Λεωνίδας Χατζηπροδρομίδης/metarithmisi.gr
«Ο σύγχρονος φιλόσοφος που δεν ένιωσε ποτέ σαν τσαρλατάνος είναι τόσο ελαφρόμυαλος που το έργο του πιθανόν και δεν αξίζει να διαβαστεί».
Λέσεκ Κολακόφσκι
Ο Σλοβένος φιλόσοφος και ψυχαναλυτής που αυτοπροσδιορίζεται ότι ανήκει στη «ριζοσπαστική αριστερά» μιλάει για όλα και για όλους με τη βεβαιότητα ότι έχει απαντήσεις στα πάντα· οι ατάκες του, τα ανέκδοτά του, οι παραδοξολογίες του δεν χαρακτηρίζουν το πρόσωπο ενός φιλοσόφου, αντίθετα τον κατατάσσουν στην κατηγορία του δημαγωγού, του λαϊκιστή, του ανθρώπου που κάνει επίδειξη των γνώσεών του και ικανοποιείται πολύ και ο ίδιος. Η σεμνότητα λείπει, η προσπάθεια κατανόησης του ανθρώπινου πόνου δεν υπάρχει, αντίθετα οι συμβουλές του για δράση και ανατροπή αφθονούν εκφραζόμενες με υπερβολική φλυαρία.
Ο Ζίζεκ δεν εκφράζει κάποια συνεκτική σκέψη, απλώς προσπαθεί μέσω της φιλοσοφικής πολυπλοκότητας και των αποσπασμάτων από διαφόρους φιλοσόφους, εκτός τόπου και χρόνου, μαζί με την επίκληση σταρ του κινηματογράφου και της τηλεόρασης να θεμελιώσει έναν άναρχο και ευρηματικό λόγο. Δεν δημιουργεί ερωτήματα, δίνει μόνο «απαντήσεις».
Το επιστημονικό και φιλοσοφικό του οπλοστάσιο δεν έχει ευρύτερη απήχηση, όμως ο λαϊκισμός του και οι «ριζοσπαστικές» αριστερές υποσχέσεις του απευθύνονται σε ένα πλατύ ακροατήριο, έμπλεου αφέλειας, αθωότητας και νεανικού πάθους.
Πρέπει όμως να τονίσουμε ότι μετά απ’ όλα όσα συνέβησαν στον 20ό αιώνα, η διανοητική εντιμότητα και η θαρραλέα στάση απέναντι στις ολοκληρωτικές εξουσίες είναι το ελάχιστο που απαιτείται από τους πνευματικούς ανθρώπους. Η ανευθυνότητα και ο λαϊκισμός, με υποσχέσεις για επίγειους παραδείσους, δεν έχουν σχέση με διανοούμενους. Ο Ζίζεκ λειτουργεί ως «φιλόσοφος» του λαϊκισμού με τη βεβαιότητα που του δίνει η ιστορική ανευθυνότητα του μαρξισμού-λενινισμού, δηλαδή του σταλινισμού.
Ωστόσο δεν δρα στην εποχή του σταλινισμού, κινείται στην εποχή των καταλοίπων ενός συστήματος από το οποίο έχουν μείνει άταφα διάφορα σκόρπια στοιχεία και χρειάζεται μεγάλη ευρηματικότητα να τα συνθέσεις. Από την άποψη αυτή είναι ένας ακίνδυνος διασκεδαστής, που δίνει χαρά με την αυθεντία του σε όλους όσους διψούν για την ιστορική περιπέτεια αλλά πλέον ως φάρσα. Τώρα πια δεν υπάρχει η πίστη στους νόμους της ιστορικής εξέλιξης και στους φορείς της (το προλεταριάτο) που αναλαμβάνουν την εκπλήρωση του έργου, δεν υφίσταται πια εκείνη η ανάγκη για σιγουριά και ισορροπία που νάρκωναν τους διανοούμενους και τους καθιστούσαν παιχνιδάκι των μηχανισμών.
