιολογική. Είναι αφελείς όσοι δεν βλέπουν ότι το επόμενο βήμα θα είναι το αίμα. Αρκεί μια λάθος κίνηση. Ένα πτώμα το οποίο θα είναι η σπίθα που θα βάλει φωτιά στον κάμπο.
Η βία κάρπισε πάνω σε μια χρόνια ανομία διάχυτη σε όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης. Όμως σήμερα βρισκόμαστε σε μια νέα ποιότητα. Τη μαζική της αποδοχή από ευρύτατα εκλογικά και κοινωνικά στρώματα, τον ακτιβισμό και τα αντάρτικα πόλης. Πριν από τη βία ήρθαν οι λέξεις για να την προοικονομήσουν. Μια ρητορική που λέει ότι όλα είναι βία. Και άρα όλα συγχωρούνται και νομιμοποιούνται. Όμως, ακόμη κι αν είναι κατανοητή ψυχολογικά η βίαιη αντίδραση ενός άνεργου, δεν είναι αυτοί που οργανώνουν τον ακτιβισμό της βίας, αλλά όσοι στα δεξιά και στα αριστερά του πολιτικού φάσματος την έχουν ιδεολογικοποιήσει. Η κοινωνία πέρασε πολύ δύσκολες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες τις δεκαετίες του 50 και του 60. Δεν κατέφυγε όμως στις εύκολες ρητορικές. Εκείνο που διεκδίκησε ήταν η
νομιμότητα, η δημοκρατία και οι αλλαγές μέσα από τους μαζικούς αγώνες. Η Χρυσή Αυγή ήρθε να απομυθοποιήσει και να γελοιοποιήσει όσα
βαρύγδουπα χρησιμοποιεί ένα αριστερό λεξιλόγιο. Πλειοδοτώντας σε «αντισυστημικότητα», κατηγορώντας το Σύριζα για συστημικότητα, δείχνει ότι το αποκρουστικό πρόσωπο της βίας και τα αδιέξοδα της.
Στις πρόσφατες προκηρύξεις, διάφορες ένοπλες ομάδες μας υπόσχονται έναν κόσμο ελευθερίας με την «αξιοπρεπή πρακτική των πολιτικών «εκτελέσεων». Αλλά και ο Ροβεσπιέρος τη μέγιστη ώρα της τρομοκρατίας, όταν γέμιζαν τα καλάθια με κεφάλια, εκφωνούσε στη Συμβατική συνέλευση λόγους για την ηθική και την ελευθερία. Και πόσα κεφάλια είναι αρκετά; Πόσοι είναι σήμερα οι προδότες, οι δοσίλογοι, οι «συνεργάτες των Γερμανών», οι υπεύθυνοι για την «κατοχή» της χώρας; Πόσα κεφάλια πρέπει να πέσουν για να «ξεβρομίσει ο τόπος»; Ο Μαρά στην αρχή ζητούσε από την εφημερίδα του, τον «Φίλο του Λαού», να πέσουν εξακόσια. Επειδή αποδείχτηκαν λίγα, έφτασε στο τέλος να ζητάει να πέσουν πεντακόσιες χιλιάδες. Και ποιος δεν ήταν προδότης; Ο Μαρά, ο Δαντόν, ο Ντεμουλέν; Μήπως ο ίδιος ο Ροβεσπιέρος; Και για να έρθουμε στα καθ’ ημάς: Ο Κουβέλης, Ο Σαμαράς, ο Βενιζέλος; Μήπως ο Σύριζα δεν είναι προδοτικός; Εξαρτάται από πού κοιτάς. Η Χρυσή Αυγή και οι αναρχικοί τους καταγγέλλουν για συστημικούς, δηλαδή συνεργάτες των προδοτών. Αν υιοθετήσεις το λεξιλόγιο και τα λογική τους, τότε η μόνη κατάληξη είναι να ανοίξεις την πόρτα του φρενοκομείου.
