Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

Απολογισμός 100 χρόνων απραξίας



Του Γιώργου Φρέρη/politicalreviewgr.blogspot
 Φέτος γιορτάζεται η εκατοστή επέτειος της «απελευθέρωσης» της Θεσσαλονίκης από τον οθωμανικό ζυγό και η ένταξή της στο σύγχρονο ελληνικό κράτος. Το 1912, το φυσικό λιμάνι της Βαλκανικής χερσονήσου ήταν μια γοητευτική και πολυάνθρωπη κοσμοπολίτικη πόλη, μ’ ένα πλήθος εθνοτήτων από Εβραίους, Τούρκους, Έλληνες, Σλάβους και Φραγκολεβαντίνους, να συνυπάρχουν όλοι τους σχεδόν ειρηνικά, παρά τις θρησκευτικές ή πολιτιστικές τους διαφορές. 
Ήταν μια πόλη ζωντανή, με ποικίλες συνοικίες που σχηματίζονταν με κριτήριο την εθνότητα ή την κοινωνική τάξη, μια πόλη που ευημερούσε εξαιτίας του διαπολιτισμικού αυτού παντρέματος, μια πόλη που γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη στις αρχές του περασμένου αιώνα, σε πολλούς τομείς· εδώ δημιουργήθηκε η πρώτη τράπεζα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο πρώτος σιδηροδρομικός σταθμός που
θα συνδέσει την Ευρώπη με το οθωμανικό κράτος, εδώ τέθηκαν τα θεμέλια του συνδικαλισμού και των σοσιαλιστικών ιδεών της ευρύτερης περιοχής, λόγω της μεγάλης βιομηχανικής ανάπτυξης και κατά συνέπεια και του προλεταριάτου, εδώ έγινε η πρώτη εξέγερση του σύγχρονου οθωμανικού κράτους απαιτώντας την εφαρμογή ενός ευρωπαϊκού Συντάγματος, εδώ αναπτύχθηκε μια ιδιαίτερη αρχιτεκτονική τάση με μέγαρα και κτήρια που σεβάστηκαν το περιβάλλον, εδώ ιδρύθηκαν ξένα σχολεία (εβραϊκά, τούρκικα, σλαβικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, αγγλικά, ρουμανικά κ.ά.) για τις εκπαιδευτικές ανάγκες του πολυεθνικού της χαρακτήρα, εδώ κυκλοφόρησαν ταυτόχρονα εφημερίδες στην τουρκική, ελληνική, εβραϊκή, γαλλική, ιταλική και πολλών σλαβικών γλωσσών, προκειμένου να ενημερώνεται το πολυγλωσσικό της κοινό, με αποτέλεσμα όλη αυτή η εκπληκτική δραστηριότητα να έχει μετατρέψει την ήρεμη πολιτεία του Θερμαϊκού σε ένα ενδιαφέρον «χωνευτήρι» πολιτισμών και ιδεών, σε μια πολυτισμική μικρογραφία, εφάμιλλη της βυζαντινής ή οθωμανικής Κωνσταντινούπολης.

Εκατό χρόνια μετά, ο σύγχρονος Θεσσαλονικιός που αναλογίζεται το πρόσφατο παρελθόν της γεννέτειράς του, διαπιστώνει με θλίψη ότι η πόλη αυτή που έχει άτακτα δομηθεί, χωρίς κανένα σχεδιασμό, με πολυκατοικίες κακοφτιαγμένες χωρίς ίχνος αρχιτεκτονικής πρωτοτυπίας, διαθέτει έναν πληθυσμό, μεγάλο μέρος του οποίου στερείται αστικής συνείδησης που εξυπηρετείται καθημερινά στις μετακινήσεις του με ένα άθλιο και βρώμικο συγκοινωνιακό δίκτυο, μ’ ένα αεροδρόμιο που εξυπηρετεί τους κατοίκους της, με ελάχιστες αεροπορικές εταιρείες σε «άγριες πρωινές ώρες ενώ με την πρωτεύουσα δεν έχει σύνδεση πριν τις 7 το πρωί ή το απόγευμα. Η θαλάσσια συγκοινωνία με τα νησιά ή τις άλλες περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου είναι ανύπαρκτη γιατί το λιμάνι της περιορίζεται πλέον μόνον
σε εμπορικές μεταφορές, ενώ οι τρεις με τέσσερις κεντρικές οδικές της αρτηρίες είναι υπερβολικά θορυβώδεις, χωρίς δεντροφύτευση, βρώμικες και το κυριώτερο χωρίς καμιά αισθητική. Τις σιδηροδρομικές της υπηρεσίες καλύτερα να μην τις αναφέρουμε. Δεν είναι μόνον πεπαλαιωμένες, αλλά και υπερβολικά αργές.