Ας περάσουμε λοιπόν στον ίδιο τον Ζίζεκ μέσα από τα κείμενα και τις δημόσιες παρεμβάσεις του. Είναι όντως απολαυστικός. Σε δίωρη συνέντευξή του, το 2007, στην TV Ζάγκρεμπ της Κροατίας, αφού οι συνεργάτες του σταθμού τονίσουν ότι οι τοίχοι του σπιτιού του είναι γεμάτοι από προσωπογραφίες του Στάλιν και του Λένιν, ο Ζίζεκ εξηγεί για ποιον λόγο στις εκλογές του 1990 στη Σλοβενία κατέβηκε με συνθήματα υπέρ του Πολ Ποτ: «Ήθελα να παρουσιάσω τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του Πολ Ποτ. Ήταν ένα
ακραίο καθεστώς, όπου μερικές ιστορικές τάσεις εκφράζονταν σε καθαρή μορφή»[i]. Ο Ζίζεκ εντυπωσιάζεται από τις καθαρές μορφές, που δεν είναι η γενοκτονία δυο εκατομμυρίων κατοίκων της Καμπότζης, δηλαδή το 25% του πληθυσμού, αλλά ότι «ήταν ένα καθεστώς που θεωρούσε τον εαυτό του ως παράνομο. Ο Πολ Ποτ μερικούς μήνες πριν την πτώση του αναγνώρισε ότι ήταν Γενικός Γραμματέας του Κόμματος»[ii].
Μεγάλη αδυναμία του είναι η διάκριση μεταξύ Χίτλερ και Στάλιν, όπου παρουσιάζει τη σκηνή «όταν οι Ναζί χειροκροτούν τον Χίτλερ, ενώ εκείνος παραμένει ακίνητος, αντίθετα όταν οι κομμουνιστές χειροκροτούν τον Στάλιν συμμετέχει και ο ίδιος στο χειροκρότημα»[iii]. Άλλη «τρομακτική» διαφορά, σύμφωνα πάντα με τον Ζίζεκ, είναι ότι «στα γενέθλια του Στάλιν έστελναν τηλεγραφήματα από τα Γκουλάγκ, ενώ στον Χίτλερ κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο. Γι’ αυτό ο σταλινισμός ανήκει στον Διαφωτισμό»[iv]. Ο Ζίζεκ εκτιμά τόσο πολύ τον σταλινισμό ώστε τον εντάσσει στον Διαφωτισμό!
Η αδυναμία του για τις καθαρές μορφές εκφράζεται και στη σύγκριση των ελευθεριών στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. «Στην Ουγγαρία το καθεστώς ήταν φιλελεύθερο, ενώ στη Γιουγκοσλαβία δεν ήταν καθαρά τα πράγματα. Προτιμώ την Ανατολική Γερμανία, γιατί η κατάσταση ήταν καθαρή, ήξερες πού είναι η εξουσία. Η Γιουγκοσλαβία πλήρωσε τον φιλελευθερισμό της με τους πολέμους της στο τέλος, το 1991-1995»[v].
Ο Ζίζεκ δεν ξέρει τίποτε για το καθεστώς Ράκοσι στην Ουγγαρία, αφού προτιμάει καθαρές μορφές, ενώ η «διαλεκτική» του κάνει άλματα, περνώντας από τον φιλελευθερισμό της Γιουγκοσλαβίας στους πολέμους της. Προφανώς οι καθαρές μορφές σε πρότυπα Πολ Ποτ δεν θα είχαν ανάγκη πολέμων. Δεν ασχολείται με τις αντιφάσεις του συστήματος εξουσίας στην Ανατολική Ευρώπη, δεν βλέπει τους αντιφρονούντες της Αλληλεγγύης στη Πολωνία, την Άνοιξη της Πράγας, δεν ασχολείται με τις ακρότητες της εξουσίας στην Αλβανία και στη Ρουμανία. Αντίθετα, το πρόβλημά του είναι η αναζήτηση ακραίων και καθαρών μορφών!
