e-rooster.gr
Ο Johan Norberg είναι senior fellow στο Ινστιτούτο Cato και συγγραφέας, μεταξύ άλλων βιβλίων, του «Σε υπεράσπιση του παγκόσμιου καπιταλισμού»
Τη μετάφραση στα Ελληνικά επιμελήθηκαν οι: Σπύρος Ντόβας και Νίκος Χαραλάμπους1.
Σύνοψη
Το βιβλίο «Το Δόγμα του Σοκ» της Ναόμι Κλάιν υποτίθεται ότι αποτελεί μια αποκάλυψη της ανάλγητης φύσης του Καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς και του κορυφαίου πρόσφατου υποστηρικτή του, του Μίλτον Φρήντμαν. Η Κλάιν υποστηρίζει ότι ο Καπιταλισμός πάει χέρι-χέρι με την απολυταρχία και τη βαρβαρότητα και ότι δικτάτορες και άλλες μοχθηρές πολιτικές φυσιογνωμίες επωφελούνται από τα «Σοκ» – καταστροφές δηλαδή, φυσικές ή κατασκευασμένες – για να αυξήσουν την εξουσία τους και να εφαρμόσουν αντιδημοφιλείς μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση της ελεύθερης αγοράς. Η Κλάιν αναφέρει τη Χιλή υπό το στρατηγό Αουγκούστο Πινοσέτ, τη Βρετανία υπό τη Μάργκαρετ Θάτσερ, την Κίνα κατά τη διάρκεια της κρίσης της πλατείας Τιεν-Αν-Μεν και το συνεχιζόμενο πόλεμο στο Ιράκ ως παραδείγματα αυτής της διαδικασίας.
Η ανάλυση της Κλάιν είναι απελπιστικά ελαττωματική, ουσιαστικά σε όλα τα επίπεδα. Τα ίδια τα λόγια του Φρήντμαν τον αναδεικνύουν σε υποστηρικτή της Ειρήνης, της Δημοκρατίας και των Ατομικών Δικαιωμάτων. Υποστήριξε ότι οι σταδιακές οικονομικές μεταρρυθμίσεις είναι συχνά προτιμότερες από τις από τομες και ότι οι πολίτες θα πρέπει να είναι πλήρως ενημερωμένοι σχετικά με αυτές, ώστε να προετοιμαστούν καλύτερα εκ των προτέρων. Επιπλέον, ο Φρήντμαν καταδίκασε το καθεστώς Πινοσέτ και αντιτάχθηκε στον πόλεμο του Ιράκ.
Τα ιστορικά παραδείγματα της Κλάιν επίσης καταρρέουν αν εξεταστούν λεπτομερειακά. Για παράδειγμα, η Κλάιν ισχυρίζεται ότι η καταστολή στην Πλατεία Τιεν-Αν-Μεν είχε σκοπό να συντρίψει την αντίθεση στις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, όταν στην πραγματικότητα, είχε ως αποτέλεσμα το πάγωμα της απελευθέρωσης για χρόνια. Επίσης υποστηρίζει ότι η Θάτσερ χρησιμοποίησε τον πόλεμο στα Φώκλαντς ως κάλυψη για τις αντιδημοφιλείς οικονομικές της πολιτικές, ενώ στην πραγματικότητα αυτές οι οικονομικές πολιτικές απολάμβαναν ισχυρή λαϊκή στήριξη.
Ούτε με τις ευρύτερες εμπειρικές διαπιστώσεις της η Κλάιν τα καταφέρνει καλύτερα. Οι έρευνες σχετικά με τις πολιτικές και οικονομικές ελευθερίες αποκαλύπτουν ότι τα λιγότερο ελεύθερα πολιτικά καθεστώτα τείνουν να ανθίστανται στην απελευθέρωση των αγορών, ενώ εκείνα τα κράτη με περισσότερες πολιτικές ελευθερίες τείνουν να επιδιώκουν και τις οικονομικές ελευθερίες.
Η θέση της Κλάιν είναι ότι η απελευθέρωση της οικονομίας είναι αντιδημοφιλής και γι’ αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την εξαπάτηση ή τον εκβιασμό των ψηφοφόρων.
Εισαγωγή
Από τη στιγμή της έκδοσής του το φθινόπωρο του 2007, το βιβλίο της Καναδής συγγραφέως Ναόμι Κλάιν «Το Δόγμα του Σοκ: Η άνοδος του καταστρεπτικού καπιταλισμού» έχει καταστεί η βίβλος των νεαρών αντι-καπιταλιστών ακτιβιστών. Αναγνωρισμένοι βιβλιοκριτικοί το έχουν επίσης εξυμνήσει. Όπως εξηγεί ο φιλόσοφος John Gray στην εφημερίδα «The Guardian»: «Υπάρχουν πολύ λίγα βιβλία που μας βοηθούν να κατανοήσουμε το παρόν. Το «Δόγμα του Σοκ» είναι ένα από αυτά τα βιβλία»2. Στους Times της Νέας Υόρκης, ο νομπελίστας Joseph Stiglitz γράφει ότι είναι «μια πλούσια περιγραφή των πολιτικών μηχανορραφιών που απαιτούνται για να επιβληθούν ανήθικες οικονομικές πολιτικές σε χώρες που ανθίστανται»3. Σύμφωνα με τους υπευθύνους του Amazon.com πρόκειται για ένα από τα Top 10 μη-λογοτεχνικά βιβλία για το 2007.
Η θέση της Κλάιν είναι ότι η απελευθέρωση της οικονομίας είναι αντιδημοφιλής και γι’ αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την εξαπάτηση ή τον εκβιασμό των ψηφοφόρων. Πιο συγκεκριμένα, οι ιδέες της ελεύθερης αγοράς μπορούν να προχωρήσουν μόνο με κρίσεις. Σε περίοδο φυσικών καταστροφών, πολέμου ή στρατιωτικού πραξικοπήματος οι άνθρωποι αποπροσανατολίζονται, τελούν υπό σύγχυση και παλεύουν για την άμεση επιβίωσή ή την ευημερία τους. Προλειαίνουν έτσι το έδαφος για τις μεγάλες επιχειρήσεις, τους πολιτικούς και τους οικονομολόγους, οι οποίοι θα προωθήσουν την απελευθέρωση του εμπορίου, τις ιδιωτικοποιήσεις και τη μείωση των δημοσίων δαπανών χωρίς αντιδράσεις. Σύμφωνα με την Κλάιν, «νεοφιλελεύθεροι» οικονομολόγοι δέχθηκαν θετικά τον τυφώνα Κατρίνα, το 2004, το τσουνάμι στον Ινδικό Ωκεανό, τον πόλεμο του Ιράκ, και τις δικτατορίες στη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του ‘70 ως ευκαιρίες για να καταργήσουν παλαιότερες πολιτικές και να εισάγουν ριζοσπαστικά μοντέλα ελεύθερης αγοράς. Αν οι πόλεμοι και οι καταστροφές δεν είναι αρκετοί να σοκάρουν τους πολίτες, οι νεοφιλελεύθεροι εμφανίζονται ως ευχαριστημένοι να βλέπουν τους αντιπάλους των μεταρρυθμίσεων να γίνονται δέκτες επιθέσεων και βασανιστηρίων μέχρι να υποταχθούν. Ο κύριος «κακός» στην ιστορία της Κλάιν είναι ο Μίλτον Φρήντμαν, ο οικονομολόγος της σχολής του Σικάγο που ήταν αυτός που κατέστησε περισσότερο από κάθε άλλον τις ιδέες της ελεύθερης αγοράς γνωστές και δημοφιλείς.
Προκειμένου να υποστηρίξει την άποψή της, η Κλάιν υπερβάλει σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις απελευθέρωσης της αγοράς που συνέβησαν κατά την διάρκεια κρίσεων, συχνά αγνοώντας τα βασικά γεγονότα και αλλάζοντας τις ημερομηνίες. Χρησιμοποιεί χαλαρές μεταφορές και άγριες διαστρεβλώσεις προκειμένου να ισχυριστεί ότι οι ελεύθερες αγορές είναι μια μορφή βίας. Συγχέει το φιλελευθερισμό (libertarianism) με τον κορπορατισμό και το νεοσυντηρητισμό και κατηγορεί τον Μίλτον Φρήντμαν για προώθηση των μεταρρυθμίσεων εν κρυπτώ. Προκειμένου να το κάνει αυτό, προβαίνει σε
μια από τις πιο κακοήθεις διαστρεβλώσεις διανοητή, που έχουν ποτέ συντελεστεί σε τέτοια κλίμακα τα τελευταία χρόνια. Η Κλάιν προσπαθεί να σκιαγραφήσει τον ηπίων τόνων και θιασώτη της ελευθερίας, Δρ Φρήντμαν, ως έναν άκαρδο, πολεμοχαρή κ. Χάυντ.
Δρ Φρήντμαν και κ. Χάυντ
Σύμφωνα με την Κλάιν ο Μίλτον Φρήντμαν αντιμετώπιζε θετικά την κρίση σαν ένα εργαλείο που αποπροσανατόλιζε και δημιουργούσε σύγχυση στον κόσμο. Με αποσπασμένο επομένως το ενδιαφέρον του κοινού, η οικονομία μπορούσε να απελευθερωθεί δραστικά, χωρίς ανησυχία για το ανθρώπινο κόστος. Το κύριο στοιχείο απόδειξης της Κλάιν εναντίον του Φρήντμαν είναι ένα απόσπασμα από «ένα από τα πιο σημαντικά δοκίμιά του»:
Μόνο μια κρίση – πραγματική ή εικονική – παράγει πραγματική αλλαγή. Όταν η κρίση ξεδιπλώνεται, οι ενέργειες που αναλαμβάνονται εξαρτώνται από τις υποκείμενες ιδέες. Θεωρώ πως αυτός είναι ο βασικός μας σκοπός: Να παράγουμε εναλλακτικές πολιτικές, να τις διατηρήσουμε ζωντανές και διαθέσιμες μέχρι το πολιτικά αδύνατο να γίνει πολιτικά αναπόφευκτο.4
Αυτό είναι το «Δόγμα του Σοκ» σύμφωνα με την Κλάιν, η πηγή έμπνευσης για όλους εκείνους τους μεταρρυθμιστές που κατά τα φαινόμενα καλωσορίζουν συμπλοκές, καταστροφές και πόλεμο. Στην όχι και τόσο μετριοπαθή ταινία μικρού μήκους που συνοδεύει το βιβλίο, η Κλάιν δείχνει την παραπάνω ρήση πάνω από εικόνες φυλακισμένων που βασανίζονται και που τους κάνουν ηλεκτροσόκ, για να δώσει την εντύπωση ότι αυτή είναι μια κρίση, την οποία ο Φρήντμαν θα έβρισκε καλοδεχούμενη.5
Αλλά η ρήση δεν είναι από κάποιο σημαντικό δοκίμιο του Φρήντμαν. Είναι από τη σύντομη εισαγωγή στην επανέκδοση του 1982 του βιβλίου του «Καπιταλισμός και Ελευθερία» που πρωτοεκδόθηκε το 19626. Και δεν αναφέρεται σε καταστροφές που είναι καλοδεχούμενες, αλλά στη λιγότερο «εμπρηστική» άποψη πως οι άνθρωποι αλλάζουν τους τρόπους ζωής και δράσης όταν οι παλιοί τρόποι αποτυγχάνουν κάτι που η Κλάιν δεν απορρίπτει. Για την ακρίβεια, από το παράδειγμα που ο Φρήντμαν παρέθεσε (ότι το ενδιαφέρον για την ελεύθερη αγορά αυξήθηκε τη στιγμή που ο κομμουνισμός κατέρρεε στην Κίνα και στη Σοβιετική Ένωση και οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία υπέφεραν από στασιμοπληθωρισμό πως ο Φρήντμαν δεν υποστήριζε τη δημιουργία κρίσεων για να πιέσει κάποιους στην εγκατάλειψη παλιών τρόπων, στους οποίους ενδεχομένως ενέμεναν, αλλά απλώς παρατηρούσε πως οι ίδιοι ζητούσαν αλλαγές όταν τα παλιά συστήματα αποτύγχαναν. Στο υπόλοιπο όμως του βιβλίου της, η Κλάιν υποκρίνεται πως έχει αποδείξει το οτι ο Φρήντμαν υποστήριζε την εσκεμμένη δημιουργία κρίσεων.
Η Κλάιν προβάλλει επίσης και άλλα αποσπάσματα για να ενισχύσει αυτή την ερμηνεία, τα οποία παρομοίως παρατίθενται έξω από τα συμφραζόμενα (out of context). Υποστηρίζει μάλλον υποκριτικά ότι αυτό που ο Φρήντμαν ονόμαζε «Τυραννία του στάτους κβο» αφορούσε την τυραννία των εκλογέων και ότι μια κρίση ήταν αναγκαία ώστε οι πολιτικοί να μπορέσουν να παρακάμψουν τη δημοκρατική διαδικασία7. Για τον Φρήντμαν, η «Τυραννία του στάτους κβο» ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό: ένα σιδηρούν τρίγωνο από πολιτικούς, γραφειοκράτες και ομάδες ειδικών συμφερόντων (επιχειρήσεις για παράδειγμα) που προωθούν τη δική τους ευημερία σε βάρος των εκλογέων8.
