Τα παιδιά ενός «ανώτερου» Θεού.
Στον Τελευταίο Αυτοκράτορα του Μπερτολούτσι οι ευνούχοι, σε πομπή, μεταφέρουν μέσα σε χρυσά κασελάκια τα ακρωτηριασμένα τους όργανα. Την ανάμνηση από μια φύση που είχαν, αλλά μεταλλάχτηκε. Φρικτή εικόνα, όσο και η ίδια η πράξη του ευνουχισμού. Οι ίδιοι, όμως, είναι ευτυχισμένοι. Ανήκουν στην αυλή του αυτοκράτορα, έχουν το προνόμιο να τον υπηρετούν και την αυταπάτη πως ο ευνουχισμός θα τους χαρίσει μακροβιότητα, όπως υποστήριζαν όσοι ακόνιζαν τη φαλτσέτα πάνω στον μελλοθάνατο ανδρισμό.
Η χαρά του ευνούχου είναι η χαρά μιας ακρωτηριασμένης φύσης. Της άγνοιας. Πώς είναι ο έρωτας, η ζωή, οι ορμές της; Πώς είναι να υπάρχεις και όχι να σε κατασκευάζουν για να υπηρετήσεις τον αυτοκράτορα, το χαρέμι ή τους στρατηγούς που έπρεπε να ικανοποιούν τις ανάγκες τους στο άτριχο και κακοποιημένο σώμα στις μακρόχρονες πολεμικές εκστρατείες; Οι ευνούχοι δεν είχαν τη δυνατότητα να μάθουν. Ήταν ευνουχισμένοι κυρίως σε αυτό.
Την ανάπηρη χαρά των ευνούχων θυμήθηκα πριν από μέρες, όταν φίλη μού περιέγραφε περιστατικό με κάποιον φίλο της. Απολύθηκε πριν από μήνες, έμεινε άνεργος και κατάφερε πρόσφατα να βρει μια δουλειά που του εξασφαλίζει μετά βίας 700 ευρώ. Όταν πληρώθηκε τον πρώτο μισθό, πήγε σ’ ένα κατάστημα και αγόρασε για 300 ευρώ τα παπούτσια που για καιρό χάζευε σε περιοδικό. Ένα δώρο στον εαυτό του, φαντάζομαι, που ακόμη υπήρχε κίνδυνος να πεθάνει της πείνας.
Ξέρω πως αυτή η ιστορία μπορεί να φαντάζει ως και ρομαντική σε κάποιους. Ο άνθρωπος, σχεδόν ήρωας, που επέλεξε να ικανοποιήσει το όνειρό του απ’ το να φάει. Να χαρεί, ως αντιστάθμισμα για τη δυσκολία που χρειάστηκε να αντιμετωπίσει. Με αυτήν τη χαρά του ευνούχου που μπορεί να χαίρεται με ό,τι δημιούργησε τον ίδιο τον ακρωτηριασμό του.
Στην Ελλάδα, αμέσως μετά τον Εμφύλιο, δημιουργήθηκε μια γενιά που έζησε με τον εφιάλτη του πολέμου. Η καταστροφή δεν υπήρχε πια, αλλά υπήρχαν κατεστραμμένοι άνθρωποι.
Υπήρχε πάντα η απειλή της. Μετά τη Μεταπολίτευση ήρθε η γενιά των δικαιωμάτων. Άνθρωποι που θεωρούσαν πως η πρόκληση της Δημοκρατίας είναι μια προσωπική και όχι πολιτική μόνο ανάγκη. Σε αυτήν τη γενιά δεν υπήρξε ο φόβος της στέρησης. Μόνο τα φαντάσματά της. Ανέλαβαν να μπουκώνουν χοντρά παιδιά με γεμάτα κουτάλια, να στριγκλίζουν παιδικά ονόματα στις παραλίες, να ανησυχούν γι’ αυτό που κάποτε ήταν παιδικό παιχνίδι. Ο υπερπροστατευτισμός έγινε μέτρο της αγάπης, η υπερβολή ταυτίστηκε με τον γονεϊκό ρόλο και η Ελλάδα είχε μέλλον μόνο για επιστήμονες που δημιουργούσαν με το στανιό τα όνειρα μιας παλιάς, στερημένης οικογένειας. Την ίδια εποχή ο καταναλωτισμός δημιουργούσε αξίες σε 12 άτοκες δόσεις, η Δημοκρατία ταυτίστηκε με προσωπικές αξιώσεις και επιτυχία βαφτίστηκε η επιτυχής διαχείριση του «τίποτα». Ήταν τότε που άρχισε να δημιουργείται μια γενιά, που η κοινωνία και η οικογένεια πρόσφεραν άθελά τους ως καστράτους. Η γενιά που μεγάλωνε με τον κίνδυνο να γίνει η γενιά των ευνούχων.