Και είναι συγκινητική η αποκάλυψη ενός συγκριτικού πλεονεκτήματος του Πολ Ποτ, «η επιθυμία του να οδηγήσει τη χώρα του στο έτος μηδέν και να σβήσει τις αναμνήσεις των κατοίκων του»[vi]. Το πιο απλό που έκανε ο Πολ Ποτ ήταν να εξαφανίσει δυο εκατομμύρια κατοίκους· δεν ασχολούνταν με σβήσιμο αναμνήσεων.
Στην ίδια εκπομπή την πιο συνοπτική διατύπωση για τον Ζίζεκ την έκανε ο κριτικός κινηματογράφου Μάρτσελ Στέφαντσιτς: «Σε διάκριση από τους φιλοσόφους που επικρίνουν την κοινωνία γιατί προσπαθεί να ξεφύγει από την πραγματικότητα, ο Ζίζεκ υπογράφει την κωμωδία της κοινωνίας που θέλει να επιστρέψει στην πραγματικότητα. Σε διάκριση από τους φιλοσόφους που θέλουν να περάσουν από τα λόγια στην πράξη, ο Ζίζεκ θέλει να περάσει από τις λέξεις στις λέξεις. Αν τους διαλόγους του Πλάτωνα τους έγραφε ο Ζίζεκ, ο Σωκράτης ποτέ δεν θα νικούσε»[vii].
Σε άλλη συνέντευξή του, το 2008, ο Ζίζεκ εξηγεί πάλι, για να το εμπεδώσουμε, γιατί ο σταλινισμός ανήκει στον… Διαφωτισμό: «Παράδειγμα είναι οι πολιτικές δίκες. Σ’ αυτές τις δίκες ο κατηγορούμενος πάντοτε αποδεχόταν δημόσια τα εγκλήματά του, αλλά επίσης έδινε και μια πολύ σαφή εξήγηση γιατί τα διέπραττε. Κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο στον φασισμό. Δεν γίνονταν δίκες εναντίον των Εβραίων επειδή αυτοί “αποδέχονταν τα εγκλήματά τους”. Γιατί μια τέτοια διαφορά; Διότι στο σταλινικό σύμπαν ακόμη και η κατώτερη οντότητα θεωρείτο ότι μπορεί να έχει θέση μέσα στον καθολικό λόγο»[viii].
Ο Ζίζεκ δεν ξέρει τίποτα για τη σκηνοθεσία στις δίκες της Μόσχας, για τις πρόβες πριν την τελική «παράσταση», για τα εκατομμύρια αθώων στα Γκουλάγκ, για την εξαφάνιση από τον Στάλιν όλης της γενιάς της επανάστασης του 1917. Στη Γιουγκοσλαβία που ήταν το πρώτο κόμμα-κράτος που αντιτάχθηκε στον σταλινισμό, από το 1948, χιλιάδες βιβλία έχουν δημοσιευθεί για την παρωδία του σταλινικού διαφωτισμού. Ο Ζίζεκ προσπαθεί μέσα από τη σύγκριση με τον ναζισμό να εμφανίσει ανθρώπινο τον σταλινισμό, όπως ο ναζισμός προσπαθούσε να δικαιώσει την ύπαρξή του επικαλούμενος την αντιμετώπιση του κομμουνισμού ο οποίος είχε προηγηθεί. Εντυπωσιακή «φιλοσοφική» ανάλυση!
