Η ελληνική κοινωνία αγουροξυπνημένη από τον λήθαργο της μπελ εποκ ενός καταναλωτικού ευδαιμονισμού που στηρίχτηκε στον υπερδανεισμό, αναζητά οργισμένη εξιλαστήρια θύματα. Το ελληνικό δημόσιο χρεοκόπησε. Όμως εκείνο που μας διαφεύγει είναι ότι ταυτόχρονα χρεοκόπησαν οι Δήμοι, οι συνεταιρισμοί, τα νοσοκομεία, τα ΜΜΕ. Εν τέλει, χρεοκόπησε όχι το δημόσιο αλλά ένας ολόκληρος τρόπος σκέψης, οργάνωσης και πολιτικής στην οποία στηρίχτηκε η μεταπολίτευση. Δεν πρόκειται για οικονομική χρεοκοπία αλλά για την χρεοκοπία των μυαλών και των συνειδήσεων.
Τα ΜΜΕ δεν αναγνώρισαν τη μεγαλύτερη είδηση των τελευταίων 40 χρόνων. Το κρίσιμο ερώτημα είναι γιατί δεν την αντιλήφθηκε η Αριστερά. Η αριστερά που είναι μέρος αλλά και η αιτία του προβλήματος. Ακόμη και στην ύστερη φάση, όταν βρισκόμασταν στο χείλος της χρεοκοπίας πρότεινε 100.000 διορισμούς στο δημόσιο. Τη «γη της επαγγελίας» για τον έλληνα της μεταπολίτευσης. Όμως, δεν μπορούμε να κάνουμε πολιτική ερήμην των αριθμών. Τα γεγονότα είναι ξεροκέφαλα, όπως έλεγε κι ο Βλαδίμηρος. Κι έτσι η πρώτη ανάγκη που προβάλλει δραματικά για τους αριστερούς είναι να κατανοήσουν. Να ερμηνεύσουν τα γεγονότα στο νέο πλαίσιο. Εν τέλει, η ανάγκη για ένα «Νέο Διαφωτισμό» που θα μας απαλλάξει όχι από τα χρέη αλλά τον τρόπο σκέψης που μας χρεοκόπησε.
Νομίζω ότι η ρίζα του προβλήματος είναι η κυρίαρχη ιδεολογία την οποία αναπνέει σύμπασα η ελληνική κοινωνία: ο ανδρεοπαπανδρεϊκός λαϊκισμός της μεταπολίτευσης με τον οποίο συμβιβάστηκε και υιοθέτησε η αριστερά. Το ιδεολόγημα των μη προνομιούχων. Ένα διαταξικό συνονθύλευμα που περιλαμβάνει όλους τους έλληνες απέναντι σε ένα κράτος που θεραπεύει αδιακρίτως πάσαν νόσον, ικανοποιεί όλα τα αντιφατικά αιτήματα, μοιράζει προνόμια και επιδόματα. Είναι η ιδεολογία, με την αλτουσεριανή έννοια, που έβαλε τη σφραγίδα της στη μεταπολίτευση. Της σχέσης μας δηλαδή με την πραγματικότητα. Τον τρόπο με το οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο.
Ένας λαϊκισμός που ακυρώνει την ευθύνη του πολίτη και τη θέση της πολιτικής παίρνουν εκείνα τα προεκλογικά πάρτυ στις πλατείες με τους χιλιάδες συνενόχους, που κραδαίνουν τις πλαστικές σημαίες του πελατειακού κράτους της μεταπολίτευσης. Ναι. Είναι αυτοί οι «αγανακτισμένοι πολίτες» που δεν έκαναν ποτέ την αυτοκριτική τους και τώρα παριστάνουν τις «μωρές παρθένες». Που κίνητρό τους ήταν ο πιο χυδαίος ατομισμός για να νομιμοποιήσουν το αυθαίρετο εις βάρος του περιβάλλοντος, το καλό επίδομα εις βάρος των αδύνατων, τον διορισμό εις βάρος εκείνου που δεν έγλειφε. Η πολιτική ήταν ένα γιουρούσι για την κατάληψη του κρατικού ταμείου που ικανοποιούσε όλα τα βίτσια και τις ανάγκες με τα δανεικά των ευρωπαίων. Πού ήταν αλήθεια οι συνειδήσεις των "αγανακτισμένων πολιτών" όταν συνέβαιναν όλα αυτά; Ποιος εξέλεξε, όχι μία αλλά δεκάδες φορές, όλους αυτούς μας χρεοκοπούσαν; Φτάσαμε έτσι, όπως λέει ο Γιάννης Βούλγαρης, από την αριστερά της θυσίας, στην αριστερά των επιδομάτων.
