του Χαράλαμπου Κακολύρη [via]
"Η λιτότητα η ίδια είναι η κρίση", έλεγε αρχηγός πολιτικού κόμματος σε πρόσφατη συνέντευξή του. Άποψη διαδεδομένη σε σημαντική μερίδα ψηφοφόρων στη χώρα, όλο και μεγαλύτερη.
Ξεχάσαμε γρήγορα πως το 2008 που ξοδεύαμε 10 δις περισσότερα απ τα έσοδα μας -στον αντίποδα προφανώς της λιτότητας- ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν αρνητικός, ενώ τον επόμενο χρόνο που το πρωτογενές έλλειμμα (χωρίς τους τόκους) εκτινάχθηκε στα 24 δίς ευρώ (!) η ύφεση αυξήθηκε πάνω από 3%. Άρα, μάλλον δεν είναι τόσο απλό.
Ξεχάσαμε ακόμα ότι το χρέος αυξανόταν από διαδοχικά μεγάλα ελλείμματα ώσπου να γίνει μη διαχειρίσιμο το 2010, επειδή καταναλώναμε αρκετά πάνω απ τον μέσο όρο την στιγμή που είχαμε μικρότερο του μέσου εισοδήματος κι η παραγωγικότητα της εργασίας μας ήταν πολύ χαμηλότερη της μέσης τιμής στην Ε.Ε.
Ας είμαστε ειλικρινείς: Aπό τη στιγμή που τα επιτόκια δανεισμού έγιναν απαγορευτικά, δεν είχαμε άλλη επιλογή απ το να ισοσκελίσουμε τον προϋπολογισμό μας. Κάποιο χρόνο όμως είχαμε, να συζητήσουμε ποια λιτότητα θα ήταν δικαιότερη, ποιο παραγωγικό μοντέλο ήταν προτιμότερο και τι κοινωνικό κράτος χρειαζόμασταν, δεδομένου πως η Ε.Ε., η Ε.Κ.Τ. και το Δ.Ν.Τ. προσφέρθηκαν να χρηματοδοτήσουν νέα δημοσιονομικά ελλείμματα για λίγα χρόνια. Δεν το κάναμε, κι έτσι -χωρίς σχέδιο- ελάχιστες μεταρρυθμίσεις στην Οικονομία και στο κράτος έγιναν, με αποτέλεσμα αφενός η απαραίτητη προσαρμογή να ναι μεγαλύτερη, άδικη και με τραγικές πολλές φορές επιπτώσεις για τους πιο αδύνατους και αφετέρου τα βήματα προς μια αναγκαία αλλαγή υποδείγματος αμελητέα. Ποίο θα μπορούσε όμως να αποτελέσει ένα προοδευτικό μοντέλο μεταρρυθμίσεων σήμερα;
Στην αρχή της δεκαετίας του ‘80
η Δανία και περίπου μια δεκαετία μετά η Φιλανδία, η Σουηδία και η Νορβηγία αντιμετώπισαν οικονομικά προβλήματα παρόμοια με της Ελλάδας, αλλά και άλλων Ευρωπαϊκών χωρών.
Στη Σουηδία για παράδειγμα, στην αρχή της δεκαετίας του ’90 οι κρατικές δαπάνες ήταν εξαιρετικά υψηλές (67% του ΑΕΠ) όπως και οι φορολογικοί συντελεστές, ενώ το έλλειμμα ήταν διψήφιο (11%) και ο ρυθμός αύξησης του χρέους ανησυχητικός (70% του ΑΕΠ). Το μοντέλο της βαριάς φορολογίας που συντηρούσε υψηλές δαπάνες προφανώς δε λειτουργούσε πλέον, η Σουηδία -τρίτη πλουσιότερη χώρα το 1970- είχε πέσει έντεκα θέσεις χαμηλότερα.
Σ’ εκείνο το σημείο, επιστρατεύοντας το πραγματισμό τους οι Σουηδοί, αλλά κι άλλοι Σκανδιναβοί σε μικρότερο βαθμό, αποφάσισαν να προσθέσουν σημαντική δόση οικονομίας της αγοράς στο υπόδειγμα τους, ώστε τελικά να διατηρήσουν το κοινωνικό τους κράτος.
Ενδεικτικά, οι ιδιώτες άρχισαν να συμμετέχουν και να ανταγωνίζονται στη παροχή υπηρεσιών (π.χ. τότε εισήχθει το καθολικό σύστημα κουπονιών εκπαίδευσης στη Σουηδία, ενώ εταιρείες ανέλαβαν τη διοίκηση δημοσίων νοσοκομείων στη Νορβηγία ή στη Δανία), η Φιλανδία έδωσε έμφαση στην ανάπτυξη της οικονομίας της μέσω venture capital, η Δανία την ίδια περίοδο έκανε πράξη το flexicurity: ευελιξία στις απολύσεις που ενισχύει την επιχειρηματικότητα και φέρνει έσοδα αλλά ταυτόχρονα γενναίες παροχές στους ανέργους και δημόσια συνδρομή στην επανεκπαίδευση τους, η Νορβηγία ξεκίνησε το sovereign wealth fund, Petroleum Fund τότε, The Government Pension Fund of Norway αργότερα, με αποτίμηση περίπου 4 τρις νορβηγικές κορώνες το οποίο κατέχει ένα απ τα μεγαλύτερα μετοχικά χαρτοφυλάκια στην Ευρώπη.