Η προσπάθειά του δεν είναι να αποκαλύψει τις πραγματικές σχέσεις στην κοινωνία, αλλά να τις κατευθύνει στο ιδεολογικό πεδίο που τον βολεύει, αποκρύπτοντας ουσιαστικά τις σχέσεις εξουσίας. Η αναφορά του στον Στάλιν δεν υπεισέρχεται στην εξουσιαστική μορφή του και στην καταπίεση της κοινωνίας, αλλά τοποθετείται στο επίπεδο της επιτυχίας, της προόδου και των διαφόρων βαθμίδων της. Καμιά ανάλυση ηγέτη-μάζας, εξαφάνιση του ανθρώπου από το ιστορικό προσκήνιο και μετατροπή του σε μάσκα. Ο λόγος του είναι περιορισμένος στην προβολή του ιστορικού σχήματος του σταλινισμού, χωρίς να τον ενδιαφέρει η πραγματική ζωή των ανθρώπων για τους οποίους υποτίθεται ότι γίνονται οι επαναστάσεις και οι αλλαγές.
Ένα σαφές παράδειγμα περιορισμού της ανάλυσης σε σχολαστικά ζητήματα ιδεολογικής μορφής είναι η προσπάθεια σύγκρισης του σταλινισμού και της γιουγκοσλαβικής αυτοδιαχείρισης[ix]. Η διαφορά τους δεν βρισκόταν στο επίπεδο της ιδεολογικής εξαπάτησης αλλά στις πραγματικές συνθήκες ζωής. Όσο ταπεινό κι αν ήταν αυτό, η ελευθερία της αυτοδιαχείρισης, οι πνευματικοί προβληματισμοί, τα βιβλία, ο Τύπος, τα ταξίδια, η απουσία Γκουλάγκ, πέρα από την αρχική περίοδο, είναι μια άλλη ζωή σε σχέση με τον σταλινικό ζόφο. Το πρόβλημα δεν είναι στο επίπεδο και στις αποχρώσεις της ιδεολογικής παραπλάνησης, αλλά στην πραγματική ζωή.
Στο βιβλίο του Μίλησε κανείς για ολοκληρωτισμό;[x], ο Ζίζεκ επιχειρεί με διαλεκτικά άλματα να αθωώσει τον σταλινισμό από την κατηγορία του ολοκληρωτισμού και ξεχνάει ορισμένα ουσιαστικά στοιχεία της προβληματικής ναζισμού και σταλινισμού. Στα Γκουλάγκ θύτες και θύματα έχουν την ίδια ιδεολογία, αλλά τους διαφοροποιεί η προσαρμογή στην εξουσία και οι ανάγκες των μηχανισμών της. Στα ναζιστικά στρατόπεδα θύτες και θύματα είναι φυλετικά και ταξικά εχθροί και η ιδεολογική προσαρμογή παίζει ρόλο πρωταρχικού διαχωρισμού σε δυο στρατόπεδα.
Ο κομμουνισμός έχει αντιφρονούντες, γιατί ξεκινά από μια υπόσχεση παραδείσου επί της Γης, που στη συνέχεια διαλύεται. Η υπόσχεση για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας, μέσω του προλεταριάτου, από την ταξική καταπίεση χιλιετηρίδων και η εγκατάλειψη αυτού του σχεδίου παράγει αντιφρονούντες, κυρίως στους κύκλους της διανόησης. Αντίθετα, ο ναζισμός δεν έχει αντιφρονούντες, γιατί οι φυλετικοί και ταξικοί στόχοι είναι ξεκάθαροι από την αρχή, για όποιον έμπαινε στο κίνημα. Η αδυναμία του Ζίζεκ να αθωώσει τον σταλινισμό αποτελεί «επίπονο καθήκον να αναγνωρίσουμε τη ριζική αμφισημία της σταλινικής ιδεολογίας από την οποία ακόμη και στην πιο “ολοκληρωτική” έκφανσή της απορρέει ένα χειραφετητικό δυναμικό»[xi]!
