Την είχα απέναντι μου χτες. Κοιτούσε το ανοιχτό παράθυρο. Έξω συννεφιά και πεσμένα φύλλα. Είπε, νομίζω θέλω να σου πω μια ιστορία για ένα παλιό μου φίλο, τον Γ:
Χτες
Δεν μπορούσες να τον πεις ωραίο, είχε όμως παράστημα και καταπληκτικά πόδια, σπάνιο για άντρα. Θυμάμαι να τον χαζεύω όπως τα σταύρωνε στην παραλία. Εγώ ξέκλεβα ματιές και εκείνος με τη σειρά του κάτι θα κοίταγε κρυφά, μια και ήμασταν ώρα αμίλητοι.
Όταν βγαίναμε τα βράδια, ξεχώριζε. Παράστημα και ωραία ρούχα, μια ιδέα πρωτοποριακής κομψότητας, όχι κάτι το εκκεντρικό, αλλά εντυπωσιακά διαλεγμένα. Στεκόταν ευθυτενής μέσα στα πλήθη, πιο κει και ‘γω, χωρίς να είμαι δικιά του, ψιθύριζα μια προσωπική κομψότητα. Οι υπόλοιποι, τόσο λίγοι μπροστά μας. Περπατούσε πρώτος, αγέρωχα, ατσαλάκωτος. Εγώ ακολουθούσα.
Στην παραλία
Ένα βράδυ με πήρε να φάμε σε ένα τραπέζι πάνω στην άμμο. Δίπλα έσκαγε κύμα και πάνω στην παραλία πυρσοί αναμμένοι. Ήταν κάποια χρόνια έξω ήδη, δουλεύοντας σα σκυλί για μια πολυεθνική που του έπινε το αίμα, χωρίς πολλά λεφτά, χωρίς χρόνο για ιδιωτική ζωή. Μου μίλαγε για την κοπέλα που είχε τότε και πως αυτή τον άδειασε, κρατώντας ένα κουτί στο χέρι. Το έσπρωξε προς τη μεριά μου. Πάρτο, τι να το κάνω εγώ, είπε. Έτσι απέκτησα το δακτυλίδι με το μαργαριτάρι, ένα βράδυ απ’ αυτά που όλα είναι περίεργα, όλα είναι σωστά, όλα είναι μπερδεμένα, όλα τα λάθος πρόσωπα, η άγνοια του τι είμαστε εμείς, φίλοι ή άντρας και γυναίκα, πόσο με έχουν πονέσει, πόσο με ακούς, πόσο σε ξέρω.
Μεξικό
Την άνοιξη θα πήγαινε στο Μεξικό. Θα τράβαγα κάποια στιγμή και γω, φορώντας το δακτυλίδι . Το είχα σκεφτεί καλά, θα τ’ άφηνα όλα πίσω μου για λίγο, ακόμα και τον άλλον, τον φίλο του. Θα τα άφηνα όλα για να του κάνω παρέα, πάνω σε παραλίες και σε θάλασσες. Ζέστη, κάψα και σιέστα.
Το πρόγραμμα άλλαξε και το Μεξικό ακυρώθηκε. Μείναμε στα ξερά λόγια.
Πεζοδρόμια
Πάνω στην τρίτη τεκίλα έκανε μια παύση.
Ξέρεις, ποτέ δεν πατάω τον αρμό των πλακών του πεζοδρομίου και πάντα μετράω τα βήματα μου. Ύστερα καμιά φορά τα βράδια ακούω μια φωνή. Παύση.
Εγώ παγωμένη.
Να σου πω την αλήθεια όχι, όχι μόνο μια φωνή, σπανιότερα βλέπω και μια αποκρουστική φάτσα, σα μάσκα, μπροστά μου, να με κατηγορεί, να με αποκαλεί μαλάκα. Να με τσαλακώνει. Φτου σου ρε μαλάκα, μου ουρλιάζει.
Εγώ παγωμένη και χωρίς ανάσα.
Μια αποκρουστική φάτσα να τον τσαλακώνει.
Μια αποκρουστική φάτσα να τον τσαλακώνει.
Μια αποκρουστική φάτσα να τον τσαλακώνει.-
http://gasireu.blogspot.com/
0 βγηκαν μπροστα:
Δημοσίευση σχολίου