Παιδιά που μεγάλωσαν προστατευμένα από τα οικογενειακά άγχη, από τις κοινωνικές αντιπαραθέσεις, από τις αντιθέσεις που διαμορφώνουν φυσιολογικά τα πράγματα. Οι ιστορικές μνήμες χρησιμοποιήθηκαν παραδόξως ως μελλοντική πιθανότητα για να εξασφαλίσουν την προσήλωση στην ευμάρεια του παρόντος.
Η Ελλάδα γέμισε με μανάδες που πήγαιναν τα παιδιά ως την πόρτα του σχολείου με το αυτοκίνητο, ακόμη και αν το σπίτι απείχε 20 μέτρα, που ανησυχούσαν αορίστως για την κακοποίησή τους, ενώ οι ίδιες τα καταδίκαζαν στην ανικανότητα, που τα μάθαιναν να ταυτίζουν την ευτυχία με την αποχή από το μισό της ζωής, τη δυσκολία. Γέμισε με πατεράδες που πλήρωναν για τον λογαριασμό του κινητού του παιδιού τους όσα θα ήταν ο πρώτος μισθός που θα έπαιρναν, αν έπιαναν δουλειά. Που χαίρονταν γιατί μεγάλωναν παιδιά μακριά από τις δοκιμασίες, φτιάχνοντας έναν πριγκιπικό θρόνο το ίδιο αναγκαίο με τις καρέκλες του σπιτιού. Γέμισε με γονείς που δεν καταλάβαιναν πως ευτυχία δεν είναι το συμβόλαιο με την κενότητα, αλλά η εξοικείωση με τις ανάγκες. Η επιτυχής διαχείριση όσων πραγμάτων συμβαίνουν στη ζωή. Και πολλά απ’ αυτά είναι στ’ αλήθεια άσχημα και δύσκολα.
Η αγάπη πολλές φορές ήταν ικανοποίηση αναγκών. Πόσοι αντιλαμβάνονταν την αγάπη ως την απόφαση να παραδώσουν το παιδί τους στην ανθρώπινη πραγματικότητα; Οι ξένοι φάνταζαν πολύ βάρβαροι που απαιτούσαν από τα παιδιά τους να φύγουν απ’ το σπίτι κατά την ενηλικίωση. Και οι Έλληνες, πολύ συγκροτημένοι γύρω από την «ομορφιά» της ελληνικής οικογένειας, που τάιζε μαντραχαλάδες ως τα 40 και δεν τολμούσε να σκεφτεί πως ένα παιδί, ακόμη και αν έχει σπουδάσει πυρηνικός φυσικός, πρέπει να βρει δουλειά και να εξασφαλίζει όσα απαιτούνται για να ζήσει.
Προσφέραμε χωρίς όριο μια αγάπη που προσέφερε αφειδώς συναίσθημα, αλλά δεν απαιτούσε πράξη. Βαφτίσαμε ελευθερία όλες τις ελευθεριάζουσες απόψεις μας που επέτρεπαν να μην έχουμε ευθύνη. Μόνο φόβο, που με τη σειρά του δημιουργούσε συναίσθημα. Αλλά όχι πράξη.
Και ξαφνικά ήρθε η κρίση. Έτοιμη να κατασπαράξει τα πάντα. Και πρώτα τους ευνούχους που δημιουργήσαμε. Ανέτοιμοι ν’ αντιμετωπίσουν αυτό που έρχεται. Ακόμη και να καταλάβουν. Χαζεύουν ακόμη βιτρίνες, ενώ δεν έχουν να φάνε, θεωρούν πως η ζωή δεν μπορεί να είναι διαφορετική από αυτό που έχουν ζήσει κι επιμένουν να επικαλούνται το δικαίωμά τους στην επιβίωσή τους, σαν να είναι το φαΐ που θα τους ταΐσει.
Στην κοινωνία που καταρρέει, οι ευνούχοι κουβαλάνε τα κασελάκια με τα ακρωτηριασμένα τους όργανα. Οι ευνοημένοι του αυτοκράτορα γονιού. Και είναι τα παιδιά μας.
ALL WRITE
0 βγηκαν μπροστα:
Δημοσίευση σχολίου