Στη λογική αυτή ο Ζίζεκ επικαλείται την αυθεντία του Λούκατς για να ταυτιστεί μαζί του στην άποψη ότι το βιβλίο του Σολζενίτσιν Μια μέρα στη ζωή του Ιβάν Ντενίσοβιτς, «αυτό το σπερματικό αντικαθεστωτικό κείμενο, ταιριάζει τέλεια στον πιο άκαμπτο ορισμό του σοσιαλιστικού ρεαλισμού»[xii]. Τελικά επικαλείται αυτή την τερατώδη άποψη του Λούκατς δεκαετίες μετά την κατάρρευση του σταλινισμού. Ο Τσέσλαβ Μίλος από το 1951 είχε κατανοήσει ότι «ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός είναι πολύ ωφέλιμος αλλά μόνο για το κόμμα», ενώ ο Κολακόφσκι τόνισε ότι «η θεωρία της λογοτεχνίας του Λούκατς είχε θλιβερό τέλος, όταν στη δύση της ζωής του ανακάλυψε σοσιαλιστικό ρεαλισμό στοΑρχιπέλαγος Γκουλάγκ του Σολτζενίτσιν, και το τοποθετούσε στην κομμουνιστική προοπτική!».
Ο Ζίζεκ στην προσπάθεια απόκρυψης του σταλινικού ολοκληρωτισμού δεν αναφέρεται ποτέ θετικά στους αντιφρονούντες από την Ανατολική Ευρώπη (τους αναφέρει μόνο καταφρονητικά), ενώ ο κύκλος των διανοουμένων που επικαλείται περιορίζεται στους αριστερούς ριζοσπάστες ή μαρξιστές από τη Δύση. Όμως, η συνολική εξέλιξη των πραγμάτων στις χώρες του υπαρκτού σταλινισμού απέδειξε ότι η περίφημη ιδεολογία του καθεστώτος ήταν απλό εργαλείο χειραγώγησης για τους άλλους, ενώ η νομενκλατούρα το χειριζόταν ως παιχνιδάκι. Γι’ αυτό ήταν πολύ εύκολη η μεταπήδηση από τον κομμουνισμό στον εθνικισμό και η κατάληψη της νέας καπιταλιστικής εξουσίας από μέλη της πρώην νομενκλατούρας.
Ο αντιδυτικισμός του Ζίζεκ τον οδηγεί σε παιδαριώδεις αναλύσεις για τη γιουγκοσλαβική τραγωδία, αφού ψάχνει να βρει πού έχουν κάνει λάθος οι Δυτικοί, αντί να επικεντρωθεί στο τι συνέβη στη Γιουγκοσλαβία[xiii]. Ακριβώς η απάθεια των Δυτικών επέτρεψε την ολοκλήρωση του εγκλήματος από εσωτερικές (κυρίως σερβικές) δυνάμεις στη Γιουγκοσλαβία. Το λάθος των Δυτικών είναι ότι δεν επενέβησαν πολύ νωρίτερα, πριν γίνουν τα φρικτά εγκλήματα. Στη Γιουγκοσλαβία, επίσης, αυτό που ήταν εύκολο να υπερασπιστεί η διανόηση, χωρίς κινδύνους, ήταν η προάσπιση των εθνοτικών συμφερόντων, γι’ αυτό και είχαμε τη μετατροπή της κομμουνιστικής νομενκλατούρας σε εθνικιστική, με μεγαλύτερη επιτυχία στη Σερβία του Μιλόσεβιτς.
