Είχε έλθει για μια συζήτηση με τους φοιτητές σχετική με το λαϊκό τραγούδι. Είπε πώς γράφει τα τραγούδια του. Είπε τα δικά του με τον δικό του τρόπο, είπε ιστορίες, αφηγήθηκε περιστατικά με τον Θεοδωράκη, τον Σαββόπουλο, τον Ορφέα, τον γιατρό τον Σιδερή, τον Παπαγιώργη και άλλους, είπε για τον «εργοδότη» του (τον υπουργό Πολιτισμού), που οι νεαρές γραμματείς έξω από το γραφείο του δεν τον άφησαν να δει και απόρησαν μάλιστα με το θράσος αυτού του ανθρώπου – αγνώστου γι’ αυτές, όπως διαπίστωσε - που ζητούσε να δει υπουργό. Είπε και ένα σωρό άλλα για την «πολιτισμική χρεοκοπία» της χώρας…
Ένας φοιτητής τον ρωτάει: Κύριε Ρασούλη, τι εννοείτε με τους στίχους «βρε δεν είναι εδώ το Σούλι, εδώ είναι του Ρασούλη;». «Εννοώ πως κάποτε είχαμε ένα Σούλι, κάτι σπουδαίο γινόταν εδώ σ’ αυτόν το τόπο, βρε παιδί μου. Τώρα αντί για Σούλι καταντήσαμε να έχουμε έναν Ρασούλη. Δηλαδή ένα τίποτα. Σκέτη κατάντια αυτός ο τόπος».
Όρισέ μου τώρα την νίκη και την ήττα. Γλιτωμένοι από τα αίματα της συμβίωσης και τον άχθο της ευθύνης προστατευόμενων ανθρώπων, ελεύθεροι μέσα σ' ένα διαμέρισμα. Όρισέ μου και την ελευθερία. Βέβαια, υπάρχουν οι φίλοι. Όχι όμως τα βράδια του πυρετού, να ψάξουν νυχτιάτικα που στο διάολο έχουμε το θερμόμετρο, ούτε στην επιστροφή σπίτι μετά από “θριάμβους” να ανοίξουμε ένα κρασί, να πιούμε, να γελάσουμε και να γίνουμε μπουρδέλο!
Όλοι μικρά κομμάτια της ίδιας εικόνας, ο καθένας καλύπτει ένα κενό. Του άλλου. Οι μεγάλοι ρόλοι παίζονται παντού, από όλους μας, έστω κι αν το χειροκρότημα είναι για λίγους. Κι η μοναξιά -θα μου πεις- τόσο σχετικό βίωμα, τόσο ακανόνιστο σχήμα που μπορεί στο φινάλε τα τελευταία λόγια τους να ήταν “πεθαίνω όπως πάντα ήθελα, μόνος”.
Τα υπόλοιπα εδώ, όπως τα ξέρεις. Με την κυρά Σαπφώ νεκρή στο διαμέρισμά της, και την τηλεόραση του από κάτω ορόφου να παίζει ταινία της, με το ραδιόφωνο τις τελευταίες μέρες να παίζει τραγούδια του Ρασούλη μιλώντας γι' αυτόν σε ενεστώτα χρόνο, με όλους εμάς που ή θα πεθάνουμε με παρέα ή θα μείνουμε πίσω, τελευταίοι, να παλεύουμε να πάρουμε μία ανάσα, μέσα σ' ένα σπίτι που ο αέρας έφυγε πρώτος...
Ένας φοιτητής τον ρωτάει: Κύριε Ρασούλη, τι εννοείτε με τους στίχους «βρε δεν είναι εδώ το Σούλι, εδώ είναι του Ρασούλη;». «Εννοώ πως κάποτε είχαμε ένα Σούλι, κάτι σπουδαίο γινόταν εδώ σ’ αυτόν το τόπο, βρε παιδί μου. Τώρα αντί για Σούλι καταντήσαμε να έχουμε έναν Ρασούλη. Δηλαδή ένα τίποτα. Σκέτη κατάντια αυτός ο τόπος».
Όρισέ μου τώρα την νίκη και την ήττα. Γλιτωμένοι από τα αίματα της συμβίωσης και τον άχθο της ευθύνης προστατευόμενων ανθρώπων, ελεύθεροι μέσα σ' ένα διαμέρισμα. Όρισέ μου και την ελευθερία. Βέβαια, υπάρχουν οι φίλοι. Όχι όμως τα βράδια του πυρετού, να ψάξουν νυχτιάτικα που στο διάολο έχουμε το θερμόμετρο, ούτε στην επιστροφή σπίτι μετά από “θριάμβους” να ανοίξουμε ένα κρασί, να πιούμε, να γελάσουμε και να γίνουμε μπουρδέλο!
Όλοι μικρά κομμάτια της ίδιας εικόνας, ο καθένας καλύπτει ένα κενό. Του άλλου. Οι μεγάλοι ρόλοι παίζονται παντού, από όλους μας, έστω κι αν το χειροκρότημα είναι για λίγους. Κι η μοναξιά -θα μου πεις- τόσο σχετικό βίωμα, τόσο ακανόνιστο σχήμα που μπορεί στο φινάλε τα τελευταία λόγια τους να ήταν “πεθαίνω όπως πάντα ήθελα, μόνος”.
Τα υπόλοιπα εδώ, όπως τα ξέρεις. Με την κυρά Σαπφώ νεκρή στο διαμέρισμά της, και την τηλεόραση του από κάτω ορόφου να παίζει ταινία της, με το ραδιόφωνο τις τελευταίες μέρες να παίζει τραγούδια του Ρασούλη μιλώντας γι' αυτόν σε ενεστώτα χρόνο, με όλους εμάς που ή θα πεθάνουμε με παρέα ή θα μείνουμε πίσω, τελευταίοι, να παλεύουμε να πάρουμε μία ανάσα, μέσα σ' ένα σπίτι που ο αέρας έφυγε πρώτος...
0 βγηκαν μπροστα:
Δημοσίευση σχολίου