Τα πάρκα της λιγοστά, αφιλόξενα, χωρίς καμιά πρόνοια για τους κατοίκους της, κακοφωτισμένα το βράδυ, για να βρίσκουν καταφύγιο κάθε λογής περιθωριακοί. Τα πεζοδρόμιά της, που σχετικά πρόσφατα ανακαινίστηκαν, έχουν εδώ και καιρό μετατραπεί σε χώρους στάθμευσης παντός τύπου τροχοφόρου, αν δεν πρόλαβε να τα οικειοποιηθεί κάποια ταβέρνα που προσφέρει μέτρια κουζίνα, δίπλα ακριβώς από κάδους απορρημάτων. Τα καταστήματά της φέρουν συνήθως τίτλους μη ελληνικούς, γραμμένους με λατινικό αλφάβητο για να εντυπωσιάσουν τους νεόπλουτους πελάτες τους ενώ τα εναπομείνοντα αρχοντικά της, τα ψηλοτάβανα και ευρύχωρα, έχουν μετατραπεί σε φτηνά κακόγουστα και θορυβώδη μπαράκια και φιλοξενούν άεργους ημιμαθείς που αναζητούν τη δόση μιας εφήμερης ευτυχίας. Η άλλοτε βιομηχανική της περιοχή έχει ερημώσει, το έμψυχο δυναμικό της είναι άνεργο, οι δείκτες παραγωγικότητας έχουν εκμηδενιστεί, κι όσοι την έζησαν παλαιά, δυσκολεύονται σήμερα να την αναγνωρίσουν. Η αποκομιδή των απορρημάτων της έχει καταστεί μόνιμο πρόβλημα καθώς και ο υπερβολικός θόρυβος των οχημάτων περισυλλογής, ενώ ο φημισμένος όμορφος κόλπος της έχει καταντήσει βούρκος με λογής πλεούμενα αντικείμενα και υπερμεγέθη ποντίκια που ανενόχλητα σουλατσάρουν στις προβλήτες της. Τα μνημεία της έχουν απαξιωθεί και καταρρέουν, οι καλαίσθητες εκκλησιές της κρύβονται πίσω από άσχημες πολυκατοικίες, κι έχουν απομείνει ελάχιστα πλέον βιβλιοπωλεία, ενώ η Άνω Πόλη έχει μετατραπεί σε καταφύγιο φθηνών φοροφυγάδων μικροαστών.