Στο βιβλίο Καλωσορίσατε στην έρημο του πραγματικού[xiv], στο 1ο κεφάλαιο για τους Τσε και Τρότσκι, ο Ζίζεκ δεν επιχειρεί να προσδιορίσει ποιος ελέγχει το πραγματικό, ποιος ορίζει την Ιστορία. Δεν προσπαθεί να κατανοήσει τις διαμεσολαβήσεις της εξουσίας, της ιδεολογίας, των οικονομικών συνθηκών. Για τον Ζίζεκ δεν υπάρχει ροή χρόνου και άνθρωποι σ’ αυτόν, ούτε εξουσίες με τις ιδιαιτερότητές τους. Το πραγματικό είναι η αποκορύφωση της επιβολής και είναι αδιάφορο ποιος την προωθεί. Όλα είναι παιχνίδι εικόνων, ανεκδότων, παραδειγμάτων από τον χώρο της μαζικής κουλτούρας. Στην «ανάλυση» της ταινίας του Σρτσαν Ντραγκόγιεβιτς Τα όμορφα χωριά όμορφα καίγονται[xv], ο Ζίζεκ δεν βλέπει την επιχείρηση «ισοπέδωσης» όπου δεν υπάρχουν θύτες και θύματα, αλλά χυδαία αλληλοβριζόμενοι μαχητές. Το στοιχείο του εκχυδαϊσμού είναι τόσο έντονο που καλύπτει όλη την πραγματικότητα του πολέμου. Την ίδια τεχνική, σε ανώτερο επίπεδο, χρησιμοποιεί και ο Κουστουρίτσα που προβάλλει ό,τι τον βολεύει ενώ αποκρύπτει τα ουσιαστικά στοιχεία, ενισχύοντας έτσι την ισοπέδωση με φολκλορικά και σκηνοθετικά ευρήματα. Ο Πέτερ Χάνκε, τουλάχιστον, είναι πολύ πιο «αγνός» στις προθέσεις του: βλέπει τους ταλαιπωρημένους από την πολιτική του Μιλόσεβιτς Σέρβους, αλλά τους θεωρεί ήρωες που αντιστέκονται στη δυτική επιθετικότητα.
Ο Ζίζεκ προσπαθεί να συσχετίσει την 11η Σεπτεμβρίου με το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ και την πτώση των καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη, το 1989 (σ. 68-69). Καμιά εξέταση της πολιτικής του σταλινισμού στις χώρες αυτές, καμιά ιδιαίτερη ανάλυση, απλώς προσπάθεια εντυπωσιασμού. Στο 3ο κεφάλαιο του βιβλίου «Η ευτυχία μετά την 11η Σεπτεμβρίου» ο Ζίζεκ αποκαλύπτεται:
«Στην Τσεχοσλοβακία κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και του ’80 οι άνθρωποι ήταν ευτυχισμένοι: πληρούνταν τρεις θεμελιώδεις προϋποθέσεις της ευτυχίας:
1. Οι υλικές ανάγκες τους κατά βάση ικανοποιούνταν – δεν ικανοποιούνταν υπέρ το δέον, δεδομένου ότι η ίδια η υπερβολική κατανάλωση μπορεί να προκαλέσει δυστυχία. Είναι καλό να βιώνουμε από καιρού εις καιρόν μια σύντομη έλλειψη στην αγορά.
2. Δεύτερο εξαιρετικά σημαντικό γνώρισμα: υπήρχε ο Άλλος (το Κόμμα) που μπορούσε να κατηγορηθεί για όλα όσα πήγαιναν στραβά.
3. Και υπήρχε ένας Άλλος Τόπος (η καταναλωτική Δύση), που επιτρεπόταν να την ονειρεύεται κανείς»[xvi].
Σε ποιους απευθύνεται ο Ζίζεκ; Η οπτική του κατευθύνεται σε μάζες, σε ανήλικους πληθυσμούς και όχι σε πολίτες. Βλέπει την αλλοτρίωση και τη δυστυχία στην καταναλωτική υπερβολή, αλλά δεν κοιτάζει γύρω του να δει την έλλειψη τροφίμων και ταπεινών καταναλωτικών αγαθών που αναγκάζουν τους ανθρώπους στην αλλοτρίωση της αναζήτησης και στη μετατροπή τους σε εξαρτημένα όντα. Γιατί την ίδια στιγμή η νομενκλατούρα διέθετε τα αγαθά σε απεριόριστες ποσότητες, καθιστώντας τις κοινωνικές σχέσεις εντελώς χυδαίες και ψεύτικες. Η αναζήτηση ευτυχίας ήταν απλώς η εύρεση ενός ταπεινού προϊόντος, και σ’ αυτόν τον στόχο η ανθρώπινη ιδιότητα χανόταν.