Δυστυχώς οι νεκροί δεν μπορούν να μιλήσουν γι’ αυτό υπάρχουν οι ανέξοδες ρητορείες και η υπόγεια λαγνεία της βίας. Οι σημερινοί νέοι που μεγάλωσαν μέσα στη θαλπωρή του καταναλωτισμού και την αποχαύνωση της μεταπολίτευσης δεν γνώρισαν βιωματικά τον εμφύλιο διχασμό που συρρίκνωσε κάθε ικμάδα του ελληνισμού και γνωρίζουν τη βία μόνον από τις σπασμένες βιτρίνες της Πανεπιστημίου και τα video game. Για τους οπαδούς τη βίας και για όσους σιωπηλά από μέσα τούς επικροτούν λέγοντας «καλά τους κάνουν» πρέπει να θυμίσουμε ότι βία δεν είναι οι λυρικές κορώνες στις προκηρύξεις με τις οποίες παθαίνουν ονείρωξη τα παιδιά των βορείων προαστίων, που μπέρδεψαν το μπιμπερό με το καλάσνικοφ. Βία δεν είναι τα λαμπρά ονόματα όπως η «Συνομωσία των πυρήνων της φωτιάς», δεν είναι ο ναρκισσισμός όσων δηλώνουν περήφανοι γιατί οι γιοι τους έπιασαν τα όπλα, οι δηλώσεις στις τηλεοράσεις, οι φωτογραφίες στις εφημερίδες. Αυτό είναι το πανηγυράκι με το οποίο άνοιξε ήδη το κουτί της Πανδώρας.
Η κατάληξη της βίας είναι τα κουφάρια με τα οποία είναι σπαρμένος ο Γράμμος. Είναι τα κόκκαλα και τα κρανία που ξασπρίζουν στον ήλιο ελληνικών βουνών, απομεινάρια του εμφυλίου χορτασμένα από μεγάλες ιδέες, από τις μεγάλες λέξεις των ανεγκέφαλων αριστερών κα δεξιών όμοιες με αυτές που μας κουράζουν οι σημερινοί αφελείς, πνιγμένοι μέσα στις λέξεις. Δεν μάθαμε ποτέ τι έλεγαν οι μανάδες εκείνων των νεκρών, δεν έκαναν δηλώσεις στα life style περιοδικά και τα πρωινάδικα, δεν μάθαμε ποτέ ούτε τον πόνο τους, ούτε την άποψή τους, γιατί στα σχολεία δεν περίσσεψε χρόνος από το να δοξάζουμε την πολεμική αρετή των Ελλήνων.
Οι πολιτικοί και οι επαναστάτες εμπορεύονται το μέλλον. Με πολλά «θα» μας υπόσχονται έναν «άλλο» κόσμο. Από τα πρωτόλεια φληναφήματα των επαναστατών και επίδοξων σωτήρων που λειτουργούν στο όνομα του λαού, δηλαδή στο όνομά μου, προτιμώ την Ιστορία. Κι αν υπάρχει σήμερα ένα μήνυμα από τον σκοτεινό εικοστό αιώνα, τον αιώνα των ουτοπιών, είναι ότι κανένας σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα όπως παπαγαλίζουν με τα copy-paste από τον Νετσάγιεφ οι κατηχούμενοι «επαναστάτες», αλλά αντίθετα τα μέσα προσδιορίζουν το σκοπό. Καμιά κοινωνία δεν έγινε καλύτερη με τη βία, τα Γκουλάγκ, τα Άουσβιτς και τα καλάσνικοφ. Και όλα τα αντάρτικα πόλης που υπήρξαν στην Ευρώπη αποδείχτηκαν χρήσιμα μόνο για να γράφουν οι μετανοημένοι πρωταγωνιστές τα απομνημονεύματά τους. Κάτω από το ρίγος που προκαλεί η καυτή ανάσα της Χρυσής Αυγής, κάτω από την απειλή των θεσμών από τα εγγόνια του Ροβεσπιέρου ας θυμηθούμε το αυτονόητο. Ότι η δημοκρατία, η καθολική ψήφος, η εναλλαγή των κομμάτων, οι θεσμοί μιας κοινωνίας, είναι πολύ πρόσφατες κατακτήσεις της νεωτερικότητας για τις οποίες απαιτήθηκαν αιώνες και ό,τι πολυτιμότερο έχουμε ως κοινωνία για την επίλυση των διαφορών μας.