Όταν η Κλάιν μιλά για τις προτροπές του Φρήντμαν να μειωθεί ο πληθωρισμός, γράφει: «ο Φρήντμαν πρόβλεψε ότι η ταχύτητα, αμεσότητα, και εύρος των οικονομικών αλλαγών θα προκαλούσαν ψυχολογικές αντιδράσεις στο λαό οι οποίες θα «διευκόλυναν την προσαρμογή»»9.
Η Κλάιν δίνει την εντύπωση ότι ο Φρήντμαν ήταν σκληρός και ήθελε να προκαλέσει πόνο για να αποπροσανατολίσει τους πολίτες και να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις του. Η χρήση των λέξεων «ψυχολογικές αντιδράσεις» είναι επίσης σημαντική γιατί η Κλάιν συνδέει τις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις με ψυχολογικά βασανιστήρια και ηλεκτροσόκ. Αλλά το απόσπασμα στην ολότητά του δείχνει ότι ο Φρήντμαν είχε κάτι εντελώς διαφορετικό στο μυαλό του. Στην πραγματικότητα έγραψε ότι αν η κυβέρνηση αποφασίσει να επιτεθεί στον πληθωρισμό με αυτό τον τρόπο: «πιστεύω ότι θα πρέπει να ανακοινωθεί δημόσια με μεγάλη λεπτομέρεια… όσο περισσότερο ενημερωμένοι είναι οι πολίτες, τόσο περισσότερο οι αντιδράσεις τους θα διευκολύνουν την προσαρμογή»10.
Με άλλα λόγια, αν οι άνθρωποι δεν είναι απληροφόρητοι, και αποπροσανατολισμένοι, αλλά πλήρως ενήμεροι σχετικά με τα βήματα των μεταρρυθμίσεων, αυτό θα διευκόλυνε την προσαρμογή μέσα από την αλλαγή στη συμπεριφορά τους σε ό,τι αφορά τις διαπραγματεύσεις, την αποταμίευση, την κατανάλωση κ.ο.κ. Η άποψη του Φρήντμαν ήταν εντελώς αντίθετη από αυτή που η Κλάιν υποκρίνεται πως ήταν11.
Κατά τον ίδιο τρόπο, η Κλάιν μεταφέρει την εικόνα της «Σχολής Οικονομικών του Σικάγο» ως την έδρα δογματιστών και φονταμενταλιστών, που κάνουν πλύση εγκεφάλου στους φοιτητές τους και συνωμοτούν για την παγκόσμια κυριαρχία. Η πραγματικότητα είναι ότι η Σχολή του Σικάγο έγινε ξακουστή όχι μόνο για την ποιότητά της αλλά για την ανεκτικότητά της. Όλες οι ιδέες ήταν ευπρόσδεκτες, αν μπορούσες να τις υπερασπιστείς επαρκώς. Ο ίδιος ο Φρήντμαν συμπεριέλαβε την «ανοχή στη διαφορετικότητα» στους παράγοντες επιτυχίας της Σχολής του Σικάγο12. Έχοντας μιλήσει με τους πρώην συναδέλφους και φοιτητές του Φρήντμαν, η βιογράφος του Lanny Ebenstein γράφει ότι ενθάρρυνε τους φοιτητές του να μελετούν και άλλες προσεγγίσεις εκτός από τις δικές του και ότι δεν προσπαθούσε να τους προσηλυτίσει στις ιδέες του. Η μέθοδός του ήταν αυτή του ενδελεχούς ελέγχου των υποθέσεων με εμπειρικά δεδομένα και ήταν πρόθυμος να παραδεχθεί τα λάθη του όταν κάποιος άλλος τα εντόπιζε στα έργα του13.
Έξι μέρες στη Χιλή
Η Κλάιν αναφέρει την επιρροή των απόψεων του Μίλτον Φρήντμαν στη στρατιωτική δικτατορία του Αουγκούστο Πινοσέτ στη Χιλή τη δεκαετία του ‘70 ως απόδειξη ότι οι ελεύθερες αγορές βασίζονται στην τυραννία και στα βασανιστήρια. Γράφει ότι ο Φρήντμαν ενήργησε ως «Σύμβουλος του Χιλιανού δικτάτορα»14. Αυτό είναι λάθος. Ο Φρήντμαν ποτέ δεν εργάστηκε ως σύμβουλος και ποτέ δεν αποδέχθηκε δεκάρα από το Χιλιανό καθεστώς. Απέρριψε ακόμη και δύο τιμητικές διακρίσεις από Χιλιανά πανεπιστήμια, τα οποία λάμβαναν κυβερνητική ενίσχυση, γιατί εκτίμησε ότι θα εκλαμβάνονταν ως υποστήριξη του καθεστώτος.
Ωστόσο, πήγε στη Χιλή για έξι μέρες το Μάρτιο του 1975 για να δώσει δημόσιες ομιλίες, προσκεκλημένος ιδιωτικού ιδρύματος. Όσο βρισκόταν εκεί συναντήθηκε μία φορά με τον Πινοσέτ για περίπου 45 λεπτά, και του έγραψε ένα γράμμα στη συνέχεια, υποστηρίζοντας ένα σχέδιο για να καταπολεμηθεί ο υπερπληθωρισμός και να απελευθερωθεί η οικονομία. Ήταν το ίδιο είδος των συμβουλών που ο Φρήντμαν έδινε σε κομμουνιστικές δικτατορίες όπως η Σοβιετική Ένωση, η Κίνα και η Γιουγκοσλαβία, ωστόσο κανένας δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι ήταν κομμουνιστής.
Ο Φρήντμαν δεν εργάστηκε ποτέ ως σύμβουλος του Πινοσέτ και ποτέ δεν αποδέχθηκε δεκάρα από το Χιλιανό καθεστώς
Σύμφωνα με την Κλάιν, ο Φρήντμαν δεν ενδιαφέρονταν για το κοινωνικό κόστος της καταπολέμησης του υπερπληθωρισμού – και πάλι αυτό είναι αναληθές. Ή Κλάιν δεν αναφέρει πουθενά ότι ο Φρήντμαν πρότεινε μεταρρυθμίσεις που θα μείωναν την προσωρινή ανεργία και ότι μια από τις προτάσεις του ήταν να δημιουργηθεί ένα πρόγραμμα ανακούφισης των Χιλιανών που υπέφεραν από την ανεργία και τη φτώχεια15.
Ο Φρήντμαν πίστευε ότι πλουσιότεροι άνθρωποι σε μια αναπτυσσόμενη οικονομία θα απαιτούσαν πολιτικά δικαιώματα
Η Κλάιν γράφει ότι το Χιλιανό πραξικόπημα το 1973 ήταν ένα νεοφιλελεύθερο πραξικόπημα, το οποίο εκτελέστηκε ώστε οι Χιλιανοί φιλελεύθεροι οικονομολόγοι («τα παιδιά του Σικάγο») να μπορέσουν να μεταρρυθμίσουν την οικονομία. Είναι αναγκασμένη να το κάνει αυτό ώστε να δώσει την εντύπωση ότι οι νεοφιλελεύθεροι έχουν αίμα στα χέρια τους, γιατί η πιο βίαια περίοδος ήταν αμέσως μετά το πραξικόπημα. Προκειμένου να το επιτύχει είναι αναγκασμένη να εφεύρει νέες χρονολογίες και να ισχυριστεί ότι η απελευθέρωση της οικονομίας ξεκίνησε την πρώτη μέρα που η χούντα πήρε την εξουσία16. Αυτό της δημιουργεί ένα μεγάλο πρόβλημα. Αν η απελευθέρωση ξεκίνησε την πρώτη μέρα, τότε είναι αδύνατο να ισχυριστεί ότι η επίσκεψη του Φρήντμαν ήταν τόσο μεγάλης σπουδαιότητας για την πραγματική αλλαγή, γιατί η επίσκεψη δεν έγινε παρά στα τέλη του Μαρτίου του 1975. Παρόλα αυτά, προσπαθεί να έχει και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο.
Η πραγματικότητα είναι ότι οι στρατιωτικοί είχαν κατ’ αρχήν τον έλεγχο της οικονομίας. Ήταν συχνά κορπορατιστές και πατερναλιστές και αντιτίθεντο στις ιδέες των Chicago Boys για ριζικές αλλαγές. Για παράδειγμα, η Πολεμική Αεροπορία μπλόκαρε φιλελεύθερες αλλαγές στην κοινωνική πολιτική μέχρι το 197917. Ήταν αυτού του τύπου η οικονομική πολιτική που οδήγησε στον υπερπληθωρισμό κατά την περίοδο της επίσκεψης του Φρήντμαν και έκανε τον Πινοσέτ να ρίξει το βάρος του στην απελευθέρωση της αγοράς και να δώσει σε πολίτες υπουργικές θέσεις. Η επιτυχία τους στη μάχη εναντίον του πληθωρισμού εντυπωσίασε τον Πινοσέτ, ο οποίος τους παραχώρησε έναν ευρύτερο ρόλο18. Η Κλάιν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις πραγματικές χρονολογίες ώστε να κατηγορήσει τον Φρίντμαν για το ότι πήγε σε μια δικτατορία που βασάνιζε τους αντιπάλους της – η κλασική κριτική – αλλά αυτό δεν της είναι αρκετό. Προκειμένου να μπορέσει να υποστηρίξει ότι ο οικονομικός φιλελευθερισμός χρειάζεται τη βία, έχει ανάγκη να παρουσιάσει ότι τα βασανιστήρια και η βία ήταν μέρος του σχεδίου του Φρήντμαν.
Αρκετά κεφάλαια αργότερα αφ’ ότου έχει δώσει την εντύπωση ότι ο Φρήντμαν υποστήριζε τον Πινοσέτ και ότι ήταν σύμβουλός του, η Κλάιν παραδέχεται με ένα σύντομο απόσπασμα ότι ο Φρήντμαν δεν υποστήριζε τις αυταρχικές πρακτικές του Πινοσέτ19. Πρόκειται για μια μάλλον ασθενή περιγραφή της διαφωνίας του με ένα καθεστώς που ο ίδιος αποκαλούσε «απαίσιο» και «αχρείο»20.
Η Κλάιν ισχυρίζεται ότι ο ορισμός του Φρήντμαν για την ελευθερία, σήμαινε ότι «οι πολιτικές ελευθερίες ήταν συμπτωματικές ή και αχρείαστες συγκρινόμενες με την ελευθερία του εμπορίου χωρίς περιορισμούς»21.
Αυτή δεν ήταν η άποψη του Φρήντμαν. Πίστευε ότι πραγματικά σχετίζονται και ότι θα ήταν εύκολο για έναν δικτάτορα να εξουσιάζει εξαθλιωμένους ανθρώπους που αγωνίζονται για την επιβίωση, ενώ πλουσιότεροι άνθρωποι σε μια αναπτυσσόμενη οικονομία θα απαιτούσαν πολιτικά δικαιώματα. Ακόμα και στην τελευταία του συνέντευξη, ο Μίλτον Φρήντμαν προειδοποίησε ότι ήταν πολύ περισσότερο απαισιόδοξος για την Κίνα απ’ ότι για την Ινδία, λόγω του αυταρχικού πολιτικού συστήματος της Κίνας. Σύμφωνα με τον Φρήντμαν, η Κίνα «οδεύει προς μια σύγκρουση καθώς η οικονομική ελευθερία και ο πολιτικός κολεκτιβισμός είναι μεταξύ τους ασύμβατα»22. Υπό τη σκοπιά του Φρήντμαν, ένας από τους κύριους λόγους που άξιζε να προσπαθήσουμε ώστε να τα κομμουνιστικά και στρατιωτικά καθεστώτα να αποδεχθούν φιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές ήταν πως αυτό θα αύξανε την πιθανότητα να καταστούν δημοκρατικά. Όπως έγραψε το 1975:
Δεν εγκρίνω κανένα από αυτά τα απολυταρχικά καθεστώτα – ούτε τα κομμουνιστικά καθεστώτα της Ρωσίας και της Γιουγκοσλαβίας, ούτε τις στρατιωτικές χούντες της Χιλής και της Βραζιλίας… Δεν θεωρώ ότι το να επισκεφθεί κάποιος αυτές τις χώρες αποτελεί υποστήριξη… Δεν θεωρώ ότι η παροχή οικονομικών συμβουλών είναι ανήθικη αν οι συνθήκες μου φαίνονται τέτοιες ώστε η οικονομική ανάκαμψη θα συνεισέφερε στην ευημερία των απλών πολιτών και στην πιθανότητα της μετακίνησης προς μια πολιτικά ελεύθερη κοινωνία23.
Η ελπίδα του Φρήντμαν ότι η οικονομική απελευθέρωση θα οδηγήσει σε πολιτική φιλελευθεροποίηση δεν έγινε πάντα πραγματικότητα (παρότι αποδείχθηκε αληθής στην περίπτωση της Χιλής), αλλά δεν είναι τίμιο να παριστάνουμε ότι δεν είχε αυτή την ελπίδα – ότι δεν ενδιαφερόταν για τη Δημοκρατία. Όταν ο Φρίντμαν πήγε στη Χιλή, ο πληθωρισμός ήταν 340%. Αν ο Φρήντμαν πραγματικά πίστευε ότι οι κρίσεις ήταν κάτι καλό, θα άφηνε την οικονομία της Χιλής (και τη Ρωσίας και τη Γιουγκοσλαβίας) να καταρρεύσει κάτω από το βάρος των παλιών οικονομικών πρακτικών. Δεν το έκανε, επειδή πίστευε ότι ήταν προτιμότερο για την ευημερία των πολιτών και για την ελευθερία των χωρών μακροπρόθεσμα να έχουν λειτουργικές οικονομίες. Οι πραγματικές απόψεις του Φρίντμαν αθροίζονται σε ένα Δόγμα ενάντια στο σοκ. Το παράδειγμα της Χιλής δείχνει το αντίθετο απ’ ότι η Κλάιν νομίζει ότι δείχνει.
