Αντώνης Καρπετόπουλος
Ότι θα γινόταν από κάποιους ο κακός χαμός με την επίσκεψη του Οττο Ρεχάγκελ στην Ελλάδα με την άτυπη ιδιότητα του Γερμανού πρέσβη ήταν δεδομένο. Δε μου έκανε εντύπωση καμία από τις κορώνες που ακούστηκαν και συνόδεψαν την εδώ παρουσία του. Ούτε περίμενα να μην αρχίσει να ουρλιάζει ο Τράγκας εναντίον του Οθωνα και της Μέρκελ, ούτε πίστευα πως θα αντιμετωπίζονταν η επίσκεψή του διαφορετικά από όσους έχουν αποφασίσει πως οι Γερμανοί φταίνε για όλα από τη στιγμή που δεν μας δίνουν λεφτά.
Τα ουρλιαχτά και οι δημοσιογραφικές ντουντούκες είναι εργαλεία ενός επαγγέλματος αρκετά προσοδοφόρου – ποτέ κανείς σε αυτή τη χώρα δεν έχασε καταγγέλλοντας τους εχθρούς του έθνους. Ο Ρεχάγκελ ήταν δεδομένο ότι θα έπαινε κι αυτός στο χτυπητήρι της εσωτερικής ελληνικής υστερίας – όπως άλλωστε κι οποιοσδήποτε άλλος στη θέση του. Πιο πολύ να σας πω την αλήθεια απορώ για το γεγονός ότι δέχτηκε να παίξει αυτό το ρόλο του πρεσβευτή – είδα σε αυτή του την αποδοχή αυτό που ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της επιτυχίας του ως προπονητής, δηλαδή το ότι ποτέ του δεν κατάλαβε απολύτως τίποτα για τη χώρα και τους ανθρώπους που την κατοικούν.
Ο Ρεχάγκελ ήταν κοντά δέκα χρόνια εδώ παραμένοντας ξένος όσο και την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στο Λίδρα Μάριοτ, τον Αύγουστο του 2002. Ποτέ του δεν κατάλαβε τίποτα, ούτε και μπήκε στον κόπο να το κάνει. Και πάλι καλά για την Εθνική μας και τη δική του ψυχική υγεία, λέω.
Ζήλευα πάντα αυτή την ικανότητα του Οθωνα να αποστασιοποιείται από τα δικά μας με ένα τρόπο που ενώ ήταν ελάχιστα προσβλητικός, ήταν ωστόσο πάντοτε ενδιαφέρον – όπως όλες οι συμπεριφορές που δεν βασίζονται σε κάποιο σχέδιο. Το καλοκαίρι του 2003 θυμάμαι έκανε βόλτες στο κέντρο της Αθήνας και είχε περάσει από το Jimmy’s στη Βαλαωρίτου. Δεν είχε ακόμα κερδίσει το Πανευρωπαϊκό, δεν ήταν ούτε Ρεχακλής, ούτε Οθωνας, είχε μαζί του τον Τοπαλίδη, όπως ο Δον Κιχώτης τον Σάντσο Πάντσα.
Η τύχη τα έφερε κι έπεσε πάνω στο Μάκη Ψωμιάδη, που
έτρωγε το κέικ του το όποιο είχε προηγουμένως βουτήξει ολόκληρο στο εσπρέσο του όπως συνήθιζε. Ο Μάκαρος είδε τον Οθωνα και του φώναξε, ο Ρεχάγκελ που βάδιζε με την ανεμελιά του τουρίστα που προσπαθούσε να καταλάβει που βρίσκεται δεν τον είδε. Ενας φίλος του Μάκη, ένα από τα καλά παιδιά που είχε μαζί του, θίχτηκε από την αδιαφορία του Γερμανού και ρώτησε το Μάκη αν θα ήταν καλύτερα να του έριχνε δυο καρπαζιές για να μάθει να φέρεται: ο Ψωμιάδης θύμωσε με την αναίδεια του φίλου του, και για να του δείξει πως γίνεται η προσέγγιση σηκώθηκε κι άρχισε να τον φωνάζει αυτός.
Ο Ρεχάγκελ αντιλήφθηκε τη φασαρία, (όχι όμως και το τι γλύτωσε…), γύρισε, χαιρέτησε τον πρόεδρο της ΑΕΚ και τον ρώτησε πως θα του ήταν χρήσιμος. Ο Μάκης του ζήτησε να σταματήσει να αδικεί το Γεωργάτο και να τον πάρει στην Εθνική μαζί με το Τσιάρτα, το Λάκη, το Ζήκο, τον Ατματζίδη, τον Ξενίδη, το Μπορμπόκη – όλους. Κάποιος άλλος θα χαμογελούσε και θα τον καθησύχαζε ότι θα το σκεφτεί, ή θα το έβαζε στα πόδια: ο Οττο παρήγγειλε ένα καφέ κι άρχισε να εξηγεί ότι ο Φύσσας που έπαιζε βασικός ήταν ψηλότερος και μπορούσε να κλίνει κοντά στα στόπερ. Θυμάμαι ότι είχε πάρει τα δυο φλιτζάνια για να κάνει κατανοητή την άμυνα, πράγμα που έκανε το Μάκαρο να σχολιάσει ότι ο Γερμανός έγινε Αλέφαντος!
