Το κείμενο είναι το editorial του Στέφανου Τσιτσόπουλου από το τρέχον SOUL
Τα τελευταία 10 χρόνια, η χώρα δεν παρήγε τίποτα, πέρα από λαϊκά σταρ και παικταράδες. Ο Ντέμης κι η Βανδή ήταν η απάντησή μας στο ζεύγος Μπέκαμ και Βικτόρια. Sakis, ο Έλλην Ρίκι Μάρτιν, NIVO σε ρόλο λευκού μαγκίτη, Snoop Doggy Dog από τα προάστια. Fabulous Βίσση, Μαντόνα a la grec. Σόου ολκής, τις νύχτες στις μπουζουκλερί το πόπολο καρδιοχτυπούσε για τη στιγμή που θα πιάσει κι αυτό το μικρόφωνο, «δικό σας» φώναζε η φίρμα, πάμε όλοι μαζί, «έλα να μάθεις πώς είν’ η ζωή κι όλα τα ωραία μέχρι το πρωί». Αρκούσε ένα αόρατο πρόσταγμα για τα αγόρια να σηκώσουν τον γιακά από τον Hilfiger ή τον Ralph Lauren και να μεταμορφωθούν σε αλάνια-πρίγκιπες του βαλκανικού μας Μπελέρ. Δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις την κομμώτρια από την account manager, τη νοσοκόμα από τη μεγαλοεργολάβαινα ή τη γιατρέσσα, όλες τους ντυμένες Burberry πατόκορφα. Ένα εθνικό καρό μπαλ μασκέ, σαν το βιντεοκλίπ της Νατάσσας Θεοδωρίδου, αυτό που είχε γυρίσει έξω από τα «Harrod’s».
Ήμασταν ο περιούσιος λαός της Ευρώπης. Η συνεισφορά μας στην ΟΝΕ, εκτός από πλαστά στατιστικά στοιχεία κι επιδοτήσεις που γίνονταν χαρτοπετσετάκια, ήταν οι δέκα τρόποι για να τσακίσεις την πιστωτική σου κάρτα κι ο φρέντο καπουτσίνο. Γάλα και παγάκια, δηλαδή, μέσα στον ζεστό εκχύλισμα, να χαρώ greek πατέντα! Επαρχιώτισσες φορτωμένες Galliano, όλοι Μύκονο, 3, 2, 1, «Βαρελάδικο». Χωριάτικη σαλάτα στα 10 ευρώ, ντοματίνια ιταλικά, φέτα δανέζικη, λάδι σικελιάνικο, δε γαμείς, η ζωή είναι πολύ μικρή, για να είναι θλιβερή. Δεν παρήγαμε τίποτα. Ψαροταβέρνες έψηναν φαγκριά Σενεγάλης, σαμπανιέρες στην άμμο,
ο lounge ήχος του παριζιάνικου hotel «Costes» αντιλαλούσε στην Ξάνθη και τα Ψακούδια. Κατανάλωση μοχίτο σε τσανάκα, αντιστρόφως ανάλογη με την εθνική παραγωγή ζαχαρότευτλου. Ήμασταν η Κούβα της Μεσογείου, χωρίς τη μιζέρια του Φιντέλ Κάστρο. Ερωτιάρες λευκές μουλάτες στολισμένες με στρας t-shirt στάμπα των Rolling Stones τσάκιζαν μέση στα κλαμπ φλερτάροντας με ψωμωμένα ντερβισόπαιδα που φορούσαν φωσφοριζέ πουκάμισα με σήμα Takeshi Kurosawa. Ούζο power και εκλεκτικός γιαπωνέζικος μαξιμαλισμός.
Πολιτικοί με προγούλια ρέμβαζαν στα πριβέ και κοιτούσαν τον λαό τους με λατρεία. Εκείνη τη διόρισαν σε ΔΕΚΟ, εκείνον τον είχαν αναλάβει εργολαβία από τον στρατό, βοηθώντας τον, αντί να πάει σε μονάδα στον Έβρο, να γίνει ταϊστής πουλιών στο φυλάκιο Λυκαβηττού. Μετά τον βάφτισαν σταζέρ. Με το καλό, θα γινόταν και μόνιμος δημόσιος υπάλληλος. Ήταν ωραία στον Παράδεισο.