Κόψε – Ράψε
Μία από τις προτιμώμενες μεθόδους της Κλάιν για να καταστήσει τον Φρήντμαν τον Κακό της ιστορίας, είναι να παίρνει αποσπάσματα εκτός συμφραζομένων.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, μία από τις προτιμώμενες μεθόδους της Κλάιν για να καταστήσει τον Φρήντμαν τον Κακό της ιστορίας, είναι να παίρνει αποσπάσματα εκτός συμφραζομένων. Αλλά μερικές φορές τα λόγια του απέχουν μακράν από αυτό που η Κλάιν ισχυρίζεται για αυτόν, και τότε απλά αποσιωπά τις πραγματικές απόψεις του Φρήντμαν. Το πιο φανερό παράδειγμα είναι ότι κατηγορεί τον Μίλτον Φρήντμαν ως υπεύθυνο για τον πόλεμο στο Ιράκ, στον οποίο αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος του έργου της.
Ισχυρίζεται ότι ο Φρήντμαν ήταν ένας «νεοσυντηρητικός»24 και ως εκ τούτου υπέρ μιας επιθετικής Αμερικανικής Εξωτερικής πολιτικής, και επιχειρηματολογεί ότι η εισβολή στο Ιράκ έγινε ώστε να εφαρμοστούν οικονομικές πολιτικές της Σχολής του Σικάγο και εκεί. Η Κλάιν προχωράει τόσο ώστε να ισχυριστεί ότι η κυβέρνηση Μπους διέλυσε τον Ιρακινό Στρατό και καθάρισε την Ιρακινή κυβέρνηση από τα Μπάαθ στοιχεία της γιατί ήταν νεοφιλελεύθεροι που απεχθάνονταν το δημόσιο τομέα25, αλλά πουθενά δεν αναφέρει τις πραγματικές απόψεις του Μίλτον Φρήντμαν για τον πόλεμο του Ιράκ.
Ο ίδιος ο Φρήντμαν είπε: «Ήμουν αντίθετος στην εισβολή στο Ιράκ από την αρχή. Πιστεύω ότι ήταν ένα λάθος, για τον απλό λόγο ότι δεν πιστεύω ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής πρέπει να εμπλέκονται σε επιθετικές πράξεις»26. Και αυτός δεν ήταν απλά ένας πόλεμος στον οποίον έτυχε να αντιτεθεί. Το 1995 περιέγραψε τις απόψεις του σχετικά με την εξωτερική πολιτική ως «αντιπαρεμβατική». Αναφορικά με τον Πόλεμο του Κόλπου, είπε ότι ήταν «περισσότερο δικαιολογημένος εν σχέσει με άλλες διεθνείς επεμβάσεις», αλλά συμπέρανε ότι τα επιχειρήματα υπέρ του πολέμου ήταν «σφαλερά»27.
Με άλλα λόγια, το πρόσωπο το οποίο η Κλάιν κατηγορεί ως υπέρμαχο των πολέμων και των δικτατοριών, δεν μπορούσε καν να προσφέρει εαυτόν στην υποστήριξη ενός πολέμου που έγινε για να σταματήσει την άμεση εχθροπραξία του Ιράκ απέναντι στο Κουβέιτ, και πολύ λιγότερο για άλλες Αμερικανικές επεμβάσεις. Επίσης η Κλάιν πουθενά δεν αναφέρει ότι ο Φρήντμαν θεωρούσε της κατάργηση της υποχρεωτικής στράτευσης ως το μέγιστο πολιτικό του επίτευγμα28. Αυτή η διαστρέβλωση είναι κάθε άλλο παρά μεμονωμένη. Η Κλάιν κατηγορεί τον Φρήντμαν και την Οικονομική Σχολή του Σικάγο για τις πράξεις του ΔΝΤ κατά τη διάρκεια της Ασιατικής Οικονομικής Κρίσης και την κατάσχεση από την κυβέρνηση της Σρι Λάνκα της γης των ψαράδων για να κτιστούν πολυτελή ξενοδοχεία μετά το τσουνάμι. Ωστόσο ο Φρήντμαν πίστευε ότι το ΔΝΤ δεν έπρεπε να εμπλακεί στην Ασία και υποστήριζε ότι θα έπρεπε να απαγο- ρευτεί στις κυβερνήσεις να κατάσχουν ιδιωτική περιουσία, την οποία να δίνουν σε ιδιώτες επενδυτές. Φυσικά, η Κλάιν θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι ο Φρήντμαν ήταν πηγή έμπνευσης για τις πολιτικές αυτές, παρότι ήταν αντίθετος σε αυτές. Αλλά δεν κάνει αυτό. Καμώνεται ότι ο Φρήντμαν συμφωνούσε με αυτές τις πολιτικές και ότι αυτό ήταν που επιθυμούσαν και άλλοι οικονομολόγοι του Σικάγο.
Κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί αν η Κλάιν αγνοούσε τι πίστευε ο Φρήντμαν για όλα αυτά τα πράγματα. Αυτό ωστόσο φαίνεται απίθανο επειδή χρησιμοποιεί αποσπάσματα από συνεντεύξεις του, όπου αντιτίθεται στον πόλεμο του Ιράκ και στις κυρώσεις του ΔΝΤ στην Ασία, αλλά κάνει σαν αυτές οι συγκεκριμένες προτάσεις απλά να μην υπάρχουν. Άρα, ίσως προσπαθεί να παραπλανήσει τον αναγνώστη. Ή, ίσως, κάποιος παραπλανά την ίδια;
Ορίστε μία υπόθεση: Το βιβλίο δεν είναι πραγματικά για τον Φρήντμαν. Ξεκίνησε σαν ένα βιβλίο για τον πόλεμο στο Ιράκ αλλά η Κλάιν σύντομα συνειδητοποίησε ότι θα μπορούσε να επεκταθεί σε ένα βιβλίο γενικά για τις κρίσεις και τον καπιταλισμό. Αλλά ακόμα και στο πρώτο της άρθρο σχετικά με τον «Καπιταλισμό της Καταστροφής» στο «The Nation», το 2005, δεν υπάρχει καμιά αναφορά στον Φρήντμαν29 και το έργο της πουθενά δεν αποκαλύπτει κάποια εξοικείωση με αυτόν ή το έργο του φαίνεται να πιστεύει ότι η νεο-κλασσική σχολή του Σικάγο και η Αυστριακή Σχολή οικονομικής σκέψης είναι το ίδιο και το αυτό30, και όπως επισημάνθηκε νωρίτερα, πιστεύει ότι ο Φρήντμαν είναι ένας νεοσυντηρητικός. Αλλά κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της έρευνάς της, ίσως όταν ο Φρήντμαν πέθανε και κάθε εφημερίδα και περιοδικό είχε ένα άρθρο για αυτόν, συνειδητοποίησε ότι θα μπορούσε να βάλει τον γκουρού της ελεύθερης αγοράς στην ιστορία της.
Σύμφωνα με τη μνεία συνεργατών στο βιβλίο της, ακόμα και αν εξαιρέσουμε όλους τους ερευνητές πεδίου που χρησιμοποίησε, 12 ερευνητές δούλεψαν μαζί της για το βιβλίο της. Είναι δυνατόν κάποιοι από τους ερευνητές αυτούς να πήραν εντολή να «ξεσκονίσουν» τα άρθρα, βιβλία και συνεντεύξεις του Φρήντμαν για λέξεις και προτάσεις που σχετίζονται με τα σοκ και τις κρίσεις; Οι ενθουσιώδεις ερευνητές συνέλεξαν τα αποσπάσματα και τα έδωσαν στην Κλάιν η οποία έκανε ένα κολάζ που ταίριαζε στην ιστορία της. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί εκλαμβάνει τα λόγια του Φρήντμαν με τρόπο αντίθετο από το νόημα που έχουν εντός του πλαισίου που διατυπώθηκαν, και γιατί παραμένει σιωπηλή κάθε φορά που τα λόγια του αντικρούουν τη δική της ερμηνεία, ακόμα και όταν οι αντικρούσεις προέρχονται από τα ίδια άρθρα και συνεντεύξεις, από τα οποία αντλεί αποσπάσματα.
Αυτή είναι απλά μια υπόθεση. Αλλά είναι μια πιο ελκυστική εξήγηση από την εναλλακτική, η οποία είναι ότι συνειδητά παραπλανά τους αναγνώστες της ακόμα και όταν απλοί έλεγχοι των πηγών της αποκαλύπτουν αυτές τις διαστρεβλώσεις.
Σοκ και Δέος
Παρότι η Κλάιν έχει άδικο σχετικά με τον Φρήντμαν, θα μπορούσε να έχει δίκιο σχετικά με την ευρύτερη θέση της, ότι είναι ευκολότερο να απελευθερώσεις εν καιρώ κρίσης και ότι υπάρχει μια στενή σύνδεση μεταξύ οικονομικής φιλελευθεροποίησης και βίας και δικτατοριών. Δίνει παραδείγματα δικτατοριών που απελευθέρωσαν την οικονομία, όπως η Χιλή ή η Κίνα, αλλά κάνει επίσης και μια μεταφορική συσχέτιση μεταξύ της «θεραπείας του Σοκ» στα οικονομικά και των ηλεκτροσόκ ως ένα μέσο βασανισμού. Η σύνδεση είναι ότι και τα δύο χρησιμοποιούνται για να διαγράψουν το παλιό και για να δημιουργήσουν κάτι νέο – το βασανιστήριο είναι «μια μεταφορά της λογικής του δόγματος του Σοκ»31. Και ασκεί εκτενή επιχειρηματολογία σχετικά με το ότι τα ηλεκτροσόκ έχουν μερικές φορές χρησιμοποιηθεί σε χώρες που επιχείρησαν οικονομικές μεταρρυθμίσεις – όπως στη Χιλή του Πινοσέτ και στο Ιράκ από τις Αμερικανικές δυνάμεις.
Αυτό δεν γίνεται διακριτικά. Ξεκινά με τον Ewen Cameron, τον ψυχίατρο που χρησιμοποιούσε ηλεκτροσόκ και άλλες πρακτικές αλλοίωσης του νου σε ανύποπτους ασθενείς, στα πλαίσια ενός οργανωμένου σχεδίου της CIA. Στο επόμενο κεφάλαιο, σχετικά με τον Μίλτον Φρήντμαν και τις προσπάθειές του να προάγει το ελεύθερο εμπόριο και τις ελεύθερες αγορές, αποκαλείται «Ο Άλλος Γιατρός των Σοκ». Και φυσικά, αργότερα στο βιβλίο, τα ηλεκτροσόκ και η θεραπεία με σοκ συνδέεται με τη στρατηγική του Στρατού των ΗΠΑ «Σοκ και Δέος», κατά την εισβολή στο Ιράκ. Σοκ – Σοκ – Σοκ. Το πιάνετε;
Κρυμμένο στα λεκτικά παιχνίδια της Κλάιν υπάρχει ένα πραγματικό επιχείρημα – το γεγονός ότι μερικές δικτατορίες έχουν απελευθερώσει τις οικονομίες τους κατά τα πρόσφατα χρόνια και ότι κάποιες από αυτές επίσης βασάνισαν τους αντιπάλους τους. Πόσο ισχυρή είναι όμως αυτή η συσχέτιση; Αν κοιτάξουμε στα στατιστικά σχετικά με την «Οικονομική Ελευθερία στον Κόσμο» του Ινστιτούτου Fraser, βρίσκουμε μόνο τέσσερις οικονομίες, για τις οποίες έχουμε δεδομένα πως δεν έχουν απελευθερωθεί καθόλου από το 198032. Όλες οι υπόλοιπες έχουν απελευθερωθεί. Φυσικά αυτό σημαίνει ότι θα δούμε οικονομική απελευθέρωση σε βάρβαρες δικτατορίες, όπως και σε ειρηνικές δημοκρατίες.
Υπάρχει μια πολύ ισχυρή συσχέτιση μεταξύ οικονομικής ελευθερίας από τη μία και πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών από την άλλη.
