-
Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009
τα πυρινα δαση
Μια φορά κι ένα καιρό υπήρχαν δάση που δε σταματούσαν ποτέ τους να καίγονται. Η φλόγα έγλυφε τα αμέτρητα δέντρα τους, μα αυτά δεν έλεγαν ποτέ να καούν. Χώμα, φωτιά, αέρας, καπνός. Τίποτα άλλο δεν υπήρχε σε αυτά τα καταραμένα δάση. Παλιές ιστορίες μιλούσαν γι αυτά τα μέρη και έλεγαν ότι μέσα τους ζούσαν κάποτε τα ποιο όμορφα, σπάνια και μαγικά πλάσματα που πάτησαν το πόδι τους στη γη, τώρα όμως κάτι πέρα από φωτιά και στάχτη δεν έβλεπες. Ένα παράξενο ξόρκι κρατούσε άσβεστη τη φωτιά να καίει και να φωτίζει ένα μυστικό δρόμο, ένα δρόμο που μόνο όποιος τον ήξερε μπορούσε να τον ακολουθήσει. Κάποια φεγγαρόλουστη νύχτα λένε ότι όλοι οι μάγοι και οι μάγισσες του κόσμου μαζεύτηκαν κάτω από μια γέρικη βελανιδιά και αποφάσισαν να χαράξουν ένα δρόμο με άστρα πάνω από τη γη για να μπορούν να περπατάνε τις νύχτες πέρα από τα σύννεφα και να μη μελαγχολούν από τη συννεφιά. Κάθε μάγος κράτησε στο χέρι του από ένα αστέρι και άρχισε να χαράζει με αυτό τον ουρανό. Μόλις τέλειωσαν περπάτησαν όλοι τους μαζί στο δρόμο που χάραξαν, αλλά το φως από τα φανάρια που κρατούσαν στα χέρια τους δεν ήταν αρκετά δυνατό για να φωτίσει όλα τα μέρη που μπορούσαν να δουν από εκείνο το ύψος. Έτσι αποφάσισαν να βάλλουν φωτιά σε όλα τα δάση που βρίσκονταν κάτω από το μονοπάτι τους για φωτίζει η φλόγα τους την ομορφιά του τοπίου. Ένωσαν πάνω από τα κεφάλια τους τα μαγικά τους ραβδιά και ψιθύρισαν ακατανόητα λόγια. Από τότε όλα τα δάση εκείνα που δέχτηκαν το μαγικό ξόρκι δε σταμάτησαν να καίγονται.
Η φωτιά έμεινε άσβεστη για χρόνια και ο καπνός που έβγαινε δε σταματούσε να απλώνεται όλο και περισσότερο και να πηγαίνει όλο και μακρύτερα και να γίνεται όλο και πιο πυκνός, όλο και πιο θανατηφόρος. Σύντομα ο καπνός είχε καταπιεί τα βουνά, τα ποτάμια, τους κάμπους, τα χωριά, τα πάντα. Πλέον οι τρομεροί μάγοι στη βραδινή τους βόλτα δε μπορούσαν να δουν τίποτα. Ο καπνός είχε καλύψει τα πάντα, αλλά μέσα στο σκοτάδι της νύχτας οι μάγοι δε μπορούσαν να καταλάβουν ότι ο λόγος που δεν έβλεπαν πια το όμορφο τοπίο ήταν ο καπνός που έβγαινε από τα δάση που είχαν βάλει φωτιά. Αντίθετα θεώρησαν ότι η φωτιά που έβαλαν δεν ήταν αρκετά δυνατή για να διώξει το σκοτάδι της νύχτας και αποφάσισαν να βάλουν φωτιά ολόκληρο τον κόσμο για να είναι δυνατό το φως, για να δουν, για να κάνουν τη βόλτα τους. Τα ξόρκια τους όμως δεν ήταν αρκετά δυνατά για να το κάνουν αυτό. Έτσι συμφώνησαν όλοι τους να χωριστούν και να κάψουν οι ίδιοι με τα χέρια τους ένα ένα δέντρο, ένα ένα λουλούδι. Δε θα σταματούσαν μέχρι να έβλεπαν ολόκληρη τη γη να είναι τυλιγμένη στις φλόγες.