Ο απόγονος των Ελλήνων Θεσσαλονικιών, που είχαν έντονη την επιθυμία να ενταχθούν στο ελληνικό κράτος, διαπιστώνει, εκατό χρόνια μετά την «ελληνική κατοχή» ότι η πόλη πτώχευσε όπως και το κράτος του, πως έχει άθλια δαπανηρή δυσπρόβατη περίθαλψη, ψυχρά δημόσια κτήρια χωρίς καμιά πρόνοια για τον πολίτη, ένα αχανές και κακοσυντηρημένο στην εμφάνιση πανεπιστήμιο, αποκομμένο από την κοινωνία, που εξυπηρετεί σχεδόν αποκλειστικά επιχειρηματικούς σκοπούς, όπως και η περιβόητη διεθνής –μόνον κατ’ευφημισμό βέβαια- έκθεσή της. Διαπιστώνει λοιπόν ο κάτοικος αυτής της πόλης ότι ενώ ο πληθυσμός της έχει άτακτα αυξηθεί εδώ και εκατό χρόνια, δεν είναι σε θέση να έχει ούτε μία ημερήσια ή έστω εβδομαδιαία εφημερίδα ισάξια της φήμης των αλλοτινών γραπτών μέσων ενημέρωσης, που να τον πληροφορεί υπεύθυνα για την οικονομική, πολιτική, πολιτιστική προοπτική της κι όχι να τον εξαπατά, επαναλαμβάνοντας όσα το Κέντρο του διοχετεύει, ή να ασχολείται με κουτσομπολιά που αναβαθμίζονται σε κοκόγουστες κοσμικές στήλες. Διαπιστώνει λοιπόν, ότι η πόλη των προγόνων του, που διάβαζε πρωτοποριακούς για την εποχή τους συγγραφείς, Έλληνες και ξένους, δε διαθέτει ένα σωστό δημόσιο δίκτυο βιβλιοθηκών, ώστε οι κάτοικοί της, όσοι βέβαια δεν αφήνουν ένα βιβλίο μετά από τις δύο πρώτες σελίδες ανάγνωσης, να βρίσκουν κάποια διέξοδο από τα καθημερινά «αστικά μαρτύρια». Η πόλη δε διαθέτει έναν τοπικό πυρήνα πνευματικής ζωής, που νάναι μακριά από προσωπικές προβολές και εφήμερες λογοτεχνικές ή άλλες ηγεμονικές τάσεις. Στην πόλη αυτή η πνευματική κριτική είναι σποραδική, ευκαιριακή, αμέθοδη, γεμάτη κοσμικές φιλοφρονήσεις. Οι όποιες πνευματικές δραστηριότητες σχολιάζονται σα δελτία τύπου, ίσως γιατί η ερασιτεχνική ενασχόληση με την Τέχνη έχει προ πολλού θέσει στο περιθώριο την Τέχνη και κυρίως την πρωτοποριακή. Γι αυτό και ο σημερινός συνειδητοποιημένος πνευματικός κάτοικος αυτής της πόλης βλέπει, με πολύ πίκρα, να έχει συνδεθεί η όποια πνευματικότητα με την ψυχαγωγία, να καλλιεργείται ένα έντονο ενδιαφέρον μόνο για άθλια αθλητικά σωματεία-επιχειρήσεις, να μη διεκδικείται καμιά ποιότητα ζωής, να έχει πλέον συνηθίσει ο πολίτης στο θόρυβο, στη μολυσμένη ατμόσφαιρα, στην ηχορύπανση, στην ανεξέλεγκτη αφισοκόλληση και την χαρτούρα γενικότερα. Αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής δεν είναι μόνον η βρωμιά των προσόψεων στα κτήρια να τον αφήνει αδιάφορο, αλλά και το γεγονός να μην εξοργίζεται με τη χρόνια «λαμογιά» των δημοτικών του αρχόντων, που κατά διαστήματα λεηλάτησαν τα κοινοτικά κονδύλια κι έμειναν ατιμώρητοι από τη διαπλεκόμενη ελληνική δικαιοσύνη. Δεν εκπλήσσεται -γιατί αγνοεί το παρελθόν, την ιστορία της γενέτειρας του- που η άλλοτε προοδευτική του πόλη τείνει να μετατραπεί σε άντρο φτηνής εθνικής συντήρησης, κλειστών οικονομικών κυκλωμάτων, προπύργιο μιας τέχνης προ πολλού ξεπερασμένης, τόσο σε εκφραστικό όσο και σε θεματικό επίπεδο.
