απο συνέντευξη (avopolis.gr) του Bojan Boscovic,έναν απο τους οργανωτές του γνωστού πλέον exit festival,στο Νovi Sad της σερβίας.
Ξεκινήσατε το Exit ως μια μορφή αντίδρασης κατά του καθεστώτος του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς –είχατε μάλιστα ως μότο το «Exit out of 10 years of madness»...
Θέλαμε μια οδό διαφυγής έξω από όλα όσα μας καταπίεζαν σε εκείνα τα χρόνια, κάτι που περιλάμβανε και τη μουσική. Τα καθεστώτα που επικράτησαν ξέρεις μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ευνόησαν μια συγκεκριμένη σκηνή, δεμένη με τον εθνικισμό. Εμάς εξ αρχής δεν μας ενδιέφερε καμία τέτοια διασύνδεση, γι’ αυτό και είχαμε μια κροατική μπάντα ως headliner στο πρώτο Exit. Ίσα-ίσα, εκπροσωπούσαμε το αίτημα για μια άλλη Σερβία, μια Σερβία με διαφορετική πολιτική μα και με διαφορετική αισθητική, στην οποία θα είχαν φωνή και όλοι εκείνοι οι ανήσυχοι καλλιτέχνες που δεν ήταν τότε αρεστοί στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο.
Ναι, αλλά τι έκανε τόσους ανθρώπους στη Σερβία να υποστηρίξουν τον Μιλόσεβιτς για τόσο καιρό; Και τι άλλαξε τελικά τη γνώμη τους;
Αυτή είναι μια αληθινά περίπλοκη ερώτηση... Όταν η Γιουγκοσλαβία άρχισε να διαλύεται, υπήρξε μια τρομερή κρίση ταυτότητας. Τα έζησα και προσωπικά, καθώς τόσο ο ίδιος όσο και η οικογένειά μου προσδιοριζόμασταν ως Γιουγκοσλάβοι. Δεν μας ήταν έτσι καθόλου εύκολο να γίνουμε ξαφνικά «Σέρβοι», «Κροάτες» ή οτιδήποτε άλλο. Άνθρωποι σαν τον Μιλόσεβιτς βρήκαν πολύ εύκολο το πέρασμα από τον Κομμουνισμό στον υπερεθνικισμό και εκμεταλλεύτηκαν αυτή την κρίση ώστε να ανέλθουν στην εξουσία, ποντάροντας στην αναγέννηση των ξεχωριστών εθνικών ταυτοτήτων. Δεν είναι δύσκολο ξέρεις να εξαπατήσεις τον λαό σε μια χώρα μη συνηθισμένη στη δημοκρατία.
Επομένως, δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση να οργανώσετε ένα φεστιβάλ με αντικυβερνητικό χαρακτήρα. Πώς το στήσατε; Έπρεπε φαντάζομαι να καμουφλάρετε τις απόψεις σας...
Ήταν πολύ δύσκολο. Τότε ήμασταν άλλωστε απλά φοιτητές στο Πανεπιστήμιο του Novi Sad, αν και υπήρχε βέβαια ένα μεγάλο δίκτυο φίλων και σε άλλες πόλεις –στο Βελιγράδι κυρίως. Ήμασταν οι άνθρωποι που βλέπατε στα οδοφράγματα να συγκρουόμαστε με την αστυνομία του Μιλόσεβιτς στο δεύτερο μισό των 1990s, οι άνθρωποι που ξεπούλησε η Δύση κάθε φορά που θεωρούσε ότι ο Μιλόσεβιτς της ήταν χρήσιμος σε κάτι. Αρχικά οργανωθήκαμε σε ένα ανεξάρτητο φοιτητικό σχήμα, ανεξάρτητο δηλαδή από τις κομματικές νεολαίες, το οποίο μας υποχρέωσαν να διαλύσουμε. Μας απέβαλλαν τότε από το πανεπιστήμιο και κάποιοι μάλιστα από μας δάρθηκαν. Αρχίσαμε λοιπόν να σκεφτόμαστε τι θα μπορούσαμε να κάνουμε, ξέροντας ότι στο κατόπι μας βρισκόταν πάντα η αστυνομία και οι μυστικές υπηρεσίες. Περάσαμε έτσι την κάθε μας ενέργεια ως «πολιτιστική» και φροντίζαμε να καμουφλάρουμε κάθε μας βήμα: τους λέγαμε π.χ. ότι η λέξη «Exit» δεν είχε κανένα πολιτικό νόημα, σήμαινε απλά «βγαίνω έξω». Βέβαια, στις 100 μέρες που κράτησε το πρώτο φεστιβάλ στον χώρο του πανεπιστημίου πολλά πράγματα δεν μπορούσαν πια να κρατηθούν κρυφά. Είχε έρθει όμως πλέον πολύς κόσμος, οπότε η κυβέρνηση δεν ήθελε να αντιμετωπίσει επιθετικά κάτι τόσο λαοφιλές, ειδικά στη νεολαία. Προτίμησαν λοιπόν να μας αφήσουν να υπάρξουμε, με στόχο να μπορέσουν να μας ελέγξουν. Απλά στη συνέχεια κατέρρευσε το καθεστώς, με αποτέλεσμα να βρούμε κι εμείς την έξοδό μας από όλα αυτά...