Η Κλάιν στηρίζεται στην προσωπική της ερμηνεία ανεκδοτολογικών δεδομένων και παραδειγμάτων και πουθενά δεν προσπαθεί να παρουσιάσει ευρεία στατιστικά δεδομένα που να υποστηρίζουν τους ισχυρισμούς της. Είναι μια κατανοητή παράλειψη, καθώς τα δεδομένα δεν υποστηρίζουν τα επιχειρήματά της. Υπάρχει μια πολύ ισχυρή συσχέτιση μεταξύ οικονομικής ελευθερίας από τη μία και πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών από την άλλη. Το τεταρτημόριο των χωρών με την περισσότερη οικονομική ελευθερία, σκοράρει 1.8 κατά μέσο όρο στην μέτρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του Freedom House (1=μέγιστη ελευθερία, 7=ελάχιστη ελευθερία). Το δεύτερο τεταρτημόριο σκοράρει 2.0, το τρίτο 3.4 και το λιγότερο οικονομικά ελεύθερο τεταρτημόριο παίρνει 4.4. Κατά μέσο όρο, το περισσότερο οικονομικά ελεύθερο τεταρτημόριο είναι περισσότερο δημοκρατικό από την Ταϊβάν, ενώ το λιγότερο οικονομικά ελεύθερο είναι λιγότερο δημοκρατικό από τη Νιγηρία33.
Βαφτίζοντας τον Φιλελευθερισμό Βίαιο
Μια έρευνα του 2007 από το Pew Research Center δείχνει ότι υπάρχει μια πλειοψηφία στις 41 από τις 46 χώρες που εξετάστηκαν η οποία θεωρεί ότι οι άνθρωποι ζουν καλύτερα σε μια οικονομία ελεύθερης αγοράς. Στις περισσότερες χώρες, η συντριπτική πλειοψηφία έχει αυτή την άποψη. Η Κλάιν πουθενά δεν παρουσιάζει αντίστοιχες έρευνες που να αποδεικνύουν τον ισχυρισμό της ότι η ελεύθερη αγορά είναι αντιδημοφιλής34. Ούτε αναφέρεται σε ραγδαία φιλελευθεροποιημένες δημοκρατίες όπως την Ισλανδία, την Ιρλανδία, την Εσθονία, την Αυστραλία ή τις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘80, όπου ανανεώθηκε η υποστήριξη στις μεταρρυθμίσεις δια μέσω εκλογών. Αυτές οι χώρες απλά δεν είναι αρκετά αντιδημοκρατικές και βίαιες.
Η Κλάιν πουθενά δεν αναφέρει ότι ένας άλλος λόγος για την αυξανόμενη δημοφιλία της Θάτσερ ήταν ότι η Βρετανική οικονομία βελτιώθηκε ταχέως κατά το ίδιο διάστημα
Ωστόσο, ασχολείται με τη Βρετανία υπό τη Μάργκαρετ Θάτσερ και ισχυρίζεται ότι και εκείνη στηρίχτηκε σε Σοκ και Βία για να κάνει τις μεταρρυθμίσεις. Η Θάτσερ κέρδισε τις εκλογές του 1983 λόγω της ώθησης που απέκτησε από τον πόλεμο των Φώκλαντς – το οποίο δεν αποτελεί απόδειξη για τον «καπιταλισμό της καταστροφής» ως ηθελημένη στρατηγική, μιας και δεν ήταν εκείνη που κήρυξε τον πόλεμο. Η Κλάιν πουθενά δεν αναφέρει ότι ένας άλλος λόγος για την αυξανόμενη δημοφιλία της Θάτσερ ήταν ότι η Βρετανική οικονομία βελτιώθηκε ταχέως κατά το ίδιο διάστημα, το οποίο δεν θα μπορούσε να είναι συμβατό με τον ισχυρισμό ότι η φιλελευθεροποίηση βλάπτει τους ανθρώπους. (Μια μελέτη μάλιστα εξέτασε λεπτομερειακά την χρονισμό των γεγονότων και την αντίληψη που είχαν οι εκλογείς για αυτά και κατέληξε ότι οι Τόρηδες κέρδισαν μόλις 3 ποσοστιαίες μονάδες λόγω του πολέμου, και τις υπόλοιπες από τις βελτιωμένες οικονομικές προσδοκίες35.) Η Κλάιν προσπαθεί περαιτέρω να συνδέσει τη Θάτσερ με τη βία, σημειώνοντας ότι έκλεισε τα κρατικά ανθρακωρυχεία παρά τις απεργίες του 1984-85, μια πράξη που οδήγησε σε πολιτική βία. «Η Θάτσερ εξαπέλυσε την πλήρη κρατική ισχύ εναντίον των απεργών», σύμφωνα με την Κλάιν36, και αναφέρει ειδικά την επίθεση από 8.000 άτομα των ομάδων καταστολής στο Orgreave τον Ιούνιο του 198437. Η Κλάιν δεν μπαίνει σε λεπτομέρειες, και το κάνει να φαίνεται ότι η Θάτσερ έστειλε την αστυνομία να επιτεθεί στους απεργούς απλά επειδή απεργούσαν. Αλλά τα βίαια γεγονότα ξεκίνησαν επειδή οι απεργοί προσπάθησαν να μπλοκάρουν περισσότερα ορυχεία και να σταματήσουν ανθρακωρύχους που ήθελαν να εργαστούν, και το έκαναν σπάζοντας τις γραμμές της αστυνομίας και πετώντας πέτρες μέχρις ότου η αστυνομία ανταπάντησε. Προφανώς υπήρξε υπέρμετρη αστυνομική βία, αλλά ξεκίνησε ως ένας τρόπος να προστατευτούν τα ορυχεία, οι ειρηνικοί ανθρακωρύχοι και οι αστυνομικοί και όχι ως ένας τρόπος να επιβληθεί η ιδεολογία με τη βία.
Ακόμα περισσότερο καταρριπτικό των ισχυρισμών τις Κλάιν, είναι το γεγονός ότι η Θάτσερ δεν υλοποιούσε αντιδημοφιλείς μεταρρυθμίσεις. Κάθε άλλο, έρευνες κατά τη διάρκεια των απεργιών έδειξαν ότι το κοινό συστηματικά αντιτίθετο στους απεργούς και ότι η αντίθεση αυτή μεγάλωσε κατά τη διάρκεια της απεργίας. Το Δεκέμβριο του 1984, 26% ήταν με το μέρος των απεργών και 51% με το μέρος των εργοδοτών. Μόνο 7% επικροτούσε τις πρακτικές των απεργών και 88% τις αποδοκίμαζε38. Η Κλάιν λοιπόν έχει βγάλει το αντίθετο συμπέρασμα από αυτό που πραγματικά συνέβη. Δεν ήταν η Θάτσερ που χρησιμοποίησε βία για να υλοποιήσει αντιδημοφιλείς ιδέες, ήταν οι απεργοί εκείνοι που χρησιμοποίησαν βία για να μπλοκάρουν τις δημοφιλείς Θατσερικές ιδέες.
Βαφτίζοντας τη Βία Φιλελευθερισμό
Η ουσία του επιχειρήματος της Κλάιν είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις υπέρ της ελεύθερης αγοράς συνυπάρχουν αρμονικά με τις πιο βάρβαρες δικτατορίες – και όχι ότι απλά συνυπάρχουν. Στον κόσμο της Κλάιν, η βία και τα βασανιστήρια στα αυταρχικά καθεστώτα είναι μια μέθοδος της άρχουσας τάξης ώστε να επιβάλλει φιλελεύθερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Είναι σημαντικό ότι για αυτήν η Χιλή δεν αποτελεί εξαίρεση, γιατί αν αποτελούσε, τότε ο Φρήντμαν ίσως να είχε δίκιο όταν έλεγε ότι το εκπληκτικό δεν ήταν πως η αγορά λειτουργούσε, αλλά το ότι οι στρατηγοί της επέτρεπαν να λειτουργεί. Πράγματι, αποτελεί πειρασμό το να εκληφθεί η Χιλή σαν ένα παράδειγμα που θα μπορούσε να ενισχύσει το επιχείρημα του Φρήντμαν ότι μια επιτυχημένη οικονομία θα μπορούσε να μετριάσει μια βίαιη δικτατορία και στο τέλος να αποκαταστήσει τη Δημοκρατία. Γι’ αυτό η Κλάιν έπρεπε να καταδείξει ότι αρκετές άλλες βίαιες δικτατορίες έκαναν φιλελεύθερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Για να αποφύγει το να μιλά μόνο για τη Χιλή, συμπεριλαμβάνει και τη στρατιωτική δικτατορία της Αργεντινής των ετών 1976-1983. Με τα δύο αυτά παραδείγματα, μπορεί να ισχυριστεί ότι το νοτιότερο μέρος της Λατινικής Αμερικής είναι ο τόπος όπου «γεννήθηκε ο σύγχρονος καπιταλισμός»39. Μέχρι που αποκαλεί τις κυβερνήσεις των δύο χωρών «Χούντες της Σχολής του Σικάγο»40.
Πράγματι υπήρξαν σύμβουλοι από το πανεπιστήμιο του Σικάγο στην Αργεντινή. Υπάρχει ισχυρή ζήτηση για οικονομολόγους του Σικάγο παντού, και έτσι αυτοί βρέθηκαν σε πολλά μέρη, και το γεγονός αυτό παρέχει πλούσιο υλικό για τη θεωρία συνωμοσίας της Κλάιν. Αλλά οι μεταρρυθμίσεις προς την ελεύθερη αγορά έγιναν μετά βίας αισθητές στην Αργεντινή. Στον δείκτη EFW περί οικονομικής ελευθερίας, που εκτείνεται από το 1 (λιγότερο ελεύθερη) στο 10 (περισσότερο ελεύθερη), η Αργεντινή μετακινήθηκε από το 3.25 το 1975 στο 3.86 το 1985. Είναι ενδιαφέρον να συγκριθούν αυτά τα αποτελέσματα με την οικονομική ελευθερία σε χώρες που η Κλάιν αναφέρει ως καλές εναλλακτικές στα βάρβαρα «νεοφιλελεύθερα» μοντέλα.
Μια τέτοια σύγκριση δείχνει ότι η Αργεντινή υστέρησε εν σχέση με τη βελτίωση στην οικονομική ελευθερία που πέτυχε η μη-βίαιη Σουηδία, η οποία κινήθηκε από το 5.62 στο 6.63 μεταξύ του 1975 και του 1985. Η Σουηδία είναι μια χώρα που η Κλάιν υμνεί ως ασκούσα «σοσιαλδημοκρατία»41. Ή ας εξετάσουμε τη Μαλαισία που κινήθηκε από το 6.43 στο 7.13 και είναι ακόμα μία από τις «μεικτές, διαχειριζόμενες οικονομίες» που προτιμά η Κλάιν42. Ωστόσο, η Αργεντινή έκανε βασανιστηρία, οπότε θα πρέπει να βρίσκεται στην λωρίδα ταχείας κυκλοφορίας προς τον φιλελευθερισμό.
Σύμφωνα με την Κλάιν, ο νότιος κώνος της Λατινικής Αμερικής ήταν «το μέρος όπου για πρώτη φορά η σύγχρονη θρησκεία των αχαλίνωτων ελεύθερων αγορών δραπέτευσε από τα υπόγεια εργαστήρια του Πανεπιστημίου του Σικάγο και εφαρμόστηκε στον πραγματικό κόσμο»43. Στην πραγματικότητα, μετά την υποτιθέμενη εφαρμογή με θρησκευτικό ζήλο αυτών των ιδεών από στρατιωτική δικτατορία, η οικονομία της Αργεντινής ήταν λιγότερο ελεύθερη από όλες τις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες που εξέταζε ο δείκτης EFW, συμπεριλαμβανομένων της Πολωνίας, Ουγγαρίας και Ρουμανίας44.
Πως καταφέρνει η Κλάιν να μετατρέψει μια οικονομία που ήταν λιγότερο φιλελεύθερη το 1985 από τις κεντρικά σχεδιαζόμενες οικονομίες της Ανατολικής Ευρώπης, σε εργαστήριο του Σικάγο; Και πάλι, στηρίζεται σε φανταστικές μεταφορές. Για παράδειγμα, κάποιοι Αργεντινοί φυλακισμένοι εξευτελίζονταν, αναγκαζόμενοι να επιλέξουν ανάμεσα σε περισσότερα βασανιστήρια για τους ίδιους και σε περισσότερα βασανιστήρια για έναν συγκρατούμενό τους. Επειδή η Κλάιν νομίζει ότι η αγορά είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, ερμηνεύει αυτή την κακομεταχείριση ως έναν τρόπο εξαναγκασμού των φυλακισμένων ώστε να γίνουν ατομικιστές. Σύμφωνα με την Κλάιν, «υποτάσσονταν στην ηθική αλληλοεξόντωσης που βρίσκεται στην καρδιά του laissez-faire καπιταλισμού»45.
Και στην επόμενη σελίδα, παρουσιάζει μια γλαφυρή συσχέτιση. Ένα εμπορικό κέντρο για υψηλά εισοδήματα στο Μπουένος Άιρες έχει κτιστεί εκεί που κάποτε υπήρξε ένα κέντρο βασανιστηρίων. Το συμπέρασμα της Κλάιν: «Το πρότζεκτ της Σχολής του Σικάγο κυριολεκτικά κτίστηκε πάνω στα μυστικά στρατόπεδα βασανισμού»46. Οπότε, αν είχαν χτίσει ένα γραφείο Κοινωνικής Πρόνοιας αντί για το μωλ, θα υπήρχε γλαφυρή απόδειξη της στενής σχέσης μεταξύ του κράτους πρόνοιας και των βασανιστηρίων;
Η Κλάιν συχνά ξεχειλώνει τα στοιχεία της ελεύθερης αγοράς, σε οτιδήποτε μπορεί να συσχετίσει με μια κρίση.