Το άλλο εξαιρετικά σημαντικό γνώρισμα ήταν ότι υπήρχε ο Άλλος (το Κόμμα), δηλαδή ο εξουσιαστής, το αφεντικό, ο ηγέτης απέναντι στη μάζα. Ο Ζίζεκ δεν άκουσε ότι η εξουσία διαφθείρει και ότι η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα. Ποιος είχε την ευθύνη για τις δεκαετίες ελέγχου του πληθυσμού στην Τσεχοσλοβακία και τι ηθικό ανάστημα είχαν οι εκπρόσωποι της Μόσχας στη χώρα;
Αλήθεια, ποια φιλοσοφική ανάλυση είναι αυτή που θεωρεί ευτύχημα ότι είμαστε θύματα και έχουμε τον ένα και μοναδικό θύτη, το Κόμμα, που μπορούμε, μέσα μας, να κατηγορούμε! Και υπήρχε, λέει ο Ζίζεκ, ένας Άλλος Τόπος (η Δύση) που μπορούσε να τον ονειρευτεί κανείς. Αυτός βέβαια ο Τόπος δεν θα ήταν τόπος παραδείσου αν δεν υπήρχε η κόλαση της Τσεχοσλοβακίας.
Ο Ζίζεκ παραμένει στον κλειστό κόσμο των διανοητικών του κατασκευασμάτων, δεν κατευθύνεται στην ανάλυση του συστήματος εξουσίας, στις φρικτές αντιφάσεις του, στην κατάπνιξη της δημόσιας έκφρασης, στην ανελευθερία, αλλά ψάχνει σε άλλους τόπους να δικαιολογήσει την κατάσταση. Δεν δείχνει κανένα σεβασμό σ’ αυτούς που αντιστάθηκαν και πλήρωσαν τη στάση τους· ακόμη και τα ανέκδοτά του όλα είναι υπέρ των αφεντικών της ιστορίας, λ.χ. το παράδειγμα όπου ο Στάλιν καταδίκαζε την αυτοκτονία ως υπέρτατη πράξη δειλίας, ως την έσχατη προδοσία του κόμματος[xvii].
Ο Ζίζεκ έχει τεράστια αδυναμία στον βολονταρισμό! Αγαπάει πολύ τον λενινιστικό βολονταρισμό αλλά και γενικότερα έχει εμμονή με την έννοια αυτή[xviii]. Αυτό που εφάρμοσε ο Λένιν: οι συνθήκες δεν είναι ώριμες για τον σοσιαλισμό, αλλά ας πάρουμε την εξουσία και μετά βλέπουμε, ο Ζίζεκ το χαιρετίζει και αναρωτιέται μήπως είναι ό,τι ακριβώς χρειαζόμαστε σήμερα. Μετά από όλες τις εμπειρίες του 20ού αιώνα δεν μπορώ να φανταστώ ποιο βολονταριστικό μεθύσι ή όνειρο μας δίνει την ευκαιρία να επαναλάβουμε την προσπάθεια, χωρίς καν να δούμε κριτικά όλη αυτή την περίοδο.
Το βιβλίο Η μαριονέτα και ο νάνος[xix] είναι ίσως το πιο αντιφατικό προς την προσπάθεια του συγγραφέα να συνδέσει τα πιο ασύνδετα στοιχεία, γεμάτο από επαναλήψεις, παραδοξότητες, ανέκδοτα, αλλά και με εμμονή να σώσει την υπόθεση της σταλινικής εξουσίας με κάθε τρόπο. Τι σχέση μπορεί να έχει ο Χέγκελ με την« πολιτιστική επανάσταση» του Μάο και πώς κατάφερε με όλη τη βιαιότητα και τη βαρβαρότητά της να καταλήξει στον καπιταλισμό πρωταρχικής συσσώρευσης;[xx] Ο Ζίζεκ δεν βλέπει τα αποτελέσματα των ιδεών, απλώς συγκρίνει αφηρημένες κατηγορίες, εκτός τόπου και χρόνου.