Βρίσκω ενδιαφέρον ότι χρησιμοποιείς τον όρο «Βαλκάνια», τον οποίον όμως δεν βρήκα πουθενά στην ιστοσελίδα του Exit. Αντ’ αυτού, υπάρχει το «Νοτιοανατολική Ευρώπη». Γιατί;
Δεν προσπαθούμε να το σκάσουμε από τα Βαλκάνια καμουφλάροντάς τα ως κάτι άλλο, πιο ουδέτερο. Το δικό μου πρόβλημα με αυτή τη λέξη βρίσκεται στο νόημα που έχει αποκτήσει μουσικά: είναι δεμένο με τις πιο παραδοσιακές μουσικές και με τα folk φεστιβάλ, άρα δεμένο με ένα μέρος όπου πας να ακούσεις τρομπέτες, χορεύουν folk χορούς, πίνουν ρακές, τσακώνονται και τρώνε ψητό γουρουνόπουλο. Τη βρίσκω ως μια επιθετική κουλτούρα, τύπου «εδώ είναι Βαλκάνια, είμαστε οι καλύτεροι, θα σας δείξουμε εμείς», η οποία υπήρξε μάλιστα άρρηκτα συνδεδεμένη με τα όσα συνέβησαν εδώ κατά τη δεκαετία του 1990. Κι αυτό γιατί η folk μουσική, από τη φύση της, δεν προκαλεί ποτέ την καθιερωμένη τάξη πραγμάτων: θα συμπεριφερθεί πάντα στο πλαίσιο που θα τεθεί από μια συγκεκριμένη εποχή ή και από μια συγκεκριμένη κυβέρνηση. Στο Exit έχουμε μια εντελώς αντίθετη νοοτροπία: ρωτάμε αν είναι δυνατόν να φτιάξουμε κάτι με σύγχρονο προφίλ και αξία, που να μπορεί μεν να εδράζεται στη Σερβία μα να αφορά και ανθρώπους οι οποίοι ζουν κάπου αλλού. Γι’ αυτό και δεν μας αρέσει ο όρος Βαλκάνια.
Ξεκινήσατε το Exit ως μια μορφή αντίδρασης κατά του καθεστώτος του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς –είχατε μάλιστα ως μότο το «Exit out of 10 years of madness»...
Θέλαμε μια οδό διαφυγής έξω από όλα όσα μας καταπίεζαν σε εκείνα τα χρόνια, κάτι που περιλάμβανε και τη μουσική. Τα καθεστώτα που επικράτησαν ξέρεις μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ευνόησαν μια συγκεκριμένη σκηνή, δεμένη με τον εθνικισμό. Εμάς εξ αρχής δεν μας ενδιέφερε καμία τέτοια διασύνδεση, γι’ αυτό και είχαμε μια κροατική μπάντα ως headliner στο πρώτο Exit. Ίσα-ίσα, εκπροσωπούσαμε το αίτημα για μια άλλη Σερβία, μια Σερβία με διαφορετική πολιτική μα και με διαφορετική αισθητική, στην οποία θα είχαν φωνή και όλοι εκείνοι οι ανήσυχοι καλλιτέχνες που δεν ήταν τότε αρεστοί στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο.
Ναι, αλλά τι έκανε τόσους ανθρώπους στη Σερβία να υποστηρίξουν τον Μιλόσεβιτς για τόσο καιρό; Και τι άλλαξε τελικά τη γνώμη τους;
Αυτή είναι μια αληθινά περίπλοκη ερώτηση... Όταν η Γιουγκοσλαβία άρχισε να διαλύεται, υπήρξε μια τρομερή κρίση ταυτότητας. Τα έζησα και προσωπικά, καθώς τόσο ο ίδιος όσο και η οικογένειά μου προσδιοριζόμασταν ως Γιουγκοσλάβοι. Δεν μας ήταν έτσι καθόλου εύκολο να γίνουμε ξαφνικά «Σέρβοι», «Κροάτες» ή οτιδήποτε άλλο. Άνθρωποι σαν τον Μιλόσεβιτς βρήκαν πολύ εύκολο το πέρασμα από τον Κομμουνισμό στον υπερεθνικισμό και εκμεταλλεύτηκαν αυτή την κρίση ώστε να ανέλθουν στην εξουσία, ποντάροντας στην αναγέννηση των ξεχωριστών εθνικών ταυτοτήτων. Δεν είναι δύσκολο ξέρεις να εξαπατήσεις τον λαό σε μια χώρα μη συνηθισμένη στη δημοκρατία.