Δεν το τραβάει συχνά τόσο μακριά, ωστόσο η Κλάιν συχνά ξεχειλώνει τα στοιχεία της ελεύθερης αγοράς, σε οτιδήποτε μπορεί να συσχετίσει με μια κρίση. Για παράδειγμα γράφει ότι οι Αμερικανοί πολιτικοί χρησιμοποίησαν τον Τυφώνα Κατρίνα για να εισάγουν μια «φονταμενταλιστική εκδοχή του καπιταλισμού» στη Νέα Ορλεάνη47. Έτσι περιγράφει τη δημιουργία περισσότερων ανεξάρτητων εκπαιδευτηρίων – δηλαδή σχολείων χρηματοδοτούμενων και ελεγχόμενων από το δημόσιο, αλλά διαχειριζόμενων συχνά από μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, τα οποία η Κλάιν συγχέει με την πρόταση του Φρήντμαν για την εισαγωγή ενός συστήματος σχολικών κουπονιών. Υπερβάλλει όχι μόνο εν σχέση με τη φύση της αλλαγής, αλλά και σχετικά με την έκτασή της. Γράφει ότι η διεύθυνση εκπαίδευσης διαχειριζόταν 123 δημόσια σχολεία, αλλά μετά τον τυφώνα διαχειριζόταν μόνο 4, όταν ο αριθμός των ανεξάρτητων εκπαιδευτηρίων αυξήθηκε από 7 σε 31. Δεν αναφέρει ότι αυτό ίσχυσε αμέσως μετά τον τυφώνα ως αποτέλεσμα του ότι η διεύθυνση εκπαίδευσης ήταν πολύ πιο αργή σε ό,τι αφορούσε την επαναλειτουργία των σχολείων της. Τον Σεπτέμβριο του 2007, η διεύθυνση διαχειριζόταν 47 σχολεία ενώ υπήρχαν 44 ανεξάρτητα εκπαιδευτήρια48.
Σε ένα άλλο σημείο, παραποιεί την ιδέα του οικονομολόγου John Williamson, ο οποίος εισήγαγε τον όρο «Συναίνεση της Ουάσινγκτον», εισάγοντας τη λέξη «όλες» μπροστά από την πρότασή του ότι «δημόσιες επιχειρήσεις πρέπει να ιδιωτικοποιηθούν». Στην πραγματικότητα όμως, ο Wiliamson αντιτίθετο στην γενικευμένη ιδιωτικοποίηση. Αντί για αυτό, πρότεινε ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει να διακρατούν τις επιχειρήσεις όταν είναι δύσκολο να δημιουργήσουν ανταγωνισμό (αναφέρει τις δημόσιες συγκοινωνίες), ή όπου υπάρχουν εξωτερικότητες (για παράδειγμα, η υδροδότηση)49.
Αλλά είναι σημαντικό για την Κλάιν να παρουσιάσει τον Williamson ως ριζοσπαστικό για δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι ότι αυτό τη βοηθάει να παρουσιάσει τους θεσμούς της «Συναίνεσης της Ουάσινγκτον» (την κυβέρνηση των Η.Π.Α., το ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα) ως ριζοσπαστικούς φρηντμανικούς οργανισμούς και μέρος της παγκόσμιας σταυροφορίας του Σικάγο. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι ο Williamson είναι ο μόνος οικονομολόγος για τον οποίο πράγματι εντόπισε ένα απόσπασμα όπου διερωτάται αν θα ήταν καλό να προκληθούν μικρότερες κρίσεις (πληθωρισμός) ώστε να αποσπαστεί συναίνεση για τις μεταρρυθμίσεις. Στην πραγματικότητα ήταν απλά μια ερώτηση σε ένα συνέδριο το 1993 η οποία έγινε για να προκαλέσει συζήτηση, αλλά και μόνο αυτό ήταν αρκετό για την Κλάιν ώστε να γράψει στην επόμενη σελίδα πως αυτό ήταν πια «μέρος μιας παγκόσμιας στρατηγικής» και σε όλο το υπόλοιπο βιβλίο να συνεχίζει ωσάν να ήταν αυτό που όλοι οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι πια πίστευαν50.
Ξαναγράφοντας την Τιεν-Αν-Μεν
Η Κλάιν θεωρεί την Κίνα ως ακόμα ένα παράδειγμα χώρας της οποίας οι ηγέτες υιοθέτησαν τις ιδέες του Φρήντμαν και επέβαλαν τις μεταρρυθμίσεις της ελεύθερης αγοράς με βίαιο τρόπο. Για να αποδείξει την άποψή της, ξαναγράφει την ιστορία της σφαγής της πλατείας Τιεν-Αν-Μεν το 1989 και ισχυρίζεται ότι οι διαδηλωτές ήταν κυρίως αντιτιθέμενοι στην οικονομική φιλελευθεροποίηση. Σύμφωνα με την Κλάιν, το Κομμουνιστικό Κόμμα, με αρχηγό τον Ντενγκ Σιάο Πινγκ, επιτέθηκε στους φοιτητές με σκοπό να περισώσει το πρόγραμμα απελευθέρωσης της αγοράς και να προχωρήσει με τις πιο σαρωτικές αλλαγές ενόσω οι πολίτες θα βρίσκονταν σε σοκ.
Όπως κάνει και σε πολλές άλλες περιστάσεις, η Κλάιν ξεκινά επιφυλακτικά, αναφέροντας έναν Κινέζο αριστεριστή διανοούμενο και διαδηλωτή και λέει ότι αυτή είναι η μία ερμηνεία. Αλλά σύντομα, χωρίς να παρέχει άλλα στοιχεία υπέρ αυτής της άποψης, αλλάζει και την μεταχειρίζεται ως δική της ερμηνεία και δηλώνει με σιγουριά ότι οι διαδηλωτές ανθίσταντο «στη συγκεκριμένη φρηντμανική φύση των μεταρρυθμίσεων» και ότι το «σοκ της σφαγής … έκανε την Θεραπεία του Σοκ εφικτή»51. Και στο υπόλοιπο του βιβλίου συμπεριλαμβάνει αυτό ως ακόμα ένα παράδειγμα που οι αγορές και η βία πάνε χέρι-χέρι.
Αλλά αν οι φοιτητές διαδήλωναν ενάντια στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις, σπάνια εξέφραζαν αυτήν τη διαμαρτυρία. Αντίθετα, διαδήλωναν υπέρ της δημοκρατίας, της διαφάνειας στη διακυβέρνηση, της ισότητας έναντι του νόμου και ενάντια στη γραφειοκρατία και τη βία52. Έτσι, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική από αυτή που εξιστορεί η Κλάιν. Οι διαδηλωτές αρχικά συγκεντρώθηκαν για να θρηνήσουν τον πρώην Γενικό Γραμματέα Χου Γιάομπανγκ, έναν από τους σημαντικότερους μεταρρυθμιστές της χώρας. Αυτοί οι φοιτητές και διανοούμενοι ήθελαν περισσότερες μεταρρυθμίσεις, ειδικά ελευθερία του λόγου. Οι διαδηλωτές αυξήθηκαν και συμπεριέλαβαν όλους όσους ήθελαν δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις: Εκείνους που ήθελαν περισσότερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις και εκείνους που ήθελαν λιγότερες (τα στοιχεία εκείνα που η Κλάιν εξισώνει με το σύνολο της διαμαρτυρίας).
Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η πλειοψηφία των πρεσβυτέρων του Κόμματος αποφάσισαν να τερματίσουν τις διαδηλώσεις με τη βία επειδή ήθελαν να περισώσουν τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις, όπως ισχυρίζεται η Κλάιν. Ήθελαν να περισώσουν την εξουσία του Κόμματος και η πλειοψηφία απαρτιζόταν από οικονομικά συντηρητικούς που ήταν σκεπτικιστές έναντι της φιλελευθεροποίησης. Μερικοί μάλιστα αρνήθηκαν να επισκεφθούν τις ζώνες ελεύθερου εμπορίου για λόγους αρχής53. Και οι μεταρρυθμίσεις δεν επιταχύνθηκαν μετά τη σφαγή, όπως ισχυρίζεται η Κλάιν. Για πρώτη φορά από την έναρξη τους, βάλτωσαν.
Αντί να αποτελέσουν το ξεκίνημα της Θεραπείας Σοκ, τα γεγονότα της πλατείας Τιεν-Αν-Μεν σήμαναν σχεδόν το τέλος του οικονομικού φιλελευθερισμού στην Κίνα. Η Κλάιν παραποιεί τη χρονολογία, και το γνωρίζει.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τον πιο συνεπή υπέρμαχο των ελεύθερων αγορών στην ηγεσία της Κίνας, το Γενικό Γραμματέα Ζάο Ζιγιάνγκ. Ο Ζάο εκκαθαρίστηκε επειδή υποστήριξε τους διαδηλωτές και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του σε κατ’ οίκον περιορισμό. Ο Φρίντμαν τον είχε συναντήσει το 1988 και του έγραψε ένα συμβουλευτικό γράμμα – ακόμα μια συνάντηση με έναν τύραννο σαν αυτές για τις οποίες τον κατηγορεί η Κλάιν. Οι αντίπαλοι του Ζάο, συμπεριλαμβανομένου του πρωθυπουργού Λι Πένγκ, ο οποίος προωθούσε τη βίαια καταστολή των διαδηλωτών, προσπάθησαν να αναστρέψουν τις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις και να επανεισαγάγουν ελέγχους στην οικονομία. Οι συντηρητικοί θεώρησαν το «άνοιγμα» ως υπεύθυνο για τις αναταραχές και η θέση του Ντενγκ στο κόμμα εξασθένησε. Αντί να αποτελέσουν το ξεκίνημα της Θεραπείας Σοκ, τα γεγονότα της πλατείας Τιεν-Αν-Μεν σήμαναν σχεδόν το τέλος του οικονομικού φιλελευθερισμού στην Κίνα. Η Κλάιν γράφει ότι «η Τιεν-Αν-Μεν προλείανε τον δρόμο για έναν ριζικό μετασχηματισμό, χωρίς το φόβο μιας εξέγερσης.»54 Αλλά σύμφωνα με το EFW, η Κίνα ήταν λιγότερο οικονομικά ελεύθερη το 1990 απ’ ότι ήταν το 1985, μετακινούμενη από το 5.11 στο 4.91 στην κλίμακα από το 1 ως το 10.
Η Κλάιν παραποιεί τη χρονολογία, και το γνωρίζει, καθώς γράφει ότι ο Ντενγκ άνοιξε την Κινέζικη οικονομία «μέσα στα 3 χρόνια αμέσως μετά την αιματοχυσία»55. Έχει ανάγκη να αλλάξει το νόημα του «αμέσως» σε «3 χρόνια μετά», γιατί για 3 χρόνια μετά την Πλατεία Τιεν-Αν-Μεν το κίνημα των μεταρρυθμίσεων παρέπαιε. Ο Ντενγκ αναγκάστηκε να επανεκκινήσει τη φιλελευθεροποίηση δημοσίως την άνοιξη του 1992 παρότι ήταν 87 ετών και είχε επισήμως αποσυρθεί. Η «εξόρμηση στα Νότια» ήταν ένα ταξίδι του γεμάτο με ομιλίες και επαφές, προκειμένου να περισώσει το πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων. Το ταξίδι δεν καλύφθηκε κατ’ αρχήν από τα εθνικά ΜΜΕ, καθώς αυτά ελέγχονταν από τους αντιπάλους του Ντενγκ. Ο Ντενγκ αναγκάστηκε να γράψει άρθρα με ψευδώνυμο προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση στα μέσα. Αλλά πέτυχε να κερδίσει τοπική υποστήριξη χτίζοντας συμμαχίες με τοπικούς κυβερνήτες που ήταν υπέρ της φιλελευθεροποίησης. Μόνο τότε αποφάσισε ο διστακτικός Πρόεδρος Ζιανγκ Ζεμίν να υποστηρίξει τον Ντενγκ. Όταν πια το ταξίδι είχε τελειώσει ξεκίνησαν τα μέσα να κάνουν αναφορές σε αυτό κι έτσι οι μεταρρυθμίσεις ξανάρχισαν.
Προκειμένου να αποδείξει ότι οι ριζικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις μπορούν να συμβούν μόνο στις δικτατορίες, η Κλάιν συνοψίζει συγκρίνοντας την Κίνα και τη Δημοκρατική Πολωνία κατά τα τέλη της δεκαετίας του ‘80 και τις αρχές της δεκαετίας του ‘90:
Στην Κίνα όπου το κράτος χρησιμοποίησε την στυγνή μέθοδο της τρομοκράτησης, των βασανιστηρίων και δολοφονιών το αποτέλεσμα ήταν, από άποψη αγοράς, μια αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Στην Πολωνία, όπου το μόνο σοκ ήταν το οικονομικό – δεν υπήρξε απροκάλυπτη βία – η επίδραση του σοκ προοδευτικά εξασθένησε και τα αποτελέσματα ήταν πολύ πιο αμφίβολα56.