Μπρος σ’αυτήν την κατάντια της μιζέριας των εκατό χρόνων ελεύθερης ζωής της πόλης, είναι εύλογο να αναρωτηθεί ο σημερινός απόγονος των Ελλήνων Μακεδόνων που λαχτάρησαν την ένταξη της περιοχής τους στο ελληνικό κράτος, αν αυτή η ένταξη-απελευθέρωση πράγματι άξιζε. Αν οι προσδοκίες των προγόνων τους δεν προδώθηκαν, δεν αλλοιώθηκαν, δεν παρερμηνεύτηκαν απ’ όσους επέβαλαν ένα νέο τρόπο ζωής κι αν η νέα αυτή κατάσταση, όπως διαμορφώθηκε και διαγράφεται στο μέλλον, δεν είναι άλλη μια επιπλέον αυταπάτη για έναν ακόμη υποτειθέμενο ή ονειρικό παράδεισο ανεξαρτησίας;
Η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα είναι δύσκολη, γιατί αν υποτεθεί ότι στηρείζεται στα δρώμενα του παρελθόντος ή στις καλές μελλοντικές προθέσεις, το μέλλον δε διαφράφεται μόνο δύσκολο, αλλά και πέρα για πέρα ζοφερό. Γιατί η ελευθερία και η ανεξαρτησία δεν είναι απλή υπόθεση. Απαιτούν ένα συνεχή αγώνα ανανέωσης εκ μέρους του κάθε πολίτη κι όχι έναν απλό σχεδιασμό για την  κατάληψη μιας περίοπτης κρατικής ή άλλης θέσης. Απαιτούν δράση αξιοκρατική κι όχι μια απλή υποταγή ή μια παθητική στάση σε όσα αποφασίζονται κι επιβάλλονται. Σε τι χρησιμεύει η ανεξαρτησία όταν μια κοινωνία επιβάλλει άκριτα, με τρόπο αυταρχικό τις όποιες απόψεις μιας σχετικής πλειοψηφίας που αδιαφορεί επιδεικτικά για τη γνώμη της μειοψηφίας ή της ετερότητας; Σε τι χρησιμεύει η ελευθερία όταν υποθάλπεται ο φόβος του ξένου, όταν φιμώνεται ό,τι δεν ασπαζόμαστε, όταν υποβαθμίζεται η ποιότητα ζωής μιας ολόκληρης κοινωνίας στο όνομα της προόδου ή του μοντερνισμού, δύο έννοιες που πάντα συνδέονται, τουλάχιστον στις μέρες μας, με πολλά οικονομικά ή άλλου είδους συμφέροντα;
Γίνεται φανερό ότι τα εκατό χρόνια «ελεύθερης ζωής» της Θεσσαλονίκης, παρά την όποια υλική ανάπτυξη, δεν προσέφεραν, σε κανέναν τομέα, κάποια ιδιαίτερη πρόοδο ή ανάπτυξη, μια συγκλονιστική αλλαγή. Απλά ακολουθήθηκε η επιβεβλημένη από το χρόνο άκριτη εξέλιξη, χωρίς να έχουν αναδειχθεί τα μεγάλα της προνόμια, τόσο τα γεωγραφικά όσο και τα πολιτιστικά ή οικονομικά. Κι αυτό γιατί υποβαθμίστηκε και συνεχίζεται να υποβαθμίζεται η ποιότητα ζωής, σε όλους τους τομείς, γιατί επεκράτησε η περιφρόνηση της διαφορετικής άποψης κι αντί της αξιοκρατίας εξακολουθεί να επικρατεί η κομματοκρατία και τα παρακλάδια της, αντί της πολιτιστικής ανάπτυξης που θάταν ο προπομπός της κάθε προόδου, θεωρείται ακόμη η ανεύθυνη υλική ανάπτυξη ή η αρπαχτή χωρίς καμιά μελέτη, κινητήρια δύναμη για την εξέλιξή της. Αποτέλεσμα αυτής της νοοτροπίας είναι να αναπτυχθεί η ασέβεια του δημόσιου χώρου και η θεσμική καλλιέργεια αλλά και η συνείδηση ενός αρρώστου αστού-πολίτη.
Ίσως να χρειαστούν άλλα εκατό χρόνια υπομονής, μέχρι να συνειδητοποιηθεί ο προβληματισμός που διατυπώθηκε. Πιθανόν και περισσότερα. Μόνον που στο διάστημα αυτό, στην ευρύτερη περιοχή μας, θα έχουν αναπτυχθεί άλλα, πολύ πιο αξιόλογα μητροπολιτικά κέντρα και «η μικρή μας πόλη» να φαντάζει τότε, στο άμεσο μέλλον δηλαδή, μια πολιτεία μ’ένα πλούσιο παρελθόν που βιώνει ένα ασήμαντο και πενιχρό παρόν.
* O  Γιώργος Φρέρης  είναι Καθηγητής Συγκριτικής Γραμματολογίας   στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και  Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του  Α.Π.Θ.

0 βγηκαν μπροστα:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...