Στις παραλίες τα κορίτσια διάβαζαν ζώδια, συνταγές για τέλειο ριζότο φράουλα και μάσκες ομορφιάς με το αγγούρι στη μάπα, εννοείται πάντα εισαγόμενο. Ας πούμε, Ισπανίας. Ο Σημίτης ήταν ξενέρωτος, πολύ τεχνοκράτης, βρε παιδί μου, με τον Καραμανλή μπορούσες να παίξεις ένα τάβλι ή μια μπιρίμπα. Σε ενέπνεαν και αυτός και η καλή του: σύζυγος, μητέρα διδύμων, νηπιαγωγός, γιατρός, κάτοχος ντοκτορά, φιγουρίνι σκέτο, καλέ, πώς τα προλαβαίνει; Τα αγόρια ξεκοκάλιζαν τα παραλειπόμενα των αθλητικών εφημερίδων. Πήραμε το Euro 2004 με τη μαγκιά μας, ταπώσαμε τα γερμανικά Πάντσερ και τους φλωρούμπες Σουηδούς δίχως σύστημα, χωρίς καμιά υποδομή, μόνο με τη λεβεντιά μας, ρεεε, τον γίγαντα Καραγκούνη και τη μέθοδο «γιούρια στον ταβλά με τα κουλούρια». Γιατί η Ελλάδα ποτέ δεν πέθαινε, δεν την έσκιαζε φοβέρα καμιά.
Ο Θέμος αναδείχτηκε σε πρότυπο επιτυχημένου πενηντάρη άντρα, εκπρόσωπος της γενιάς του πάρ’ τα όλα, του σεξιστικού άρρωστου χιούμορ και του κυνισμού, αλλά, come on, ήταν περικυκλωμένος από καλλίγραμμες γλάστρες, σχολίαζε βιντεάκια της κυρίας Λουκά, μετέδιδε σε αποκλειστικότητα τσόντες με τον Ζαχόπουλο, τον συνέλαβαν σε κάποια σύνορα με αδήλωτο χρήμα, μη σκας, όλοι έτσι κάνουν. Lakis Gavalas, σπα, νύχι-νύχι artists, style editor, features beauty editor, studio pilates, αυτοφωράκηδες, μποντιμπιλντεράδες σεκιούριτι, θυμάσαι τον πιπερωτή; Εκείνη τη θέση εργασίας στα ρέστο-μπαρ, όπου κομψευόμενος νέος σαν να είχε δραπετεύσει από διαφήμιση του Armani περιφερόταν στα τραπέζια ρωτώντας αν η κυρία θέλει πιπέρι Ινδίας ή ναπολιτάνικη παρμεζάνα στο πιάτο της. Λες και η κουλή δεν είχε χέρια για να τη βάλει μόνη της.
Απόλυτες ελληνίδες σταρ, μάνατζερ της χρονιάς, διαχειριστές ανθρώπινων πόρων, ρηξικέλευθες λύσεις ακόμα και για το μεταναστευτικό. Είχαμε τους Αφρικανούς για να πουλούν μαϊμού Gucci στα φτωχαδάκια, που δεν τους περίσσευε για authentic, αλλά θέλαν κι αυτά να πάρουν μερτικό από την εικόνα. Τις Βουλγάρες για να ξεσκατίζουν τη γιαγιά, τα Ουκρανά για να βγαίνουν τα γούστα στις καβάτζες του κάμπου, τα Αλβανά και τα Πακιστάνια για τα μπετά στα ημιυπαίθρια. Βάλε το αυθαίρετο, βάζω τη διακόσμηση, ιδέες και λύσεις. Μυκονιάτικο deep blue στο Άργος Ορεστικό, α λα Γκαουντί στο Νευροκόπι, country life στην Εικοσιφοινίσσα. Οι πατριώτες μπορούσαν να ζήσουν και να ονειρευτούν όπως οι αναγνώστριες της «Vogue», να ακολουθήσουν τις συμβουλές του «Wallpaper*». Plasma οθόνες στο σαλόνι μετέδιδαν ασπρόμαυρες ταινίες του Ξανθόπουλου. That was then, this is now, ήταν το μότο. Ζούσαμε τη ζωή στο μάξιμουμ, δεν υπήρχαν όρια, δε μετρούσε ο προορισμός, αλλά το ταξίδι. Τα τσιτάτα της διαφήμισης, τα αστείρευτα αποθέματά μας σε θετική ενέργεια και η σωστή χωροθέτηση των σιντριβανιών με τους κανόνες του φενγκ σούι εγγυώνταν το ατέρμονο της ελληνικής ευδαιμονίας.