Για ακόμα μια φορά, η Κλάιν απλώς διατυπώνει συμπεράσματα χωρίς τα στατιστικά δεδομένα που θα τα υποστήριζαν. Αν ρίξουμε μια ματιά στα δεδομένα του EFW, βλέπουμε ξανά ότι η Κλάιν παραποιεί τα δεδομένα για να συνδέσει τη βία με τον οικονομικό φιλελευθερισμό. Η Κίνα δεν πλησιάζει καν την Πολωνία σε ό,τι αφορά την οικονομική ελευθερία και βελτιώθηκε με πολύ πιο αργό ρυθμό. Το 1985, η οικονομία της Πολωνίας ήταν πολύ λιγότερο ανοικτή με 3.93 εν σχέση με την Κίνα με 5.11. Το 1995 η Πολωνία έφτασε την Κίνα, με σκορ 5.3 και οι δύο. Το 2005 η δημοκρατική Πολωνία είναι μακράν μπροστά με 6.83, όταν η Κίνα έχει σκορ 5.957.
Ο συντηρητισμός του Μεγάλου Κράτους
Στην πραγματικότητα, οι πολιτικοί και οι κυβερνητικοί παράγοντες συχνά χρησιμοποιού ν τις κρίσεις ως μια ευκαιρία για να αυξήσουν τους προϋπολογισμούς τους και τις εξουσίες τους.
Ο ισχυρισμός της Κλάιν ότι οι κρίσεις ωφελούν την ελεύθερη αγορά και τον περιορισμό του κράτους είναι τουλάχιστον αντιφατικός. Στην πραγματικότητα, οι πολιτικοί και οι κυβερνητικοί παράγοντες συχνά χρησιμοποιούν τις κρίσεις ως μια ευκαιρία για να αυξήσουν τους προϋπολογισμούς τους και τις εξουσίες τους. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος οδήγησε τη Ρωσία στον κομμουνισμό, και ο υπερπληθωρισμός και η ύφεση οδήγησαν τη Γερμανία στον εθνικοσοσιαλισμό. Ο πόλεμος και οι καταστροφές είναι σπάνια φίλοι της ελευθερίας. Ο οικονομικός ιστορικός Robert Higgs έδειξε στο κλασικό του έργο «Κρίση και Λεβιάθαν» ότι η μεγέθυνση του κράτους στις ΗΠΑ συνέβη κατά τη διάρκεια κρίσεων όπως η Ύφεση και οι Παγκόσμιοι Πόλεμοι58. Όταν η κρίση τελειώσει, το κράτος δεν επιστρέφει στην προηγούμενή του κατάσταση, αντίθετα κρατάει κάποιες από τις εξουσίες και τα χρήματα που άδραξε για να αντιμετωπίσει την κρίση. Είναι το κράτος και όχι η αγορά που μεγαλώνει κατά τη διάρκεια κρίσεων.
«Ο πόλεμος είναι φίλος του κράτους … Σε περίοδο πολέμου, η κυβέρνηση θα αναλάβει εξουσίες και θα κάνει πράγματα που κανονικά δεν θα έκανε» είπε ένας διάσημος οικονομολόγος εξηγώντας γιατί αντιτίθεται στον πόλεμο του Ιράκ. Αυτός ο οικονομολόγος ήταν ο Μίλτον Φρήντμαν – το πρόσωπο το οποίο η Κλάιν ισχυρίζεται πως επιθυμούσε τον πόλεμο και τις καταστροφές για να προωθήσει το laissez-faire59. Ο Φρήντμαν είχε δίκιο, σε ό,τι αφορούσε τον πόλεμο του Ιράκ. Η κυβέρνηση Μπους χρησιμοποίησε τον πόλεμο για να επεκτείνει δραματικά τις εξουσίες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και ο Μπους αύξησε τις ομοσπονδιακές δαπάνες περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο πρόεδρο από την εποχή του Lyndon Johnson (ο οποίος ήταν ακόμα ένας πρόεδρος εμπόλεμης περιόδου), ακόμα και αν αφαιρέσουμε τις δαπάνες για το στρατό και την εθνική ασφάλεια60. Και αυτό δεν είναι απλά η εντύπωση των απογοητευμένων φιλελεύθερων. Μια έρευνα σε 15 περιφέρειες – κλειδιά λίγο πριν από τις εκλογές του 2006 έδειξε ότι περισσότεροι από το 55% των Αμερικανών πίστευε ότι οι Ρεπουμπλικάνοι ήταν ένα κόμμα υπέρ του Μεγάλου Κράτους61.
Θα σκεφτόταν κανείς ότι η Κλάιν θα δυσκολευόταν να συμπεριλάβει αυτή τη μείζονα εξαίρεση στο συλλογισμό της. Δεν δυσκολεύτηκε καθόλου. Αντίθετα, χρησιμοποιεί τις Ηνωμένες Πολιτείες μετά τις 11/9 ως ένα κύριο παράδειγμα υπέρ της δικής της θέσης. Ισχυρίζεται ότι οι τρομοκρατικές επιθέσεις έδωσαν στην Κυβέρνηση Μπους την ευκαιρία να εφαρμόσει τις ιδέες του Φρήντμαν, μέσα από την εξυπηρέτηση φίλων στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας, δίδοντάς τους συμβόλαια και χρήματα χωρίς προηγούμενο. Η Κλάιν πουθενά δεν παρέχει μια καθαρή εξήγηση γιατί κάτι τέτοιο είναι φρηντμανικό. Στον πραγματικό κόσμο, ο Φρήντμαν «πάντα τόνιζε τη σπατάλη στις δαπάνες άμυνας και τους κινδύνους που έθετε ο μιλιταρισμός για τις πολιτικές ελευθερίες» σύμφωνα με τη βιογράφο του Lanny Ebenstein62. Είναι πιθανό η Κλάιν να κάνει αυτή τη σύνδεση για έναν μόνο λόγο – η Κλάιν ποτέ δεν ορίζει ξεκάθαρα ποιες είναι και ποιες δεν είναι οι ιδέες του Φρήντμαν και δεν δίνει καμιά ένδειξη ότι τις αντιλαμβάνεται κιόλας. Έτσι συγχέει τον φιλελευθερισμό του περιορισμένου κράτους που υποστηρίζει ο Φρήντμαν με το νεοσυντηρητισμό και τον στυγνό κορπορατισμό – την απόδοση δηλαδή ειδικών προνομίων σε εταιρείες πέραν αυτών που θα μπορούσαν να επιτύχουν χωρίς κυβερνητική βοήθεια.
Όπως το βλέπει η Κλάιν, στην Αμερική του Μπους «έχεις κορπορατισμό: μεγάλες επιχειρήσεις και μεγάλο κράτος που συνδυάζουν τις ανυπέρβλητες τους δυνάμεις για να ρυθμίσουν και να ελέγξουν τους πολίτες»63. Αυτό ακούγεται, αρκούντως απίθανα, ως υγιής φιλελεύθερη κριτική κατά τις κυβέρνησης. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι η Κλάιν νομίζει πως αυτό είναι «το αποκορύφωμα της αντεπανάστασης που εξαπέλυσε ο Φρήντμαν»64 και ότι η ομάδα του Μπους που το υλοποίησε ήταν «φρηντμανικοί μέχρι το μεδούλι.»65
Ακόμα και όταν η ομοσπονδιακή κυβέρνηση παραβαίνει όλους τους κανόνες του βιβλίου του Φρήντμαν, η Κλάιν κατηγορεί τον Φρήντμαν γι’ αυτό. Σε ένα σημείο η Κλάιν γράφει για το ότι η αγορά στο Ιράκ δεν ήταν αρκετά ανοικτή:
Όλες οι μεγάλες εταιρείες των ΗΠΑ που ήταν στο Ιράκ για να επωφεληθούν από την ανοικοδόμηση ήταν μέρος μιας τεράστιας προστατευτικής συμμορίας, για την οποία η κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε δημιουργήσει την αγορά μέσω του πολέμου, είχε αποκλείσει τους ανταγωνιστές της από τη συμμετοχή στην αγορά και μετά τους πλήρωσε για να κάνουν τη δουλειά ενώ τους εξασφάλιζε σίγουρο κέρδος – όλα με δαπάνες των φορολογουμένων66
Και πάλι, αυτή θα μπορούσε να είναι μια έξοχη φρηντμανική κριτική σχετικά με το πώς οι κυβερνήσεις κάνουν πλούσιους τους φίλους τους με δαπάνες των φορολογουμένων, αν η Κλάιν δεν ολοκλήρωνε την παράγραφο έτσι: «Η Σταυροφορία της Σχολής του Σικάγο … έφτασε επί τέλους στο αποκορύφωμά της με αυτό το εταιρικό New Deal»67.
Η Κλάιν επανειλημμένα ταυτίζει τον φιλελευθερισμό (ή «νεοφιλελευθερισμό») με το νεοσυντηρητισμό. Φαίνεται να πιστεύει ότι είναι το ίδιο πράγμα, και αποκαλεί «νεοσυντηρητική» δεξαμενή σκέψης το Ινστιτούτο Cato, δύο φορές μάλιστα68. Γράφει για το «νεοσυντηρητικό κίνημα – Φρηντμανικό μέχρι το μεδούλι του»69. Έτσι κάθε φορά που ο Μπους μεγεθύνει το Κράτος για να εξυπηρετήσει συντηρητικούς στόχους, και κάθε φορά που κάτι κάνουν οι ΗΠΑ στο Ιράκ ως αποτέλεσμα της κατοχής, η Κλάιν καταγγέλλει τον Φρήντμαν και άλλους φιλελεύθερους / libertarians όπως το Ινστιτούτο Cato ως υπευθύνους, παρότι όλοι τους αντιτέθηκαν στη μεγέθυνση του κράτους και στον πόλεμο του Ιράκ.
Είναι φανερό ότι η Κλάιν δεν γνωρίζει τι είναι ο νεοσυντηρητισμός και δε νοιάστηκε να το μάθει. Γράφει ότι ο Φρήντμαν ήταν νεοσυντηρητικός και ισχυρίζεται ότι οι νεοσυντηρητικοί επιθυμούν «τον αφανισμό της δημόσιας σφαίρας, την πλήρη απελευθέρωση προς όφελος των μεγάλων εταιρειών και ισχνές κοινωνικές δαπάνες»70. Ο ιδρυτής του Αμερικανικού Νεοσυντηρητισμού, Irving Kristol, ορίζει τις ιδέες του κινήματός του πολύ διαφορετικά. Πίσω στο 1979 εξηγούσε: «Οι νεοσυντηρητικοί δεν είναι φιλελεύθεροι κατά κανένα τρόπο. Ένα συντηρητικό κράτος πρόνοιας είναι απόλυτα συνεπές με τη νεοσυντηρητική οπτική». Επανέλαβε αυτή την άποψη σε ένα πρόσφατο μανιφέστο: «Οι νεοσυντηρητικοί δεν νιώθουν αυτού του είδους το άγχος σχετικά με τη μεγέθυνση του κράτους κατά τον περασμένο αιώνα, προσλαμβάνοντάς την ως φυσική και στην πράξη αναπόφευκτη»71. Και ενώ οι νεοσυντηρητικοί και οι φιλελεύθεροι έχουν διαφορετικές απόψεις στα εσωτερικά ζητήματα, οι διαφορές τους σχετικά με την εξωτερική πολιτική είναι ακόμα πιο απόλυτες. Αυτός ο «Φρηντμανικός πυρήνας» πρέπει να είναι τεράστιος για να χωρά τόσο ευρέως διαφορετικές απόψεις!
Η ροπή προς την αυτοκτονία
Η Κλάιν συγχέει και τον φιλελευθερισμό με τον κορπορατισμό, ισχυριζόμενη πως η εταιρική πρόνοια με τα χρήματα των φορολογουμένων αποτελεί το ζενίθ της επανάστασης της ελεύθερης αγοράς του Σικάγο. Η Κλάιν αποδέχεται ότι η εταιρική πρόνοια δεν είναι αυτό που αρχικά υπεστήριξαν οι φιλελεύθεροι του Σικάγο: «Αλλά δεν είναι μια απόκλιση, είναι το σημείο στο οποίο η Σταυροφορία της Σχολής του Σικάγο – με την τριπλή της εμμονή σε ιδιωτικοποιήσεις, απορρύθμιση και διωγμό των συνδικάτων – έχει οδηγήσει»72. Αλλά δεν εξηγεί γιατί ο διαχωρισμός της κυβέρνησης και της οικονομίας θα οδηγούσε σε περισσότερη ευνοιοκρατία και εταιρική πρόνοια. Το μοναδικό της επιχείρημα αποτελεί κυκλικό συλλογισμό – αυτό έχει συμβεί σε χώρες όπου κυβερνούσαν άνθρωποι, τους οποίους θεωρεί οπαδούς του Φρήντμαν και ξέρουμε ότι ήταν οπαδοί του Φρήντμαν γιατί ενίσχυσαν και έκαναν πλούσιες τις εταιρείες όταν είχαν την ευκαιρία.
