[…] κάποια μέρα μπορεί να αποκτήσουμε μια πραγματικά δημοκρατική κυβέρνηση, μια κυβέρνηση που θα θέλει να λέει στον κόσμο τί συμβαίνει, και τί πρέπει να γίνει, και ποιες θυσίες είναι απαραίτητες, και γιατί.
[George Orwell, Προπαγάνδα και δημοτικός λόγος]
Οι εκδηλώσεις αγανάκτησης και μη-στοχευμένης διαμαρτυρίας μπορούν όντως να αποτελέσουν τον καταλύτη που θα εκβιάσει τον πολιτικό κόσμο στη μεταρρυθμιστική τροχιά που απαιτεί η παρούσα κρίση. Ενδέχεται ωστόσο, και ο κίνδυνος αυτός είναι μεγάλος, να μας οδηγήσουν σε μια οχλοκρατία της πλατείας, όπου κανείς δεν συμφωνεί με κανέναν, λίγοι ξέρουν τί θέλουν, και ακούγονται μόνο όσοι φωνάζουν πιο δυνατά. Μια ομάδα ανθρώπων που το μόνο που τους ενώνει είναι η δυσαρέσκεια και ο θυμός, δεν διαφέρει και πολύ από την έννοια του όχλου. Κι ο όχλος, όσο αγανακτισμένος κι αν είναι, γίνεται με μεγάλη ευκολία εργαλείο στα χέρια του πρώτου τυχοδιώκτη που βρεθεί στο μικρόφωνο.
Ο Alexander Herzen έγραφε ότι η επόμενη μέρα μιας επανάστασης θυμίζει εγκυμονούσα χήρα: ο πατέρας είναι νεκρός αλλά το παιδί δεν έχει γεννηθεί ακόμη. Υπάρχουν πολλοί που πιστεύουν ότι το φαινόμενο των «αγανακτισμένων» πολιτών στις πλατείες της χώρας είναι η αρχή μιας ειρηνικής επανάστασης «κατά του καπιταλιστικού συστήματος της παγκόσμιας εξουσίας». Ευτυχώς όμως, ο πατέρας δεν είναι ακόμη νεκρός, και το παιδί παραμένει απλή ονείρωξη της γραφικής εφηβείας μιας ηχηρής μειοψηφίας. Οι πλατείες τις χώρας δεν έχουν καταληφθεί από ρομαντικούς επαναστάτες. Έχουν καταληφθεί από κρατικιστές λουδίτες που αρνούνται την εξέλιξη και νοσταλγούν το παρελθόν των προνομίων τους που απειλούνται. Κι η στειρότητα της «αγανάκτησής» τους φαίνεται από τα ίδια τους τα συνθήματα: «Δεν θα πληρώ – Δεν θα πληρώσουμε ποτέ». «Παραιτηθείτε!» «Να καεί, να καεί, το μπου...λο η Βουλή.» «Εεε... ωωω... πάρτε το μνημόνιο και φύγετε από δω – ουστ!»
Στην καλύτερη περίπτωση, οι συγκεντρώσεις στις πλατείες μπορούν να είναι το αντίδοτο της πολιτικής πλήξης που προκαλεί η μονοτονία της μικροπολιτικής τηλεόρασης. Στη χειρότερη περίπτωση όμως, μπορούν να μας επιστρέψουν στην εποχή της πλαστικής σημαιούλας, του εθνοσωτήρα ηγέτη ή και, ακόμη χειρότερα, στο χάος της εξόδου από την ΕΕ και το Ευρώ. Η άρνηση της πολιτικής υπήρξε πάντα το λαϊκίστικο όχημα του συντηρητισμού. Η αγανάκτηση, όχι μόνο δεν είναι αρκετή, αλλά γίνεται και επικίνδυνη όταν δεν συνοδεύεται από νηφάλια σκέψη και συγκροτημένες ιδέες.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν υπάρχουν σοβαροί λόγοι που θα έπρεπε να μας αγανακτούν. Οι
ίδιοι λόγοι που θα έπρεπε να μας αγανακτούν εδώ και αρκετές δεκαετίες: η διαφθορά κι η γραφειοκρατία, το υπερτροφικό δημόσιο, οι παρασιτικές ομάδες που επιβάλουν την ατζέντα τους με τη βία και τους πολιτικούς εκβιασμούς, ο ασφυκτικός έλεγχος κάθε μορφής επιχειρηματικότητας, ο περιορισμός της ελευθερίας και της δημιουργικότητας, το απαίσιο δημόσιο σχολείο. Θα μπορούσα να γκρινιάζω μέχρι αύριο... και θα το κάνω. Όχι όμως στις πλατείες όπου θα συνδέεται η φωνή μου με αυτών που ελπίζουν στην κατάρρευση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας χτυπώντας ρυθμικά κατσαρόλες και σήμαντρα.