Μπαλωμένοι δρόμοι, χιλιοφαγωμένα οδοστρώματα, κλάιν μάιν, δε μασάμε. Η απάντησή μας στο λακκουβιασμένο και παρατημένο εθνικό δίκτυο ήταν τα 4Χ4 με τα και-γαμώ αμορτισέρ, «μία δεν καταλαβαίνει ο κώλος μου, ρε, φάση Καλιφόρνια λέμεεε». Και ποστάρισμα! Τρελό ποστάρισμα! About last night: ανέβαζαν τις φωτογραφίες της χθεσινής νύχτας στα ψηφιακά ευδαιμονικά τους λευκώματα κι όλοι είχαν να κάνουν ένα comment, να μοιραστούν μια φάση, ένα χαβαλέ, ένα «δεν παίζει», «δεν υπάρχεις», ένα «γκαγκάν».
Οι πιο ψαγμένοι, αντί για Μύκονο, έφευγαν Βαρκελώνη κι επέστρεφαν με μαλλί τζίβα. Γιατί παράλληλα με το εθνικό κιτς του βλαχώδους και βλακώδους mainstream, η πατρίδα απέκτησε και εναλλακτική κουλτούρα. Ακαλλιέργητα alternative τυπάκια και ανορθόγραφοι graffiti artists αντιπαρέβαλλαν μοντέλο ζωής προχώ με ισλανδικές γραμματοσειρές και νορβηγικό μίνιμαλ τέκνο. Για κάθε έναν δημόσιο υπάλληλο αντιστοιχούσε κι ένας dj, για κάθε συγγραφέα τύπου Παυλίνας Νάσιουτζικ που αναζητούσε τον έρωτα στα Βόρεια Προάστια, αναλογούσε και μια ανερχόμενη ηθοποιός πειραματικού σχήματος, που παρέλασε στην τελετή έναρξης πίσω από τη Μπιοργκ. All was full of love.
Ήμασταν μια χώρα που ζούσε σε παροιμιώδεις φαντασιακούς ρυθμούς. Και ξαφνικά, στοπ. Ανώμαλη προσγείωση. ΔΝΤ. Φέρτε τα λεφτά πίσω. Τι έγινε; Χιούστον, Κεφαλάρι, Πανόραμα, Λάρισα, we have a problem. Η κίνκι συμβασιούχος των ρεπορτάζ του Star Channel από την Πάρο (η νέα Μύκονος) μεταμορφώθηκε σε μελαγχολική άνεργη. Στο μπαρ του τρέντι μπάρμαν πατάει μόνο ο ΣΔΟΕ. Του γιαμπανά αγρότη τις επιδοτήσεις αυτό το αρχίδι ο Όλι Ρεν τώρα του τις ζητάει πίσω. Ελλάς, ρεεε, μας ζηλεύουνε, συνωμοτούν εναντίον μας, δε μας πάνε μία, γιατί 10 χρόνια τώρα βγάζουμε τα καλύτερα talent shows, τα πιο ντιριντάχτα next top models, γιατί στα τραγούδια μας οι αετοί πεθαίνουν στον αέρα ελεύθεροι και δυνατοί, ενώ στα δικά τους άκου ξενερωσιά: «They’re afraid of what they see. That’s the price that you all pay, our valued destiny comes to nothing, I can’t tell you where you’re going, I guess there is just no way of knowing».