Πρέπει να το ομολογήσουμε. Εδώ και τρία χρόνια τίποτε στην Ελλάδα δεν είναι όπως πριν. Βόμβες, σφαίρες, καλάσνικοφ, πυρκαγιές στο κέντρο της Αθήνας,, επιθέσεις σε μετανάστες, μαχαιρώματα, επίθεση με όπλα από παραστρατιωτικές ομάδες όπως στις Σκουριές. Η βία έχει εγκατασταθεί στην καθημερινότητά μας με μια ζοφερή μεγαλοπρέπεια, ώστε κινδυνεύουμε από έναν επικίνδυνο μιθριδατισμό να τη θεωρήσουμε φυσιολογική. Είναι αφελείς όσοι δεν βλέπουν ότι το επόμενο βήμα θα είναι το αίμα. Αρκεί μια λάθος κίνηση. Ένα πτώμα το οποίο θα είναι η σπίθα που θα βάλει φωτιά στον κάμπο.
Η βία κάρπισε πάνω σε μια χρόνια ανομία διάχυτη σε όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης. Όμως σήμερα βρισκόμαστε σε μια νέα ποιότητα. Τη μαζική της αποδοχή από ευρύτατα εκλογικά και κοινωνικά στρώματα, τον ακτιβισμό και τα αντάρτικα πόλης. Πριν από τη βία ήρθαν οι λέξεις για να την προοικονομήσουν. Μια ρητορική που λέει ότι όλα είναι βία. Και άρα όλα συγχωρούνται και νομιμοποιούνται. Όμως, ακόμη κι αν είναι κατανοητή ψυχολογικά η βίαιη αντίδραση ενός άνεργου, δεν είναι αυτοί που οργανώνουν τον ακτιβισμό της βίας, αλλά όσοι στα δεξιά και στα αριστερά του πολιτικού φάσματος την έχουν ιδεολογικοποιήσει. Η κοινωνία πέρασε πολύ δύσκολες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες τις δεκαετίες του 50 και του 60. Δεν κατέφυγε όμως στις εύκολες ρητορικές. Εκείνο που διεκδίκησε ήταν η
νομιμότητα, η δημοκρατία και οι αλλαγές μέσα από τους μαζικούς αγώνες. Η Χρυσή Αυγή ήρθε να απομυθοποιήσει και να γελοιοποιήσει όσα
βαρύγδουπα χρησιμοποιεί ένα αριστερό λεξιλόγιο. Πλειοδοτώντας σε «αντισυστημικότητα», κατηγορώντας το Σύριζα για συστημικότητα, δείχνει ότι το αποκρουστικό πρόσωπο της βίας και τα αδιέξοδα της.
Στις πρόσφατες προκηρύξεις, διάφορες ένοπλες ομάδες μας υπόσχονται έναν κόσμο ελευθερίας με την «αξιοπρεπή πρακτική των πολιτικών «εκτελέσεων». Αλλά και ο Ροβεσπιέρος τη μέγιστη ώρα της τρομοκρατίας, όταν γέμιζαν τα καλάθια με κεφάλια, εκφωνούσε στη Συμβατική συνέλευση λόγους για την ηθική και την ελευθερία. Και πόσα κεφάλια είναι αρκετά; Πόσοι είναι σήμερα οι προδότες, οι δοσίλογοι, οι «συνεργάτες των Γερμανών», οι υπεύθυνοι για την «κατοχή» της χώρας; Πόσα κεφάλια πρέπει να πέσουν για να «ξεβρομίσει ο τόπος»; Ο Μαρά στην αρχή ζητούσε από την εφημερίδα του, τον «Φίλο του Λαού», να πέσουν εξακόσια. Επειδή αποδείχτηκαν λίγα, έφτασε στο τέλος να ζητάει να πέσουν πεντακόσιες χιλιάδες. Και ποιος δεν ήταν προδότης; Ο Μαρά, ο Δαντόν, ο Ντεμουλέν; Μήπως ο ίδιος ο Ροβεσπιέρος; Και για να έρθουμε στα καθ’ ημάς: Ο Κουβέλης, Ο Σαμαράς, ο Βενιζέλος; Μήπως ο Σύριζα δεν είναι προδοτικός; Εξαρτάται από πού κοιτάς. Η Χρυσή Αυγή και οι αναρχικοί τους καταγγέλλουν για συστημικούς, δηλαδή συνεργάτες των προδοτών. Αν υιοθετήσεις το λεξιλόγιο και τα λογική τους, τότε η μόνη κατάληξη είναι να ανοίξεις την πόρτα του φρενοκομείου.