Οι φιλελεύθεροι πάντα κατηγορούνταν από τους αντιπάλους τους ότι θέλουν τον πλουτισμό των μεγάλων επιχειρήσεων
Η ιδέα φαίνεται να είναι ότι ο Φρήντμαν και οι άλλοι φιλελεύθεροι συμπαθούν τις επιχειρήσεις, και έτσι αν οι κυβερνήσεις δώσουν στις επιχειρήσεις συμβόλαια, επιδοτήσεις, προστασία και προνόμια, αυτό θα πρέπει να είναι Φρηντμανικό – μέχρι το μεδούλι. Σε μερικές περιστάσεις φαίνεται να νομίζει ότι οποιαδήποτε πολιτική στην οποία εμπλέκονται επιχειρήσεις είναι νεοφιλελεύθερη – αν για παράδειγμα μια ιδιωτική επιχείρηση παράγει εξοπλισμό υποκλοπής συνομιλιών. Αν η παρανόησή της σχετικά με το νεοσυντηρητισμό είναι αποτέλεσμα άγνοιας, αυτή η σύγχυση είναι αποτέλεσμα της παραπλάνησής της από την κλασσική αριστερίστικη ρητορική. Οι φιλελεύθεροι πάντα κατηγορούνταν από τους αντιπάλους τους ότι θέλουν τον πλουτισμό των μεγάλων επιχειρήσεων, οπότε, αν κάτι πλουτίζει τις μεγάλες επιχειρήσεις, θα πρέπει να είναι φιλελεύθερο.
Ορίστε η ερμηνεία της Κλάιν για την οπτική του Φρήντμαν:
Αυτό που ο Φρήντμαν κατανοούσε ήταν ότι σε κανονικές συνθήκες οι οικονομικές αποφάσεις λαμβάνονται μέσα από μια διελκυστίνδα ανταγωνιζομένων συμφερόντων – οι εργαζόμενοι θέλουν θέσεις εργασίας και αυξήσεις, οι ιδιοκτήτες θέλουν χαμηλή φορολόγηση και χαλαρό ρυθμιστικό περιβάλλον και οι πολιτικοί πρέπει να επιτύχουν μια ισορροπία ανάμεσα σε αυτές τις ανταγωνιζόμενες δυνάμεις.73
Γι’αυτό οι Φρηντμανικοί χρειάζονται τις κρίσεις, επειδή ακυρώνουν τις «κανονικές συνθήκες» και κάνουν εφικτό το να ωφεληθούν οι ιδιοκτήτες και να επιβάλουν την ατζέντα τους όταν οι πολίτες είναι απασχολημένοι με άλλα ζητήματα. Οι λέξεις της Κλάιν ακούγονται ως σύνοψη πραγμάτων που ο Φρήντμαν είπε, αλλά πουθενά δεν λέει που τα είπε. Δεν υπάρχει παραπομπή. Ο λόγος είναι πως αυτή δεν είναι η άποψη του Φρήντμαν. Αντιθέτως, ισχυριζόταν ότι οι «θέσεις εργασίας και οι αυξήσεις» είναι τα μακροπρόθεσμα οφέλη που προκύπτουν από τους «χαμηλούς φόρους και το χαλαρό ρυθμιστικό περιβάλλον». Πίστευε όμως επίσης και πως τα διαπλεκόμενα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων συχνά προσπαθούσαν να ακυρώσουν αυτές τις ωφέλιμες συνέπειες.
Κάποιος θα δυσκολεύονταν πολύ να βρει άλλον οικονομολόγο που να είναι πιο επίμονος από τον Φρήντμαν στις προειδοποιήσεις του ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι καπιταλιστές συνωμοτούν ενάντια στο λαό, ώστε να αποσπάσουν προνόμια, επιχορηγήσεις και προστασία. Όπως τόνιζε:
Οι μεγάλες επιχειρήσεις γενικά δεν είναι υπερασπιστές του ελευθέρως επιχειρείν. Κάθε άλλο, αποτελούν μία από τις κορυφαίες πηγές κινδύνου… Ο κάθε επιχειρηματίας είναι υπέρ της ελευθερίας κάθε άλλου, αλλά όταν το ζήτημα φτάνει στον ίδιο, το πράγμα αλλάζει. Θα πρέπει να επιβάλουμε αυτόν το δασμό για να μας προστατέψει από τον ανταγωνισμό των άλλων χωρών. Θα πρέπει να έχουμε αυτήν την ειδική ρύθμιση στο φορολογικό κώδικα. Θα πρέπει να υπάρχει αυτή η επιχορήγηση»74.
Ο Φρήντμαν αποκαλούσε αυτή την αναζήτηση εύνοιας ως «ροπή της επιχειρηματικής κοινότητας προς την αυτοκτονία», κάτι το οποίο υπήρξε και τίτλος διάλεξης, την οποία έδωσε αρκετές φορές. Ήταν ένα συνεπές μοτίβο στα έργα του Φρήντμαν. Στο πρώτο επεισόδιο της κλασσικής του τηλεοπτικής σειράς «Free to choose» είναι σαν να στοχεύει στην ίδια την σκιαγράφησή του από την Κλάιν:
Δε νομίζω ότι είναι πρέπον να περιγράφουμε την κατάσταση με όρους «βιομήχανοι εναντίον κράτους». Κάθε άλλο, ένας από τους λόγους που είμαι υπέρ του μικρότερου κράτους είναι γιατί όταν έχεις μεγαλύτερο κράτος οι βιομήχανοι το καταλαμβάνουν, και οι δύο μαζί σχηματίζουν ένα συνασπισμό ενάντια στον απλό εργαζόμενο και στον απλό καταναλωτή. Πιστεύω ότι η επιχείρηση είναι ένας θαυμάσιος θεσμός, αρκεί να είναι αναγκασμένη να αντιμετωπίζει ανταγωνισμό στην αγορά, ώστε να μην μπορεί να επιβιώσει παρά μόνο παράγοντας ένα καλύτερο προϊόν σε μικρότερη τιμή – και γι’ αυτό δεν θέλω η κυβέρνηση να παρεμβαίνει και να βοηθά την επιχειρηματική κοινότητα75.
Η περιγραφή του Φρήντμαν σχετικά με το πώς δουλεύει το σύστημα είναι πολύ κοντά σε αυτήν της Κλάιν: «Το μεγάλο κράτος ενώνει τις δυνάμεις του με τις μεγάλες επιχειρήσεις ώστε να ανακατανείμουν πόρους προς τα πάνω»76. Η διαφορά φυσικά είναι ότι η Κλάιν κατηγορεί τον Φρήντμαν ότι είναι υπέρ αυτής της κατάστασης. Αλλά αντί να είναι υποστηρικτής της «εταιρικής ευνοιοκρατίας» ο Φρήντμαν ήταν ένας από τους πιο συνεπείς αντιπάλους της: «Το ιδιωτικό επιχειρείν δικαιούται να απολαμβάνει τους καρπούς της επιτυχίας του μόνον εφόσον υφίσταται την ποινή της αποτυχίας… Ο κανόνας θα πρέπει να είναι: Κανένα εμπόδιο, καμιά επιδότηση»77.
Αντί να κατηγορεί τον Φρήντμαν ότι είπε το εντελώς αντίθετο από αυτό που πραγματικά έλεγε, η Κλάιν θα μπορούσε να επιχειρηματολογήσει ότι τη «εταιρική πρόνοια» είναι το αθέλητο αποτέλεσμα μιας ανοικτής οικονομίας και ενός περιορισμένου κράτους. Αλλά δεν παρέχει στοιχεία για μια τέτοια συσχέτιση, και τα παραδείγματά της υποστηρίζουν την αντίθετη άποψη. Γράφει για τους Ρώσους ολιγάρχες, τις ΗΠΑ μετά τις 11/9 και τις ιδιωτικοποιήσεις στη Λατινική Αμερική. Αλλά οι ολιγάρχες και πολλές από τις συμφωνίες στη Λατινική Αμερική ήταν αποτέλεσμα του αποκλεισμού των ξένων και των άουτσάιντερ από τη διαδικασία, τον οποίο η Κλάιν παραδέχεται αλλά δε βλέπει τις συνέπειές του78. Εν τω μεταξύ, η «εταιρική πρόνοια» στις ΗΠΑ και στο Ιράκ είναι το αποτέλεσμα μιας μαζικής αύξησης στις δημόσιες δαπάνες και – σύμφωνα με την ίδια την Κλάιν – του αποκλεισμού των ανταγωνιστών από τα συμβόλαια αυτά. Αντι-Φρηντμανικό μέχρι το μεδούλι.
Στάσεις απέναντι στη Δημοκρατία
Εάν αφαιρέσουμε τις προφανείς παρεξηγήσεις και στρεβλώσεις, η Κλάιν δεν έχει πολλά επιχειρήματα ενάντια στο φιλελευθερισμό και στον Μίλτον Φρήντμαν στο «Δόγμα του Σοκ». Σχετίζεται το «κατηγορώ» της εναντίον του κινήματος με το ότι ο εξέχων οικονομολόγος του χρησιμοποίησε τις κρίσεις ώστε οι άνθρωποι να ασπαστούν τις ιδέες του και κολάκεψε φασίστες και κομμουνιστές δικτάτορες για να λάβει την υποστήριξή τους; Ότι ένας από τους διάσημους υποστηρικτές του Φρήντμαν έχει μόνο καλά πράγματα να πει για δικτάτορες, πολιτικούς δολοφόνους και τρομοκράτες, αρκεί να υποστηρίζουν τις «σωστές ιδέες» για τις αγορές; Οτι οι ιδέες της ελεύθερης αγοράς μπορούν να συνυπάρξουν με πολιτική καταπίεση;
η Κλάιν δείχνει να μην ενοχλείται από δικτάτορες, φασίστες και δολοφόνους αρκεί να μη χαμηλώνουν φόρους και εμπόδια για το εμπόριο.
Εαν αυτό σκοπεύει η Κλάιν τότε έχει πρόβλημα. Γιατί ήταν ο οικονομολόγος της προτίμησής της, ο Βρετανός John Maynard Keynes, ο οποίος αναδείχθηκε στο προσκήνιο λόγω της Μεγάλης Κρίσης της δεκαετίας του ‘30 και τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, που αναφερόταν στην Σοβιετική Ένωση σαν «εντυπωσιακή» και που εξηγούσε ότι οι ιδέες του έχουν υιοθετηθεί από απολυταρχικά καθεστώτα στην εισαγωγή της γερμανικής μετάφρασης της Γενικής Θεωρίας του το 193679. Και ένας από τους υποστηρικτές του Κέυνς που λέει καλά λόγια είναι η ίδια η Κλάιν, η οποία έχει μόνο καλά λόγια να πει για την Κούβα80, τον Τσέ Γκεβάρα81, και τη Χεζμπολάχ82 όταν τους αναφέρει στο βιβλίο της και η οποία υπερασπίστηκε τον ακραίο ηγέτη Μουκτάντα Αλ Σαντρ ως εκπρόσωπο της πλειοψηφίας των Ιρακινών και ως εμπλεκόμενο στον πόλεμο μόνο για άμυνα83. Και οι ηγέτες που εφάρμοσαν τον «οικονομικό πατριωτισμό» που ζητά η Κλάιν, είναι πολιτικοί όπως ο Βλαντιμίρ Πούτιν, ο Ούγκο Τσάβεζ και ο Μαχμούντ Αχμαντινεζάντ, που το πράττουν ενώ αποδομούν ανεξάρτητους και δημοκρατικούς θεσμούς. Με άλλα λόγια η Κλάιν δείχνει να μην ενοχλείται από δικτάτορες, φασίστες και δολοφόνους αρκεί να μη χαμηλώνουν φόρους και εμπόδια για το εμπόριο84.
Η «ανάγνωση» της Ρωσίας τη δεκαετία του 1990 από την Κλάιν αποκαλύπτει τις απόψεις της απέναντι στη Δημοκρατία. Κατηγορεί το Ρώσο Πρόεδρο Μπόρις Γιέλτσιν ότι κατέστρεψε τη Δημοκρατία το φθινόπωρο του 1993, όταν αγνόησε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία που ήταν εναντίον του, διέλυσε το κοινοβούλιο και προκήρυξε νέες εκλογές. Παραδέχεται ότι υπήρχαν «πρωτο-φασιστικά» σχήματα στο κοινοβούλιο αλλά δεν φαίνεται να ενοχλείται – απ’ ό,τι φαίνεται όταν πολεμάς για τη δημοκρατία δεν μπορείς να είσαι τόσο εκλεκτικός με τους φίλους σου. Όμως ο δημοσιογράφος Φρέντ Κάπλαν που επισκέφθηκε τους κομμουνιστές και εθνικιστές καταληψίες, αποκαλεί αυτόν τον χαρακτηρισμό «γελοίο»:
Ήμουν ένας από τους δημοσιογράφους που πέρασαν ένα απόκοσμο απόγευμα στο κοινοβούλιο, μιλώντας με τους οπλισμένους, με μαύρες μπότες και μεθυσμένους καταληψίες. Πιστέψτε με – και η Κλάιν θα πρέπει να κάνει το ίδιο- δεν υπήρχαν δημοκράτες σε εκείνο το συνάφι85.
Για μια ακόμη φορά η Κλάιν έπρεπε να αλλάξει τη χρονολογία για να δικαιολογήσει τη θέση της. Ισχυρίζεται ότι ο Γιέλτσιν διέλυσε το κοινοβούλιο δια της βίας για να εφαρμόσει τη «Θεραπεία του Σοκ». Αλλά η μόνη «Θεραπεία του Σοκ» – η απελευθέρωση των τιμών και των συναλλαγματικών ελέγχων με τα ξένα νομίσματα – έγινε ενάμιση χρόνο νωρίτερα. Μετά τη διάλυση του κοινοβουλίου ο Γιέλτσιν αντικατέστησε τον φιλελεύθερο πρωθυπουργό Γιέγκορ Γκάινταρ με το τεχνοκράτη Βίκτορ Τσερνομύρντιν και διέθεσε σχεδόν 7 δισεκατομμύρια δολάρια για να ξεχρεώσει κρατικές βιομηχανίες. Αυτό όμως δεν χρειάζεται να μας απασχολεί. Κάτι άλλο είναι περισσότερο ενδιαφέρον.
Μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία κατηγορεί τον Πρόεδρο ότι εφαρμόζει μη δημοκρατικές και αντισυνταγματικές πρακτικές και θέλει να τον καθαιρέσει. Ο Πρόεδρος αγνοεί την αντιπολίτευση και το κοινοβούλιο δέχεται τη βοήθεια απολυταρχικών δυνάμεων για να πολεμήσουν αυτό που υποστηρίζουν ως αγώνα για τη δημοκρατία. Αυτό δεν θυμίζει ένα παλαιότερο επεισόδιο της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας; Αυτό συνέβη στη Χιλή τον Αύγουστο του 1973, όταν η κοινοβουλευτική πλειοψηφία κάλεσε τον στρατό να ανατρέψει τον Πρόεδρο Αλιέντε, τον οποίο κατηγορούσαν ότι μετέτρεπε το πολίτευμα σε δικτατορία86. Παρόλ’αυτά η Κλάιν θεωρεί τον Αλιέντε ως «φανατικό δημοκράτη»87 ενώ χωρίς σκοπούμενη ειρωνεία αποκαλεί τον Γιέλτσιν έναν «Ρώσο Πινοσέτ»88.
οποιοσδήποτε τυγχάνει να παλεύει ενάντια στην ελεύθερη αγορά, ακόμα και αν προσπαθήσει να ανατρέψει ένα δημοκρατικά εκλεγμένο πρόεδρο, είναι ένας αγωνιστής της «δημοκρατίας» στον κόσμο της Κλάιν.
Δεν επιχειρηματολογώ υπέρ καμίας από τις δύο παραπάνω δράσεις. Απλώς εφιστώ την προσοχή στο γεγονός ότι η Κλάιν αποκαλεί την αντιπαράθεση ενός προέδρου με το κοινοβούλιό του ως επίθεση στη δημοκρατία και την ίδια αντιπαράθεση ενός άλλου Προέδρου ως αγώνα για τη δημοκρατία. Αλλά η διαφορά μεταξύ τους δεν ήταν ότι ο ένας ήταν πιο δημοκράτης από τον άλλο. Τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που επιθυμεί η Κλάιν – παρ’ όλα τα ελαττώματά του η κυβέρνηση Γιέλτσιν ήταν η πιο δημοκρατική στην ιστορία της Ρωσίας ενώ δύσκολα θα μπορούσε να ειπωθεί το ίδιο για την ταραχώδη προεδρία του Αλιέντε. Όχι, η κρίσιμη διαφορά ανάμεσα στη Χιλή του Αλιέντε και τη Ρωσία του Γιέλτσιν είναι ότι ο ένας πρόεδρος ήταν υπέρ των ελεύθερων αγορών και ο άλλος κατά. Απ’ ό,τι φαίνεται, οποιοσδήποτε τυγχάνει να παλεύει ενάντια στην ελεύθερη αγορά, ακόμα και αν προσπαθήσει να ανατρέψει ένα δημοκρατικά εκλεγμένο πρόεδρο, είναι ένας αγωνιστής της δημοκρατίας στον κόσμο της Κλάιν. Επομένως το βιβλίο της Κλάιν δεν έχει να κάνει με τη δημοκρατία.
Και ούτε έχει να κάνει με τα σοκ και τις κρίσεις. Τίποτα στο Δόγμα του Σοκ δεν υπονοεί ότι η Κλάιν πιστεύει πως κακώς τα σοκ χρησιμοποιούνται για να προωθήσεις τις ιδέες σου. Αυτή η τακτική, απ’ό,τι φαίνεται είναι λάθος μόνο όταν προσπαθείς να προωθήσεις τις «λάθος ιδέες». Η ίδια η Κλάιν δε δίστασε να προτείνει τις δικές τις λύσεις στα προβλήματα μετά από την Κατρίνα ή τον πόλεμο στο Ιράκ και ποτέ δεν θα διανοείτο να θεωρήσει αυτήν την τακτική ως ένα κυνικό τρόπο για να επωφεληθεί από τον πόνο των ανθρώπων, θα έλεγε ότι είναι ένας τρόπος για να βοηθήσει τον κόσμο. Ο μόνος λόγος για τον οποίο το θεωρεί κυνικό και κακό όταν οι φιλελεύθεροι κάνουν ακριβώς το ίδιο, είναι επειδή θεωρεί πως αυτές οι ιδέες είναι φαύλες και παράγουν φρικτές συνέπειες. Αυτός όμως είναι ένας ισχυρισμός, για τον οποίο δεν παρουσιάζει κανένα επιχείρημα. Κάποιος θα πρέπει να θεωρεί ήδη δεδομένα και αληθή όλα αυτά, προκειμένου να δει κάποια αξία στη κριτική της Κλάιν για τον «καταστροφικό καπιταλισμό».
Η ζωή υπό τον Άγριο Καπιταλισμό
Προκαλεί έκπληξη ότι σε ένα βιβλίο με περισσότερες από 500 σελίδες η Κλάιν δεν εκθέτει κανένα επιχείρημα σε κάποιον, ο οποίος δεν έχει πεισθεί ήδη ότι οι ελεύθερες αγορές είναι κακές. Δίνει πολύ λίγα παραδείγματα στα οποία η φτώχεια και η ανεργία αυξήθηκαν όταν μια κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία κατέρρευσε ή όταν ο υπερπληθωρισμός τέθηκε υπό έλεγχο και μειώθηκε. Αλλά αυτό δεν είναι κάτι παράξενο και είναι κάτι που πολλοί οικονομολόγοι προβλέπουν. Αλλά επίσης λένε ότι είναι ο μόνος τρόπος για να ελαττωθεί η φτώχεια και η ανεργία μακροπρόθεσμα. Και γι’αυτό η Κλάιν δεν προσφέρει κάποια απόδειξη ή δεδομένα για το τι γίνεται σε βάθος χρόνου. Γράφει ότι οι μεταρρυθμίσεις μετέτρεψαν την εργατική τάξη της Χιλής σε «αναλώσιμους φτωχούς» αλλά ούτε μια φορά δεν παραδέχεται ότι η Χιλή είναι η κοινωνική και οικονομική επιτυχία της Λατινικής Αμερικής, και ότι εξαφάνισε την ακραία φτώχεια. Γράφει ότι οι μεταρρυθμίσεις αύξησαν το χάσμα μεταξύ των πόλεων και της επαρχίας στην Κίνα, αλλά δεν αναφέρει πουθενά ότι αυτές οι κινήσεις οδήγησαν στη μεγαλύτερη μείωση της φτώχειας στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Σε δύο σημεία η Κλάιν σημειώνει περιληπτικά την ευρύτερη εικόνα και το βάθος χρόνου. Υπάρχουν αποκλίσεις στους ισχυρισμούς της – ότι μεταξύ 25 και 60% του πληθυσμού έχει απορριφθεί ή μετατρέπεται σε μόνιμη τάξη φτωχών σε χώρες που απελευθερώνουν τις οικονομίες τους89. Δεν εξηγεί τι εννοεί με αυτούς τους αριθμούς και δε λέει από πού προέρχονται αυτά τα μεγέθη. Δεν υπάρχει υποσημείωση ούτε παραπομπή σε πηγή.
Μια ματιά στα στοιχεία του EFW αποδεικνύει ότι συμβαίνει το αντίθετο ακριβώς από αυτό που ισχυρίζεται η Κλάιν. Η φτώχεια και η ανεργία είναι χαμηλότερες στις χώρες με περισσότερη οικονομική ελευθερία. Στο πιο ελεύθερο 1/5 των χωρών η φτώχεια σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη είναι 15,7% ενώ στις υπόλοιπες χώρες είναι το 29,8%. Η ανεργία στο πιο οικονομικά ελεύθερο 1/5 των χωρών είναι 5,2%, που είναι λιγότερο από το μισό ποσοστό της ανεργίας στις υπόλοιπες χώρες. Στο λιγότερο οικονομικά ελεύθερο ένα πέμπτο των χωρών που αποτελείται από χώρες που επικρατούν οι περιορισμοί στην ατομική ιδιοκτησία, στις επιχειρήσεις και στο εμπόριο που προτείνει η Κλάιν για να βοηθήσουν τον κόσμο, η φτώχεια είναι 37,4% και η ανεργία είναι 13%90.
Η Κλάιν γράφει ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός πέρασε στην πιο άγρια μορφή του από τη δεκαετία του 199091. Εάν έχει δίκιο σχετικά με την επίδραση των ελεύθερων αγορών και της ανέχειας, η φτώχεια θα έπρεπε να έχει αυξηθεί με δραματική ταχύτητα από τότε. Το αντίθετο συνέβη. Μεταξύ του 1990 και του 2004 η ακραία φτώχεια στις αναπτυσσόμενες χώρες μειώθηκε από το 29 στο 19% σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα. Αυτό σημαίνει ότι η ακραία φτώχεια μειώθηκε κατά 54,000 ανθρώπους την ημέρα υπό από τον «άγριο καπιταλισμό»92. Και το ποσοστό των ανθρώπων σε παραγκουπόλεις, που είναι ένα ακόμα αποτέλεσμα της φιλελευθεροποίησης σύμφωνα με την Κλάιν, μειώθηκε από το 47% στο 37% στο ίδιο διάστημα93. Αυτά τα ποσοστά ως μέσοι όροι μπορεί να κρύβουν ανισότητες. Επομένως, αξίζει να σημειωθεί ότι η μεγαλύτερη βελτίωση επετεύχθη στα μέρη του κόσμου που απελευθέρωσαν τις οικονομίες τους ενώ υπήρξαν υποχωρήσεις σε χώρες με τη μικρότερη απελευθέρωση.
Εάν η Κλάιν έχει δίκιο ανάμεσα στη σύνδεση μεταξύ ελεύθερων αγορών και πολιτικής βίας τότε θα έπρεπε να έχουμε περισσότερους πολέμους και δικτατορίες στην εποχή του «άγριου» καπιταλισμού. Η Κλάιν αναφέρει ότι «ο κόσμος γίνεται λιγότερο ειρηνικός» χωρίς να παραθέτει αποδείξεις94. Και πάλι έχει άδικο. Σύμφωνα με το Κέντρο Ανθρώπινης Ασφάλειας του Πανεπιστημίου της Βρετανικής Κολούμπια ο αριθμός των στρατιωτικών συρράξεων στις οποίες συμμετείχε τουλάχιστον ένα κράτος, μειώθηκε από τις 50 το 1990 στις 31 το 2005. Ο αριθμός των νεκρών από πολέμους το 2005 ήταν ο χαμηλότερος για μισό αιώνα. Το 1990 εξελίσσονταν εννέα γενοκτονίες στον κόσμο. Το 2005 είχαμε μία, στο Νταρφούρ. Με κάποιες ιδιαίτερες εξαιρέσεις, ο κόσμος γίνεται πιο ειρηνικός στην εποχή του «άγριου καπιταλισμού»95.
Ο κόσμος γίνεται και πιο δημοκρατικός σε αντίθεση με τις υπόνοιες του βιβλίου της Κλάιν. Για την ακρίβεια, με το που άνοιξαν οι παγκόσμιες αγορές, μια δημοκρατική επανάσταση έλαβε χώρα την ίδια χρονική περίοδο. Ανάμεσα στο 1990 και στο 2007 ο αριθμός των δημοκρατιών με εκλογές, αυξήθηκε από τις 76 στις 121. Το 1990 περισσότερες χώρες χαρακτηρίζονταν ως πολιτικά «ανελεύθερες» από το Freedom House, από όσες χαρακτηρίζονταν ως «ελεύθερες». Το 2007 υπήρχαν διπλάσιες χώρες που χαρακτηρίζονταν ως «ελεύθερες» από αυτές που χαρακτηρίζονταν ως «ανελεύθερες»96.
Μάλλον δεν πρόκειται για σύμπτωση ότι υπάρχουν φλύαρα σχόλια από τέσσερις μυθιστορηματικούς συγγραφείς φαντασίας στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.
Επομένως με την απουσία κάθε σοβαρού επιχειρήματος για τις συνέπειες των ελεύθερων αγορών μας μένει η εύλογη κριτική που ασκεί η Κλάιν ενάντια στα βασανιστήρια, τις δικτατορίες, τη διαφθορά και τον κορπορατισμό. Σε τελική ανάλυση δηλαδή το «Δόγμα του Σοκ» αποτελεί μια περίεργη πολεμική σύμφωνα με την οποία ο Μίλτον Φρήντμαν και οι ελεύθερες αγορές είναι κακές επειδή οι κυβερνήσεις είναι ανεπαρκείς, διεφθαρμένες και σκληρές. Μάλλον δεν πρόκειται για σύμπτωση ότι υπάρχουν φλύαρα σχόλια από τέσσερις μυθιστορηματικούς συγγραφείς φαντασίας στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.
0 βγηκαν μπροστα:
Δημοσίευση σχολίου