New Order, ΔΝΤ, οι φάλαγγες της μαύρης νύχτας, οι πραιτοριανοί της νέας τάξης, οι δυνάμεις της καινούργιας Κατοχής, όπως τις αποκαλούν ο Λαζόπουλος και η Λιάνα. Λαέ, κουράγιο, μη σκύβεις το κεφάλι, η νέα τάξη θέλει… θέλει τι; Επιστροφή στον Στάλιν; Αγροτικά κολχόζ στα Τρίκαλα και γκούλαγκ στο Νευροκόπι, όπου μόνο ο σύντροφος Μπογιόπουλος δικαιούται να αποφασίσει για πενθήμερη άδεια των κρατούμενων αστών που κερδοσκόπησαν εις βάρος του λαού; Γιατί και για τη Λιάνα και για τον Λάκη ο λαός είναι πάντα αθώος, ο λαός παρασύρεται από τα ψεύτικα τα λόγια, τα μεγάλα. Ω Θεέ, μήπως εκτός από τα ανυπόφορα κλισέ του lifestyle, τα κλισέ για το προλεταριάτο και την πλουτοκρατία είναι πολύ πιο για τα μπάζα;
Τα τιμημένα γηρατειά, κάγκελο. Κοιτάζουν βουβά, απορούν, εξίστανται, είναι ανήμπορα να εξηγήσουν πώς ο γιος βγήκε χλιδάμπουρας, η νύφη μερακλού shopacholic και το εγγόνι φορώντας κουκούλα βγαίνει στους δρόμους και τα σπάει. «Κάψτε τα όλα, κάψτε τα όλα», ούρλιαζε η υστερική φωνή, 4 νεκροί στη Marfin, σε αυτόν τον τόπο το κάψιμο ήταν, είναι και θα είναι το εθνικό μας σπορ. Στις μέρες της ευδαιμονίας καίγανε λεφτά και φιάλες ουίσκι. Στις μέρες της νέας σκλαβιάς καίνε ανθρώπους. «Να απεργούσαν, να ήταν μαζί μας, συμπαραστάτες στον ιερό και όσιο αγώνα μας, θέλουν να μας καταντήσουν Αργεντινή, αυτός είναι ο στόχος τους». Περίεργο! Σε αυτή τη χώρα πάντα δεν ήμασταν με τον Μαραντόνα; Οι μαντάμες που έβγαιναν στα κοσμικά δεν κόπιαραν τον κότσο, τη φιλανθρωπία και το total look της Εβίτα Περόν; Ο Τσίπρας δεν κανόνιζε να φέρει πετρέλαιο τον περσινό χειμώνα από τον παραδίπλα σύντροφο Ούγκο Τσάβες; Το steak δεν το θέλαμε καλοψημένο στην πέτρα α λα λατινοαμερικάνικα;
Το καλοκαίρι έρχεται βασανιστικά αργά. Αν ήταν σαν πέρσι, τέτοιες ώρες θα προσευχόμασταν για τον Αλκαίο στη Eurovision, θα κλείναμε τσάρτερ για να θαυμάσουμε τις γκολάρες στη Νότια Αφρική, θα ξεροσταλιάζαμε μπροστά στα περίπτερα με τα αθλητικά πρωτοσέλιδα που θα υμνούσαν τα λιοντάρια, τους γενναίους, τα Ελληνόπουλα που πάντα βρίσκουν την άκρη. Φέτος μάλλον όχι. Κάνουμε την αυτοκριτική μας; Δεν υπάρχει λόγος. Οι Έλληνες έχουν πάντα δίκιο, το σύμπαν φταίει που συνωμοτεί για να τους καταστρέψει, κι ας ο Κοέλιο τα τελευταία χρόνια μας δίδαξε το αντίθετο.
Το κείμενο είναι το editorial του Στέφανου Τσιτσόπουλου από το τρέχον SOUL
-
0 βγηκαν μπροστα:
Δημοσίευση σχολίου