Οι μεγάλες μάχες στη δημοκρατία είναι μάχες ιδεών, όχι πεζοδρομίων. Κερδίζονται στις εφημερίδες και το διαδίκτυο, στα ΜΜΕ, στα βιβλία και την αρθρογραφία των αντιμαχόμενων πλευρών. Κι όταν πλέον καταλήξουν, αν καταλήξουνε ποτέ, στο πεζοδρόμιο, τότε είναι πολύ αργά πλέον για τους ηττημένους. Η μάχη έχει ήδη χαθεί. Οι «αγανακτισμένοι» όμως πολίτες στις πλατείες μας δεν δίνουνε καμία μάχη. Περιφέρουνε απλά μια άμορφη δυσανασχέτηση για τις συνέπειες μιας εποχής που ανεύθυνα επιτρέψαμε όλοι να επιβιώσει πέρα από κάθε όριο.
Αν και το πρώτο ένστικτο του ανήσυχου πολίτη είναι η συμπάθεια για τους «αγανακτισμένους» συμπολίτες του, η συμμετοχή στην άμορφη διαμαρτυρία της πλατείας – όσο διασκεδαστική κι αν είναι – δεν προσφέρει καμία λύση. Ενισχύει απλά το λευκό θόρυβο (white noise) στην πολιτική και προσφέρει τροφή στα θηρία του λαϊκισμού.
so what! - www.gsarigiannidis.com
[George Orwell, Προπαγάνδα και δημοτικός λόγος]
Οι εκδηλώσεις αγανάκτησης και μη-στοχευμένης διαμαρτυρίας μπορούν όντως να αποτελέσουν τον καταλύτη που θα εκβιάσει τον πολιτικό κόσμο στη μεταρρυθμιστική τροχιά που απαιτεί η παρούσα κρίση. Ενδέχεται ωστόσο, και ο κίνδυνος αυτός είναι μεγάλος, να μας οδηγήσουν σε μια οχλοκρατία της πλατείας, όπου κανείς δεν συμφωνεί με κανέναν, λίγοι ξέρουν τί θέλουν, και ακούγονται μόνο όσοι φωνάζουν πιο δυνατά. Μια ομάδα ανθρώπων που το μόνο που τους ενώνει είναι η δυσαρέσκεια και ο θυμός, δεν διαφέρει και πολύ από την έννοια του όχλου. Κι ο όχλος, όσο αγανακτισμένος κι αν είναι, γίνεται με μεγάλη ευκολία εργαλείο στα χέρια του πρώτου τυχοδιώκτη που βρεθεί στο μικρόφωνο.