Σήμερα, οι δαπάνες έχουν μειωθεί εντυπωσιακά στη Σουηδία (49%, χαμηλότερες ακόμα κι απ την Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ!), οι φόροι είναι σημαντικά μικρότεροι, ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης της ήταν μεγαλύτερος του μέσου Ευρωπαϊκού για όλο αυτό το διάστημα, ο προϋπολογισμός ισοσκελίστηκε και το χρέος αποκλιμακώθηκε σημαντικά. Κι όχι μόνο αυτό, μελετώντας διαφορετικούς δείκτες, από την παραγωγικότητα και τη καινοτομία έως τη κοινωνική κινητικότητα και την ανισότητα, οι επιδόσεις της χώρας είναι εντυπωσιακές (*)
Πού οδηγούν όμως όσα αναφέρθηκαν παραπάνω;
Υποστηρίζω ότι αυτό ακριβώς ορίζει αυθεντικά το νέο Προοδευτισμό σήμερα:
Ο πραγματισμός, η απαγκίστρωση από την ιδεολογική ...
καθαρότητα ή την εμμονή της δικαίωσης κάποιου πολιτικού δόγματος και η υιοθέτηση διαφορετικών προτάσεων με έμφαση στο αποτέλεσμα (δηλ. την ευημερία αλλά ταυτόχρονα και μια δικαιότερη κοινωνία).
Αναφέρομαι σε μια πολιτική ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων:
Αντικρατικιστική και αναπτυξιακή από τη μια που προωθεί τη καινοτομία και τη δημιουργικότητα του ατόμου, ενώ αντιστέκεται στην οκνηρία της προκατασκευασμένης «προοδευτικής» δήθεν λύσης που αντανακλαστικά υπαγορεύει τη τυφλή αύξηση των δαπανών με περισσότερους φόρους, ακόμα και σε υπερχρεωμένες χώρες με μεγάλο κράτος οι οποίες χρειάζονται περισσότερη επιχειρηματικότητα.
Αλλά και κοινωνικά δίκαιη πολιτική από την άλλη, που αναδιανέμει πόρους υπέρ των αδυνάτων και των νέων, προσφέροντας στοχευμένες κοινωνικές υπηρεσίες (κρατικές ή ιδιωτικές), μη επιτρέποντας με αυτό τον τρόπο η εισοδηματική ανισοτήτα να τραυματίσει υπαρξιακά την ισότητα ευκαιριών και να καταστήσει αδύνατη τη κοινωνική κινητικότητα.
Στις ΗΠΑ για παράδειγμα -όπου σύμφωνα με το United States Census Bureau ο πιο συνηθισμένος δείκτης μέτρησης της ανισότητας, Gini coeficient, ήταν στο 0.47 το 2011 όταν η Κίνα μόλις προσέγγιζε το «επίπεδο κινδύνου» του 0.40- προοδευτική πολιτική ήταν αναμφίβολα εκείνη της μη επέκτασης των φοροαπαλλαγών για τους ευπορότερους αλλά της συνέχισης των κοινωνικών παροχών για τους αδυνάτους που επέλεξε ο πρόεδρος Ομπάμα (#)
Αντιαυταρχική πολιτική επίσης και αδιαπραγμάτευτα πολιτικά φιλελεύθερη, που προωθεί την ανοικτή κοινωνία και προστετεύει τα ατομικά δικαιώματα, θεωρώντας την διαφορετικότητα πλεονέκτημα για την κοινωνία.
Και τέλος αταλάντευτα φιλοευρωπαϊκή, που συστρατεύεται με το μανιφέστο του πρασίνου Daniel Cohn-Bendit και του φιλελεύθερου Guy Verhofstadt κι εργάζεται για μια μετα-εθνική ομοσπονδία των Ευρωπαίων πολιτών.
Παραφράζοντας τον επικεφαλής των Liberal Democrats, Nick Clegg, η διεθνής εμπειρία δείχνει πως η Αριστερά δε μπορεί να κάνει την οικονομία ισχυρή και έτσι να συντηρήσει παρεμβάσεις για τη διασφάλιση της ισότητας των ευκαιριών ενώ οι Συντηρητικοί, που δεν έχουν πειστεί ότι η εισοδηματική ανισότητα βλάπτει ή τα ατομικά δικαιώματα πρέπει να προστατεύονται, δε θέλουν μια κοινωνία δικαιότερη.
Μόνο το Ριζοσπαστικό Κέντρο, μέσω της πραγματιστικής συνάρθρωσης Φιλελευθερισμού και Σοσιαλδημοκρατίας, θέλει και μπορεί. Αυτό νομίζω πως χρειάζεται και η χώρα μας, τη συστράτευση εκσυγχρονιστών Σοσιαλδημοκρατών, μεταρρυθμιστών της Πολιτικής Οικολογίας και Φιλελευθέρων για την οικοδόμηση ενός πραγματικά προοδευτικού και μεταρρυθμιστικού πόλου με ριζοσπαστικά κεντρώα αντζέντα, ανάμεσα στην εθνοφοβική Δεξιά και στην λαϊκίστικη και αντιμεταρρυθμιστική Ριζοσπαστική Αριστερά.
Η Δράση δείχνει να αντιλαμβάνεται την αναγκαιότητα αυτής της ιδεολογικής ώσμωσης και τη κρισιμότητα της κατάστασης και απευθύνει ανοικτό προσκλητήριο σε όσους ασπάζονται αυτό το όραμα ζητώντας να εγγραφούν και να συμμετάσχουν στο συνέδριό της. Εγώ θα μαι εκεί.
(*) Στοιχεία έχουν αντληθεί από το εξαιρετικά ενδιαφέρον αφιέρωμα του Economist για τις Σκανδιναβικές χώρες (τεύχος Φεβρ/2013)
(#) Δείτε το άρθρο του Bloomberg με τίτλο «Τοp 1% got 93% of income Growth as Rich-Poor Gap Widened in U.S.» (2/Οκτ/2012)
*πηγή άρθρου: fb
0 βγηκαν μπροστα:
Δημοσίευση σχολίου