Επομένως, δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση να οργανώσετε ένα φεστιβάλ με αντικυβερνητικό χαρακτήρα. Πώς το στήσατε; Έπρεπε φαντάζομαι να καμουφλάρετε τις απόψεις σας...
Ήταν πολύ δύσκολο. Τότε ήμασταν άλλωστε απλά φοιτητές στο Πανεπιστήμιο του Novi Sad, αν και υπήρχε βέβαια ένα μεγάλο δίκτυο φίλων και σε άλλες πόλεις –στο Βελιγράδι κυρίως. Ήμασταν οι άνθρωποι που βλέπατε στα οδοφράγματα να συγκρουόμαστε με την αστυνομία του Μιλόσεβιτς στο δεύτερο μισό των 1990s, οι άνθρωποι που ξεπούλησε η Δύση κάθε φορά που θεωρούσε ότι ο Μιλόσεβιτς της ήταν χρήσιμος σε κάτι. Αρχικά οργανωθήκαμε σε ένα ανεξάρτητο φοιτητικό σχήμα, ανεξάρτητο δηλαδή από τις κομματικές νεολαίες, το οποίο μας υποχρέωσαν να διαλύσουμε. Μας απέβαλλαν τότε από το πανεπιστήμιο και κάποιοι μάλιστα από μας δάρθηκαν. Αρχίσαμε λοιπόν να σκεφτόμαστε τι θα μπορούσαμε να κάνουμε, ξέροντας ότι στο κατόπι μας βρισκόταν πάντα η αστυνομία και οι μυστικές υπηρεσίες. Περάσαμε έτσι την κάθε μας ενέργεια ως «πολιτιστική» και φροντίζαμε να καμουφλάρουμε κάθε μας βήμα: τους λέγαμε π.χ. ότι η λέξη «Exit» δεν είχε κανένα πολιτικό νόημα, σήμαινε απλά «βγαίνω έξω». Βέβαια, στις 100 μέρες που κράτησε το πρώτο φεστιβάλ στον χώρο του πανεπιστημίου πολλά πράγματα δεν μπορούσαν πια να κρατηθούν κρυφά. Είχε έρθει όμως πλέον πολύς κόσμος, οπότε η κυβέρνηση δεν ήθελε να αντιμετωπίσει επιθετικά κάτι τόσο λαοφιλές, ειδικά στη νεολαία. Προτίμησαν λοιπόν να μας αφήσουν να υπάρξουμε, με στόχο να μπορέσουν να μας ελέγξουν. Απλά στη συνέχεια κατέρρευσε το καθεστώς, με αποτέλεσμα να βρούμε κι εμείς την έξοδό μας από όλα αυτά...
Βρίσκω ενδιαφέρον ότι χρησιμοποιείς τον όρο «Βαλκάνια», τον οποίον όμως δεν βρήκα πουθενά στην ιστοσελίδα του Exit. Αντ’ αυτού, υπάρχει το «Νοτιοανατολική Ευρώπη». Γιατί;
Δεν προσπαθούμε να το σκάσουμε από τα Βαλκάνια καμουφλάροντάς τα ως κάτι άλλο, πιο ουδέτερο. Το δικό μου πρόβλημα με αυτή τη λέξη βρίσκεται στο νόημα που έχει αποκτήσει μουσικά: είναι δεμένο με τις πιο παραδοσιακές μουσικές και με τα folk φεστιβάλ, άρα δεμένο με ένα μέρος όπου πας να ακούσεις τρομπέτες, χορεύουν folk χορούς, πίνουν ρακές, τσακώνονται και τρώνε ψητό γουρουνόπουλο. Τη βρίσκω ως μια επιθετική κουλτούρα, τύπου «εδώ είναι Βαλκάνια, είμαστε οι καλύτεροι, θα σας δείξουμε εμείς», η οποία υπήρξε μάλιστα άρρηκτα συνδεδεμένη με τα όσα συνέβησαν εδώ κατά τη δεκαετία του 1990. Κι αυτό γιατί η folk μουσική, από τη φύση της, δεν προκαλεί ποτέ την καθιερωμένη τάξη πραγμάτων: θα συμπεριφερθεί πάντα στο πλαίσιο που θα τεθεί από μια συγκεκριμένη εποχή ή και από μια συγκεκριμένη κυβέρνηση. Στο Exit έχουμε μια εντελώς αντίθετη νοοτροπία: ρωτάμε αν είναι δυνατόν να φτιάξουμε κάτι με σύγχρονο προφίλ και αξία, που να μπορεί μεν να εδράζεται στη Σερβία μα να αφορά και ανθρώπους οι οποίοι ζουν κάπου αλλού. Γι’ αυτό και δεν μας αρέσει ο όρος Βαλκάνια.
0 βγηκαν μπροστα:
Δημοσίευση σχολίου