Ο Alexander Herzen έγραφε ότι η επόμενη μέρα μιας επανάστασης θυμίζει εγκυμονούσα χήρα: ο πατέρας είναι νεκρός αλλά το παιδί δεν έχει γεννηθεί ακόμη. Υπάρχουν πολλοί που πιστεύουν ότι το φαινόμενο των «αγανακτισμένων» πολιτών στις πλατείες της χώρας είναι η αρχή μιας ειρηνικής επανάστασης «κατά του καπιταλιστικού συστήματος της παγκόσμιας εξουσίας». Ευτυχώς όμως, ο πατέρας δεν είναι ακόμη νεκρός, και το παιδί παραμένει απλή ονείρωξη της γραφικής εφηβείας μιας ηχηρής μειοψηφίας. Οι πλατείες τις χώρας δεν έχουν καταληφθεί από ρομαντικούς επαναστάτες. Έχουν καταληφθεί από κρατικιστές λουδίτες που αρνούνται την εξέλιξη και νοσταλγούν το παρελθόν των προνομίων τους που απειλούνται. Κι η στειρότητα της «αγανάκτησής» τους φαίνεται από τα ίδια τους τα συνθήματα: «Δεν θα πληρώ – Δεν θα πληρώσουμε ποτέ». «Παραιτηθείτε!» «Να καεί, να καεί, το μπου...λο η Βουλή.» «Εεε... ωωω... πάρτε το μνημόνιο και φύγετε από δω – ουστ!»
Στην καλύτερη περίπτωση, οι συγκεντρώσεις στις πλατείες μπορούν να είναι το αντίδοτο της πολιτικής πλήξης που προκαλεί η μονοτονία της μικροπολιτικής τηλεόρασης. Στη χειρότερη περίπτωση όμως, μπορούν να μας επιστρέψουν στην εποχή της πλαστικής σημαιούλας, του εθνοσωτήρα ηγέτη ή και, ακόμη χειρότερα, στο χάος της εξόδου από την ΕΕ και το Ευρώ. Η άρνηση της πολιτικής υπήρξε πάντα το λαϊκίστικο όχημα του συντηρητισμού. Η αγανάκτηση, όχι μόνο δεν είναι αρκετή, αλλά γίνεται και επικίνδυνη όταν δεν συνοδεύεται από νηφάλια σκέψη και συγκροτημένες ιδέες.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν υπάρχουν σοβαροί λόγοι που θα έπρεπε να μας αγανακτούν. Οι
ίδιοι λόγοι που θα έπρεπε να μας αγανακτούν εδώ και αρκετές δεκαετίες: η διαφθορά κι η γραφειοκρατία, το υπερτροφικό δημόσιο, οι παρασιτικές ομάδες που επιβάλουν την ατζέντα τους με τη βία και τους πολιτικούς εκβιασμούς, ο ασφυκτικός έλεγχος κάθε μορφής επιχειρηματικότητας, ο περιορισμός της ελευθερίας και της δημιουργικότητας, το απαίσιο δημόσιο σχολείο. Θα μπορούσα να γκρινιάζω μέχρι αύριο... και θα το κάνω. Όχι όμως στις πλατείες όπου θα συνδέεται η φωνή μου με αυτών που ελπίζουν στην κατάρρευση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας χτυπώντας ρυθμικά κατσαρόλες και σήμαντρα.
Οι μεγάλες μάχες στη δημοκρατία είναι μάχες ιδεών, όχι πεζοδρομίων. Κερδίζονται στις εφημερίδες και το διαδίκτυο, στα ΜΜΕ, στα βιβλία και την αρθρογραφία των αντιμαχόμενων πλευρών. Κι όταν πλέον καταλήξουν, αν καταλήξουνε ποτέ, στο πεζοδρόμιο, τότε είναι πολύ αργά πλέον για τους ηττημένους. Η μάχη έχει ήδη χαθεί. Οι «αγανακτισμένοι» όμως πολίτες στις πλατείες μας δεν δίνουνε καμία μάχη. Περιφέρουνε απλά μια άμορφη δυσανασχέτηση για τις συνέπειες μιας εποχής που ανεύθυνα επιτρέψαμε όλοι να επιβιώσει πέρα από κάθε όριο.
Αν και το πρώτο ένστικτο του ανήσυχου πολίτη είναι η συμπάθεια για τους «αγανακτισμένους» συμπολίτες του, η συμμετοχή στην άμορφη διαμαρτυρία της πλατείας – όσο διασκεδαστική κι αν είναι – δεν προσφέρει καμία λύση. Ενισχύει απλά το λευκό θόρυβο (white noise) στην πολιτική και προσφέρει τροφή στα θηρία του λαϊκισμού.
so what! - www.gsarigiannidis.com
0 βγηκαν μπροστα:
Δημοσίευση σχολίου