dr.money / euro2day.gr
Οι ελληνικές επιχειρήσεις, οι τράπεζες και το δημόσιο είναι αποκλεισμένα από τις διεθνείς αγορές τα τελευταία χρόνια.
Η μοναδική γραμμή ζωής είναι τα δάνεια από την Ε.Ε. και το ΔΝΤ για το δημόσιο και η χρηματοδότηση της ΕΚΤ (Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας) προς τις ελληνικές τράπεζες.
Άντε και τα χρήματα από τα κοινοτικά ταμεία και τα δάνεια της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΙΒ).
Μιλάμε για πάρα πολλά λεφτά.
Τόσα όσα δεν έχει λάβει όλη η Αφρική ως βοήθεια για πολλά χρόνια, για να θυμηθούμε την ατάκα του Τζορτζ Σόρος σε Έλληνα συνομιλητή του πριν από καιρό σε συνάντηση εκτός Ελλάδος.
Όμως, όλα τα πράγματα έχουν τα όριά τους.
Η εκταμίευση των δανείων από την Ε.Ε. και το ΔΝΤ είναι συνυφασμένη με την εκπλήρωση των όρων του μνημονίου ΙΙ και γίνεται μετ’ εμποδίων.
Η ΕΚΤ δεν δείχνει να επιθυμεί να αυξήσει την έκθεσή της στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, αν και δεν μπορεί να το αφήσει ξεκρέμαστο όσο η Ελλάδα παραμένει στο πρόγραμμα προσαρμογής και οι καταθέσεις φυλλορροούν.
Οι εισροές από τα κοινοτικά ταμεία θα μπορούσαν να είναι μεγαλύτερες κατά λίγα δισ. ευρώ ετησίως από τη στιγμή όπου η ευρωπαϊκή συμμετοχή ανέρχεται πλέον στο 95%, αλλά η ελληνική δημόσια διοίκηση αδυνατεί να ακολουθήσει.
Τι απομένει;
Οι εισροές ιδιωτικών κεφαλαίων από το εξωτερικό για άμεσες και έμμεσες επενδύσεις.
Οι τελευταίες σκοντάφτουν εδώ και καιρό στο αποκαλούμενο ρίσκο χώρας, που από ένα σημείο και μετά μετατράπηκε σε συναλλαγματικό ρίσκο αφού η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη δεν θεωρείται πλέον ταμπού.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, το τελευταίο διάστημα γινόμαστε μάρτυρες μιας προσπάθειας αποεπένδυσης από μεγάλους ομίλους του εξωτερικού.
Όσα προβλήματα κι αν αντιμετώπιζε ο όμιλος της Carrefour στην Ελλάδα, όσα λεφτά κι αν είχε χάσει ο όμιλος της Credit Agricole στην Εμπορική, το πιθανότερο είναι ότι θα προτιμούσαν, όπως κάθε στρατηγικός επενδυτής, να παραμείνουν ή τουλάχιστον να περιμένουν περισσότερο παρά να κινήσουν τις διαδικασίες απόσυρσης από τη χώρα.
Δεν νομίζουμε ότι είναι τυχαία όλα αυτά.
Πίσω από τις ανωτέρω κι άλλες αποεπενδύσεις κρύβεται μια αρνητική άποψη για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Κοινώς, όχι μόνο δεν προσελκύουμε ως χώρα νέες ξένες επενδύσεις, αλλά φεύγουν και οι παλαιότεροι ξένοι επενδυτές.
Τι ειρωνεία!
Κι όλα αυτά συμβαίνουν την ίδια στιγμή που διάφοροι πολιτικοί και άλλοι επιμένουν να φωνάζουν εναντίον του «ξεπουλήματος» της δημόσιας περιουσίας και των κρατικών οργανισμών και επιχειρήσεων.
Λες και υπάρχουν πολλοί ξένοι ή Έλληνες που ενδιαφέρονται για να γίνουν άμεσες επενδύσεις στην Ελλάδα προκειμένου να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας και να εισρεύσει φρέσκο χρήμα, σε μια εποχή όπου η χώρα έχει μπει σε καραντίνα από τις αγορές.
Δυστυχώς, εδώ που έχουμε φτάσει, οι επιλογές δεν είναι ευχάριστες.
Αντιμέτωποι με το φάσμα της αποεπένδυσης και της παρατεταμένης ύφεσης, η προσέλκυση άμεσων επενδύσεων είναι τόσο σημαντική όσο και η αύξηση των εξαγωγών προϊόντων και υπηρεσιών.
Οι ιδιωτικοποιήσεις και η αξιοποίηση της «ελευθέρας βαρών» δημόσιας ακίνητης περιουσίας φαντάζει μονόδρομος για την προσέλκυση επενδύσεων από το εξωτερικό και την αλλαγή του επιχειρηματικού κλίματος στην παρούσα φάση.
Όμως, τα πρώτα τουλάχιστον ντιλ, μέχρι να αποκτήσει η χώρα αξιοπιστία και να μειωθεί το ρίσκο, θα είναι δυστυχώς αποτιμημένα χαμηλά.
Κι αυτό γιατί μόνο έτσι θα μπορέσει η χώρα να προσελκύσει επενδύσεις στην εποχή της αποεπένδυσης και του υψηλού ρίσκου.
Όποιοι το κάνουν θα κατηγορηθούν για ξεπούλημα λόγω των αναπόφευκτα χαμηλών αποτιμήσεων.
Όμως, θα πρέπει να αποφασίσουμε τι θέλουμε.
Αποεπένδυση και διαιώνιση της ύφεσης ή προσέλκυση νέων επενδύσεων μέσω ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας σε χαμηλές τιμές υπό συνθήκες παλαιότερου ρίσκου χώρας, που όμως σήμερα δεν υφίστανται;
Ο καθένας μπορεί να κάνει την επιλογή του, οφείλοντας να γνωρίζει όμως τις συνέπειες.
0 βγηκαν μπροστα:
Δημοσίευση σχολίου