Όμως, ένα αριστερό κόμμα δεν είναι συνδικαλιστική κίνηση για να υιοθετεί άκριτα όλα τα αιτήματα, αλλά τα ιεραρχεί σε ένα πρόγραμμα. Σε να συλλογικό σχέδιο για την αλλαγή της κοινωνίας. Και επειδή δεν είναι δυνατόν να ικανοποιηθούν όλοι, διακρίνει και υπερασπίζεται τον άνεργο ή τη γενιά των 700 ευρώ που πλήττεται από τον νεοφιλελευθερισμό, από τον μηχανικό της ΔΕΗ που έχει περικοπές λόγω του μνημονίου 50.000 ευρώ. Μιλάει χωρίς να μασάει τα λόγια του για όλες τις συντεχνίες που φοροδιαφεύγουν σε μια κοινωνία που μόνον 4 στους 10 πληρώνουν φόρους και δεν δημαγωγεί ασύστολα για τα δήθεν «φορομπηχτικά μέτρα» της κυβέρνησης. Επισημαίνει την ανάγκη της υγιούς επιχειρηματικότητας απέναντι σε όλους τους κρατικοδίαιτους αεριτζήδες που λυμαίνονται το δημόσιο και κοινοτικό χρήμα. Γιατί, όσοι δοκίμασαν την ανεργία και την ξύλινη «αντιμονοπωλιακή» ρητορεία της αριστεράς, ξέρουν ότι η εργασία είναι αξιοπρέπεια. Ονομάζει και αποδοκιμάζει τον νεποτισμό που κυριαρχεί στα πανεπιστήμια, την καταστροφή του δημόσιου χώρου, τη ρητορεία των δικαιωμάτων αλλά όχι της ευθύνης, τους αγώνες εις βάρος των άλλων, τη χρήση της βίας που φθάνει μέχρι τη στέρηση της ελευθερίας του λόγου. Αυτήν που η νεωτερικότητα κατέκτησε με αγώνες 300 χρόνων.
Υπάρχουν δυο μαγικές λέξεις που λείπουν από την λεξικό της μεταπολίτευσης. Ατομική ευθύνη. Οι περισσότεροι κυκλοφορούν με τον μανδύα του θύματος. Η θυματοποίηση είναι η προσφιλής τέχνη του λαϊκισμού. Τα δεινά έρχονται σαν φυσικές καταστροφές. Μνημόνια, χούντες, εμφύλιοι. Ας μην έχουμε αυταπάτες. Η πορεία από το ατομικό στο συλλογικό θα είναι σκληρή. Στην ελληνική κοινωνία υπάρχουν μόνον ατομικότητες ενδεδυμένες το συλλογικό ή το λαϊκό. Βουνά εγωισμού. Πολιτικοί και συνδικαλιστές με γεμάτες γαστέρες και απαστράπτοντα αυτοκίνητα που ρητορεύουν «υπέρ του λαού» στα δελτία των οκτώ και είναι έτοιμοι να κατασπαράξουν τον συνομιλητή τους. "Η υπευθυνότητα είναι ένα αβάσταχτο φορτίο· μας αλυσοδένει με τις συνέπειες των πράξεών μας" γράφει ο Πασκάλ Μπρυκνέρ στον «Πειρασμό της αθωότητας».
Αν θέλει να προσφέρει κάτι η αριστερά πρέπει να θυμηθεί πάλι την ιδεολογική ηγεμονία του Γκράμσι και τη σημασία της ιδεολογίας. Που σημαίνει να αναδείξει το ψέμα στο οποίο ζούσαμε. Να καταγγείλει την υποκρισία που ενδημεί και στην ίδια την αριστερά. Να κάνει δηλαδή την αυτοκριτική της. Να ξαναδώσει πάλι στις λέξεις την αλήθεια τους. Να αναδείξει τις αξίες που έσβησαν. Την αλληλεγγύη. Την εργασία. Την αξιοκρατία. Την ηθική. Την υπεράσπιση των αδύνατων.