Δυστυχώς οι νεκροί δεν μπορούν να μιλήσουν γι’ αυτό υπάρχουν οι ανέξοδες ρητορείες και η υπόγεια λαγνεία της βίας. Οι σημερινοί νέοι που μεγάλωσαν μέσα στη θαλπωρή του καταναλωτισμού και την αποχαύνωση της μεταπολίτευσης δεν γνώρισαν βιωματικά τον εμφύλιο διχασμό που συρρίκνωσε κάθε ικμάδα του ελληνισμού και γνωρίζουν τη βία μόνον από τις σπασμένες βιτρίνες της Πανεπιστημίου και τα video game. Για τους οπαδούς τη βίας και για όσους σιωπηλά από μέσα τούς επικροτούν λέγοντας «καλά τους κάνουν» πρέπει να θυμίσουμε ότι βία δεν είναι οι λυρικές κορώνες στις προκηρύξεις με τις οποίες παθαίνουν ονείρωξη τα παιδιά των βορείων προαστίων, που μπέρδεψαν το μπιμπερό με το καλάσνικοφ. Βία δεν είναι τα λαμπρά ονόματα όπως η «Συνομωσία των πυρήνων της φωτιάς», δεν είναι ο ναρκισσισμός όσων δηλώνουν περήφανοι γιατί οι γιοι τους έπιασαν τα όπλα, οι δηλώσεις στις τηλεοράσεις, οι φωτογραφίες στις εφημερίδες. Αυτό είναι το πανηγυράκι με το οποίο άνοιξε ήδη το κουτί της Πανδώρας.
Η κατάληξη της βίας είναι τα κουφάρια με τα οποία είναι σπαρμένος ο Γράμμος. Είναι τα κόκκαλα και τα κρανία που ξασπρίζουν στον ήλιο ελληνικών βουνών, απομεινάρια του εμφυλίου χορτασμένα από μεγάλες ιδέες, από τις μεγάλες λέξεις των ανεγκέφαλων αριστερών κα δεξιών όμοιες με αυτές που μας κουράζουν οι σημερινοί αφελείς, πνιγμένοι μέσα στις λέξεις. Δεν μάθαμε ποτέ τι έλεγαν οι μανάδες εκείνων των νεκρών, δεν έκαναν δηλώσεις στα life style περιοδικά και τα πρωινάδικα, δεν μάθαμε ποτέ ούτε τον πόνο τους, ούτε την άποψή τους, γιατί στα σχολεία δεν περίσσεψε χρόνος από το να δοξάζουμε την πολεμική αρετή των Ελλήνων.
Οι πολιτικοί και οι επαναστάτες εμπορεύονται το μέλλον. Με πολλά «θα» μας υπόσχονται έναν «άλλο» κόσμο. Από τα πρωτόλεια φληναφήματα των επαναστατών και επίδοξων σωτήρων που λειτουργούν στο όνομα του λαού, δηλαδή στο όνομά μου, προτιμώ την Ιστορία. Κι αν υπάρχει σήμερα ένα μήνυμα από τον σκοτεινό εικοστό αιώνα, τον αιώνα των ουτοπιών, είναι ότι κανένας σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα όπως παπαγαλίζουν με τα copy-paste από τον Νετσάγιεφ οι κατηχούμενοι «επαναστάτες», αλλά αντίθετα τα μέσα προσδιορίζουν το σκοπό. Καμιά κοινωνία δεν έγινε καλύτερη με τη βία, τα Γκουλάγκ, τα Άουσβιτς και τα καλάσνικοφ. Και όλα τα αντάρτικα πόλης που υπήρξαν στην Ευρώπη αποδείχτηκαν χρήσιμα μόνο για να γράφουν οι μετανοημένοι πρωταγωνιστές τα απομνημονεύματά τους. Κάτω από το ρίγος που προκαλεί η καυτή ανάσα της Χρυσής Αυγής, κάτω από την απειλή των θεσμών από τα εγγόνια του Ροβεσπιέρου ας θυμηθούμε το αυτονόητο. Ότι η δημοκρατία, η καθολική ψήφος, η εναλλαγή των κομμάτων, οι θεσμοί μιας κοινωνίας, είναι πολύ πρόσφατες κατακτήσεις της νεωτερικότητας για τις οποίες απαιτήθηκαν αιώνες και ό,τι πολυτιμότερο έχουμε ως κοινωνία για την επίλυση των διαφορών μας.
0 βγηκαν μπροστα:
Δημοσίευση σχολίου