Κάθε μέρα το δάνειο του χτυπούσε το κεφάλι, εφόσον δεν είχε ακόμα σπίτι, και πολύ περισσότερο πόρτα να του χτυπήσει και του ζητούσε να του δώσει φαϊ. Ο slug το κοιτούσε με συμπάθεια, με κείνο το χαμηλό του επιτοκιάκι που φορούσε στραβά στο κεφάλι του το δάνειο και με την ελπίδα που ανέδυε - μια φθηνή κολώνια που πουλιέται σε όλα τα παζάρια-, και του έδινε από το φαγητό του. Όσο το τάιζε τόσο εκείνο μεγάλωνε και όσο μεγάλωνε, τόσο αγρίευε.
Και μια μέρα το επιτόκιο που φορούσε στην κεφάλα του ψήλωσε και έγινε και κυμαινόμενο άμα λάχει. Το χτυπούσαν, βλέπεις, όχι βλέπεις, ακούς, όχι ακούς, διαβάζεις, τα κύματα της οικονομίας και βολόδερνε μια στα ψηλά και μια στα ακόμα ψηλότερα. Ήταν τελικά από φελλό και δεν υπήρχε περίπτωση να βουλιάξει. Σέρφερ το επιτόκιο. Μια φορά μάλιστα, μια άλλη slug που ήταν και λίγο slut, μεταξύ μας, το είδε, μα το Δία, με τα κυάλια εις τον ουρανό λόγω των μποφόρ. Κάποτε, ο μίστερ σλάγκ που επιθυμούσε κατοικία ιδιόκτητη, να ριζώσει κι αυτός κάπου, να αποκτήσει πατρίδα, θεό και πλυντήριο πιάτων, αλλά δεν, του ήρθε να τα πάρει στο κρανίο με τούτα και με κείνα. Ενώ όμως του ερχόταν τώρα αυτό το συναίσθημα διαπίστωσε πως κρανίο δεν υπάρχει. Εξάλλου και να τα έπαιρνε, δε θα του έβγαινε σε καλό εφόσον ό,τι παίρνεις το πληρώνεις.
Για δες τι έγινε με το στεγαστικό το δάνειο, που στον υπόκοσμο τον ανεπτυγμένο του κολλήσαν το παρατσούκλι mortgage. Ο μόργκας, όπως έγινε με τον καιρό το παρατσούκλι -πώς ας πούμε ο Ορέστης στις τάξεις των ρεμπετών έγινε Ρέστης- απειλούσε το slug πως αν δε του δώσει φαϊ τόσο όσα να χορτάσει θα στείλει bailiffs να του πάρουν τις κεραίες. Και άσε που θα το καρφώσει στην tv license να το ανακρίνουν πόθεν έσχες κεραίες χωρίς τηλεόραση. Να έχεις τηλεόραση χωρίς πληρωμένη κεραία, γίνεται και τρως ωραίο πρόστιμο 1000 λίρες, αλλά το ανάποδο, δυο κεραίες χωρίς τιβί, αυτό θα προκαλέσει νομικό αδιέξοδο και για πρόσεχε.
Τελικά, ο slug αποφάσισε να συρθεί μέχρι το Σούνιο και να πέσει από τα βράχια σαν τον Αιγέα, την αίγα, την ανορθόγραφη, που έγινε τράγος,τραβεστί ανάποδο δηλαδή, και γι' αυτόν τον λέμε τραγικό. Γιατί εφόσον δεν έχεις μια ζωή υποφερτή ας έχεις έναν ποιητικό θάνατο, είπε και τραβήχτηκε σιγά -σιγά από την γηραιά αλβιόνα στον χαλκολιμνιόνα και από κει στο φέρρυ μπόατ του αγούδημου και μετά πήρε την παραλιακή, πέρασε μπροστά από όλους τους σκυλλάδες και κάποτε έφτασε στο Ναό του Κοσειδώνα, που τον λέει η κόρη μου από τότε που πήγαμε να δούμε την αυγουστιάτικη πανσέληνο από κει ψηλά γιατί το διασκεδάζουμε με τα λαϊκά. Τα λαϊκα προσκυνήματα, εννοούμε, στη σελήνη, στα αρχαία, στους ναούς και γενικά. Έτσι, αφού έφτασε στον πιο ψηλό αρχαίο βράχο, πήρε μια ανάσα, άναψε ένα τσιγάρο, γιατί ωστόσο έγινε και καπνιστής, fuck smoking ban, σκέφθηκε και ατένισε το πέλαγο. Ξαφνικά, ένιωσε ένα ξύσιμο στην πλάτη. Γυρνάει και τι να δει;
Ήτανε back home. Ο slug ήταν τελικά έλλην, όπως και κάθε λευκό σκουλήκι στον μάταιο τούτο κόσμο. Από τότε ο slug άλλαξε όνομα. Τον λένε Άρη Σαλιγκάρη και περιφέρει το καβούκι του όπου σταθεί κι όπου βρεθεί. Που δηλαδή στέκεται πάντα και βρίσκεται μέσα στην πατρίδα του εφόσον είναι πάντοτε και θα' ναι πάντοτε back home. Γι΄αυτό κι εγώ αγαπώ πολύ τους χοχλιούς τους μπουμπουριστούς με το ξύδι και το δεντρολίβανο, που στην Κρήτη το λέμε αρισμαρύ, δηλαδή rosemary -για να μη πεις τίποτα βλαχαδερό. Μ' αρέσουν γιατί νιώθω συγχρόνως μια σιχασιά και μια νοσταλγία για το home sweet home.
0 βγηκαν μπροστα:
Δημοσίευση σχολίου