Έχουμε ανάγκη από αλήθεια. Όμως είναι οδυνηρή και κοστίζει. Ο λαϊκισμός είναι πάντα γοητευτικός και χαϊδεύει τα αυτιά. Γι’ αυτό και θα έχει πολύ μέλλον.
Του Μάκη Καραγιάννη
Τα ΜΜΕ δεν αναγνώρισαν τη μεγαλύτερη είδηση των τελευταίων 40 χρόνων. Το κρίσιμο ερώτημα είναι γιατί δεν την αντιλήφθηκε η Αριστερά. Η αριστερά που είναι μέρος αλλά και η αιτία του προβλήματος. Ακόμη και στην ύστερη φάση, όταν βρισκόμασταν στο χείλος της χρεοκοπίας πρότεινε 100.000 διορισμούς στο δημόσιο. Τη «γη της επαγγελίας» για τον έλληνα της μεταπολίτευσης. Όμως, δεν μπορούμε να κάνουμε πολιτική ερήμην των αριθμών. Τα γεγονότα είναι ξεροκέφαλα, όπως έλεγε κι ο Βλαδίμηρος. Κι έτσι η πρώτη ανάγκη που προβάλλει δραματικά για τους αριστερούς είναι να κατανοήσουν. Να ερμηνεύσουν τα γεγονότα στο νέο πλαίσιο. Εν τέλει, η ανάγκη για ένα «Νέο Διαφωτισμό» που θα μας απαλλάξει όχι από τα χρέη αλλά τον τρόπο σκέψης που μας χρεοκόπησε.
Νομίζω ότι η ρίζα του προβλήματος είναι η κυρίαρχη ιδεολογία την οποία αναπνέει σύμπασα η ελληνική κοινωνία: ο ανδρεοπαπανδρεϊκός λαϊκισμός της μεταπολίτευσης με τον οποίο συμβιβάστηκε και υιοθέτησε η αριστερά. Το ιδεολόγημα των μη προνομιούχων. Ένα διαταξικό συνονθύλευμα που περιλαμβάνει όλους τους έλληνες απέναντι σε ένα κράτος που θεραπεύει αδιακρίτως πάσαν νόσον, ικανοποιεί όλα τα αντιφατικά αιτήματα, μοιράζει προνόμια και επιδόματα. Είναι η ιδεολογία, με την αλτουσεριανή έννοια, που έβαλε τη σφραγίδα της στη μεταπολίτευση. Της σχέσης μας δηλαδή με την πραγματικότητα. Τον τρόπο με το οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο.
Ένας λαϊκισμός που ακυρώνει την ευθύνη του πολίτη και τη θέση της πολιτικής παίρνουν εκείνα τα προεκλογικά πάρτυ στις πλατείες με τους χιλιάδες συνενόχους, που κραδαίνουν τις πλαστικές σημαίες του πελατειακού κράτους της μεταπολίτευσης. Ναι. Είναι αυτοί οι «αγανακτισμένοι πολίτες» που δεν έκαναν ποτέ την αυτοκριτική τους και τώρα παριστάνουν τις «μωρές παρθένες». Που κίνητρό τους ήταν ο πιο χυδαίος ατομισμός για να νομιμοποιήσουν το αυθαίρετο εις βάρος του περιβάλλοντος, το καλό επίδομα εις βάρος των αδύνατων, τον διορισμό εις βάρος εκείνου που δεν έγλειφε. Η πολιτική ήταν ένα γιουρούσι για την κατάληψη του κρατικού ταμείου που ικανοποιούσε όλα τα βίτσια και τις ανάγκες με τα δανεικά των ευρωπαίων. Πού ήταν αλήθεια οι συνειδήσεις των "αγανακτισμένων πολιτών" όταν συνέβαιναν όλα αυτά; Ποιος εξέλεξε, όχι μία αλλά δεκάδες φορές, όλους αυτούς μας χρεοκοπούσαν; Φτάσαμε έτσι, όπως λέει ο Γιάννης Βούλγαρης, από την αριστερά της θυσίας, στην αριστερά των επιδομάτων.