Όταν χαιρετήθηκαν ο Μάκης του είπε ότι θα τον παρακολουθεί, κάνοντας του το νεύμα του Ντε Νίρο που δείχνει τα μάτια του με τα δυο δάχτυλα. Ο Οττο ενθουσιάστηκε: πίστεψε το πιθανότερο ότι είχε αποκτήσει ένα προσωπικό θαυμαστή στην Ελλάδα. Ένα χρόνο αργότερα, μετά τη νίκη στην Πορτογαλία, ο Καραμανλής, ως πρωθυπουργός, του πρότεινε την ελληνική υπηκοότητα τιμητικά. Ο Ρεχάγκελ ζήτησε ευγενικά να μην τον φέρνουν σε δύσκολη θέση με τέτοιες προτάσεις: είμαι βέβαιος ότι ήταν διατεθειμένος να (ξανα)εξηγήσει στο Μάκη γιατί δεν χωράει ο Γεωργάτος, παρά να πρέπει να φορέσει ένα χαμόγελο για να μας πει ευχαριστώ για την τιμή. «Δεν μένω καν στην Ελλάδα, θα ήταν υποκριτικό να δεχόμουν κάτι τέτοιο» φέρεται να εξήγησε την, μη εκφραζόμενη αλλά ουσιαστική, άρνησή του μιλώντας με τους ανθρώπους της ΕΠΟ.
Ο Ρεχάγκελ δεν εργάστηκε ποτέ του στη θέση του ομοσπονδιακού προσποιούμενος ότι τον ενδιαφέρει κάτι από τα δικά μας. Έπαιρνε παίκτες μόνο από τον Ολυμπιακό, τον ΠΑΟ, την ΑΕΚ και τον ΠΑΟΚ γιατί στις ομάδες αυτές αγωνίζονταν ποδοσφαιριστές που έπαιζαν σε ευρωπαϊκές διοργανώσεις – θεωρούσε ότι τους καλύτερους τους έχουν αυτοί και τέρμα. Καλούσε επίσης έλληνες παίκτες που έπαιζαν στο εξωτερικό ακριβώς γιατί πίστευε πως από τη στιγμή που κάποιος τους έδωσε τη δυνατότητα να φύγουν από την Ελλάδα είναι καλοί.
Ο Ρεχάγκελ δεν απέκτησε σπίτι εδώ, δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ του να πάει διακοπές σε ελληνικά νησιά, δεν έμαθε παρά δέκα λέξεις στα ελληνικά, δεν πήγε στα μπουζούκια να γιορτάσει τίποτα, δεν ασχολήθηκε ποτέ του με τις μικρές εθνικές ομάδες, δεν ήθελε να κάνει σεμινάρια σε έλληνες προπονητές, δεν έψαξε φίλους.
Αυτή η επιλογή του να παρακολουθεί τα πάντα εξ αποστάσεως, υπήρξε και για τον ίδιο και για την Εθνική ευεργετική: η κρίση του δεν θόλωσε από τους τίτλους των αθλητικών εφημερίδων, ο ίδιος δεν έμπλεξε σε κανένα συναισθηματικό παιγνίδι, - κυρίως ποτέ δεν μπήκε στον κόπο να αποδείξει και τίποτα. Φυσικά αυτή του η συμπεριφορά είχε ως αποτέλεσμα να παραμείνει ένας απόμακρος Γερμανός που ουδέποτε κατάλαβε με ποιους έχει να κάνει και για ποιους δούλευε: για την ακρίβεια έχω την υποψία ότι πίστευε πως εμείς οι άλλοι δουλεύουμε για αυτόν!
Όχι, ο Ρεχάγκελ δεν αντιμετώπισε την Ελλάδα με τουριστική διάθεση: οι τουρίστες διαμορφώνουν μια αντίληψη για τη χώρα που επισκέπτονται – καλή η κακή δεν έχει σημασία. Ο Γερμανός προσπάθησε να μην έχει ποτέ του καμία επαφή με τίποτα που δεν αφορούσε τη δουλειά του – και ίσως για αυτό δέχτηκε τη θεοπάλαβη πρόταση του Φούχτελ να ρθει εδώ ως ένα είδος πρεσβευτή. Είδε σε αυτή την αποστολή μια δουλειά – δεν αποκλείω να πληρώθηκε κιόλας.
Όταν είδα τις φωτογραφίες του με την Ολγα Κεφαλογιάννη θυμήθηκα ότι είχε το ίδιο βλέμμα και όταν εξηγούσα στο Μάκη γιατί δε χωράει ο Γεωργάτος. Νομίζω ότι αυτό που του έλεγαν οι συνομιλητές του σε κάθε περίσταση πρέπει να του ήταν παντελώς αδιάφορο…
sport.gr
0 βγηκαν μπροστα:
Δημοσίευση σχολίου