Αυτό όμως δε μπορούσε να γίνει. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα καταστρέφονταν η γη, η μόνη κιβωτός αγάπης και ονείρων σε ολόκληρο τον απέραντο ουρανό. Γι αυτό το λόγο διέταξε μια ομάδα αγγέλων να ακολουθά ο καθένας τους από ένα μάγο και να σβήνουν με τον αέρα απ το φτερούγισμά τους κάθε φωτιά που άναβαν. Από τότε κάθε μάγος είχε το δικό του άγγελο που του έσβηνε την φωτιά, αλλά και τον πρόσεχε! Ναι οι άγγελοι δεν έσβηναν μόνο τη φωτιά των μάγων αλλά και τους πρόσεχαν. Οι μάγοι δεν είχαν καταλάβει ότι από πίσω τους πετούσε πάντα ένας δυνατός, πανέμορφος και κάτασπρος άγγελος. Μάγοι και άγγελοι γύρισαν όλοι τη γη βάζοντας και σβήνοντας φωτιές αντίστοιχα. Πέρασαν από μεγάλες γέφυρες, από άπατα μονοπάτια, από ποτάμια, από απέραντους κάμπους, από κριμένα χωριά. Μάγοι και άγγελοι μαζί σε ένα ατέλειωτο ταξίδι.
Οι μάγοι πρώτη φορά στη ζωή τους ταξίδευαν με αυτόν τον τρόπο. Πρώτη φορά έβλεπαν πως ζούσαν τα μικρά ζωάκια του δάσους, πρώτη φορά άγγιζαν τα λουλούδια και το πιο βασικό πρώτη φορά περπατούσαν κάτω από το φως του ήλιου. Πρώτη φορά κοντοστέκονταν για να δουν το ηλιοβασίλεμα (όσο τουλάχιστον μπορούσαν να δουν). Σιγά, σιγά ένας, ένας μάγος σταμάτησε να βάζει φωτιές. Αγάπησαν τόσο πολύ τη φύση που αντί να βάζουν φωτιά με τα ξόρκια τους άρχισαν να γεμίζουν τα δάση με υπέροχα λουλούδια και το βασικότερο; άρχισαν να διώχνουν το καπνό και να σβήνουν τη φωτιά που ακόμα έκαιγε στα καταραμένα δάση. Κανένας μάγος τελικά δεν κράτησε την υπόσχεσή του. Όλοι τους έσβησαν και την τελευταία φωτιά που είχαν βάλει. Όλοι αγάπησαν τη γη, τον ήλιο, τον αέρα όσο κανένας άνθρωπος δεν τα έχει αγαπήσει. Οι άγγελοι πλέον δεν έσβηναν φωτιές, αλλά βοηθούσαν τους μάγους να φυτεύουν λουλούδια και να φροντίζουν τα αδύναμα ζώα. Οι μάγοι παρολ αυτά όμως δεν είχαν δει ποτέ τους, τους αγγέλους τους μέχρι που μια μέρα… Μια μέρα γεννήθηκε ο Θεός στη γη. Εκείνη τη μέρα όλοι οι άγγελοι πήραν μορφή και έγιναν ορατοί στα μάτια των ανθρώπων και άρχισαν να ψάλουν ήχους που γέμισαν τον ουρανό. Τότε οι μάγοι σήκωσαν τα κεφάλια τους και είδαν να στέκονται δίπλα τους κάτασπροι άγγελοι και να τραγουδούν τη γέννηση του σωτήρα του κόσμου. Αυθόρμητα τότε έπιασαν το χέρι του αγγέλου τους και οι άγγελοι τους τράβηξαν ψηλά στον ουρανό, τους έδειξε τη γη να φωτίζεται ολόκληρη από το φως της αγάπης του μικρού Θεού που ξεπερνούσε σε ένταση όλες τις φωτιές που είχαν ανάψει και μετά κατέβηκαν πάλι και στάθηκαν όλοι, όμως μπροστά σε ένα στάβλο, μπροστά από το σπίτι του μικρού θεού. Ήταν η πρώτη φορά που συναντιόντουσαν οι μάγοι μετά από την τελευταία φορά που χωρίστηκαν με σκοπό να κάψουν ολόκληρη τη γη. Τώρα έδωσαν πάλι τα χέρια τους και ορκίστηκαν να μην αφήσουν κανέναν ξανά να βάλει σε κίνδυνο τον πανέμορφο κόσμο μας. Έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
απο την φανταστικη παραμυθοχωρα του adamhbl.wordpress.com
0 βγηκαν μπροστα:
Δημοσίευση σχολίου