Όμως, ένα αριστερό κόμμα δεν είναι συνδικαλιστική κίνηση για να υιοθετεί άκριτα όλα τα αιτήματα, αλλά τα ιεραρχεί σε ένα πρόγραμμα. Σε να συλλογικό σχέδιο για την αλλαγή της κοινωνίας. Και επειδή δεν είναι δυνατόν να ικανοποιηθούν όλοι, διακρίνει και υπερασπίζεται τον άνεργο ή τη γενιά των 700 ευρώ που πλήττεται από τον νεοφιλελευθερισμό, από τον μηχανικό της ΔΕΗ που έχει περικοπές λόγω του μνημονίου 50.000 ευρώ. Μιλάει χωρίς να μασάει τα λόγια του για όλες τις συντεχνίες που φοροδιαφεύγουν σε μια κοινωνία που μόνον 4 στους 10 πληρώνουν φόρους και δεν δημαγωγεί ασύστολα για τα δήθεν «φορομπηχτικά μέτρα» της κυβέρνησης. Επισημαίνει την ανάγκη της υγιούς επιχειρηματικότητας απέναντι σε όλους τους κρατικοδίαιτους αεριτζήδες που λυμαίνονται το δημόσιο και κοινοτικό χρήμα. Γιατί, όσοι δοκίμασαν την ανεργία και την ξύλινη «αντιμονοπωλιακή» ρητορεία της αριστεράς, ξέρουν ότι η εργασία είναι αξιοπρέπεια. Ονομάζει και αποδοκιμάζει τον νεποτισμό που κυριαρχεί στα πανεπιστήμια, την καταστροφή του δημόσιου χώρου, τη ρητορεία των δικαιωμάτων αλλά όχι της ευθύνης, τους αγώνες εις βάρος των άλλων, τη χρήση της βίας που φθάνει μέχρι τη στέρηση της ελευθερίας του λόγου. Αυτήν που η νεωτερικότητα κατέκτησε με αγώνες 300 χρόνων.
Υπάρχουν δυο μαγικές λέξεις που λείπουν από την λεξικό της μεταπολίτευσης. Ατομική ευθύνη. Οι περισσότεροι κυκλοφορούν με τον μανδύα του θύματος. Η θυματοποίηση είναι η προσφιλής τέχνη του λαϊκισμού. Τα δεινά έρχονται σαν φυσικές καταστροφές. Μνημόνια, χούντες, εμφύλιοι. Ας μην έχουμε αυταπάτες. Η πορεία από το ατομικό στο συλλογικό θα είναι σκληρή. Στην ελληνική κοινωνία υπάρχουν μόνον ατομικότητες ενδεδυμένες το συλλογικό ή το λαϊκό. Βουνά εγωισμού. Πολιτικοί και συνδικαλιστές με γεμάτες γαστέρες και απαστράπτοντα αυτοκίνητα που ρητορεύουν «υπέρ του λαού» στα δελτία των οκτώ και είναι έτοιμοι να κατασπαράξουν τον συνομιλητή τους. "Η υπευθυνότητα είναι ένα αβάσταχτο φορτίο· μας αλυσοδένει με τις συνέπειες των πράξεών μας" γράφει ο Πασκάλ Μπρυκνέρ στον «Πειρασμό της αθωότητας».
Αν θέλει να προσφέρει κάτι η αριστερά πρέπει να θυμηθεί πάλι την ιδεολογική ηγεμονία του Γκράμσι και τη σημασία της ιδεολογίας. Που σημαίνει να αναδείξει το ψέμα στο οποίο ζούσαμε. Να καταγγείλει την υποκρισία που ενδημεί και στην ίδια την αριστερά. Να κάνει δηλαδή την αυτοκριτική της. Να ξαναδώσει πάλι στις λέξεις την αλήθεια τους. Να αναδείξει τις αξίες που έσβησαν. Την αλληλεγγύη. Την εργασία. Την αξιοκρατία. Την ηθική. Την υπεράσπιση των αδύνατων.
Έχουμε ανάγκη από αλήθεια. Όμως είναι οδυνηρή και κοστίζει. Ο λαϊκισμός είναι πάντα γοητευτικός και χαϊδεύει τα αυτιά. Γι’ αυτό και θα έχει πολύ μέλλον.
Του Μάκη Καραγιάννη