Λίγο παρακάτω παρουσιάζει τον Απόστολο Παύλο ως λενινιστή, αφού «ο Λένιν ήταν ένας μεγάλος “θεσμοποιητής”» και όχι βέβαια ένας ιδιοφυής χειραγωγός της εξουσίας, που πίστευε στους θεσμούς τόσο πολύ για να τους εγκαταλείψει όταν δεν τον βόλευαν. Ο Ζίζεκ δεν ρίχνει το βλέμμα του στις ανώνυμες μάζες, κοιτάζει ψηλά, στους χειραγωγούς, παίζει μαζί τους και κάνει ωραίες συγκρίσεις. Ψάχνει να βρει κοινά στοιχεία ανάμεσα στον Χριστό, τον Τσε και τον Λένιν (σ. 48-49). Τι σχέση μπορεί να έχει ο ρόλος της θρησκείας με την επαναστατική στρατηγική του Τσε και την επαναστατική βία του Λένιν; Οι θρησκείες καλύπτουν άλλες ανάγκες, διαπερνούν όλη την ιστορία και συνεπώς χρειάζονται άλλου είδους ανάλυση, ενώ οι επαναστάσεις και οι τακτικοί στόχοι τους είναι ιστορικά προσδιορισμένες.
Στη σελίδα 67 και συνέχεια επαναλαμβάνει το ανέκδοτο για την ευτυχία στην Τσεχοσλοβακία, από το βιβλίο Καλώς ορίσατε στην έρημο του πραγματικού, ενώ στις σελίδες 117-118 έχουμε νέες επαναλήψεις ανεκδότων που τόσο του αρέσουν.
Στην προσπάθειά του να οικοδομήσει τη δογματική αλήθεια του, ο Ζίζεκ επικαλείται τον Νίτσε: «Επομένως η απόφανση του Νίτσε ότι η αλήθεια είναι μια προοπτική», προχωρώντας στην «ιδέα του Λένιν σχετικά με τον στρατευμένο μερικό χαρακτήρα της γνώσης – τη διαβόητη partijnost (κομματικότητα): σε μια ταξική κοινωνία, η “αληθινή” αντικειμενική γνώση είναι δυνατή μόνο υπό την “ιδιοτελή” επαναστατική σκοπιά»[xxi].
Εδώ ο Ζίζεκ παραπέμπει στο Ιστορία και ταξική συνείδηση του Λούκατς, όπου την αληθινή και αντικειμενική γνώση την εκφράζει το προλεταριάτο, που αντιπροσωπεύεται από το κόμμα του και του οποίου απόλυτος εκφραστής είναι ο γραμματέας του, ο οποίος ήταν ο Στάλιν, που με τη γνωστή μαεστρία του οδήγησε στα Γκουλάγκ και στην οικοδόμηση της γνήσιας δημοκρατίας!
Ο Ζίζεκ ίσως να ξεχνάει ότι τα φιλοσοφικά σχήματα και οι θεωρησιακές συγκρίσεις έχουν γκρεμιστεί στην ιστορική άβυσσο του 20ού αιώνα, όπου δεν έδρασε ούτε η τάξη ούτε το κόμμα, αλλά οι εκπρόσωποί τους και μάλιστα με απόλυτη προσωπική εξουσία για να τα συντρίψουν όλα. Εδώ χρειάζεται άλλου είδους ψυχανάλυση που θα μελετήσει το τραγικό αδιέξοδο ενός απλοϊκού ονείρου!
Ακόμη και το πραγματικό γεγονός όπου ο Μιλόσεβιτς στις 28 Φεβρουαρίου 1989 λέει στη μάζα, στο Βελιγράδι: «Δεν σας ακούω καλά αλλά θα τον συλλάβουμε»[xxii] (εννοεί τον Αζέμ Βλάσι), ο Ζίζεκ δεν βλέπει σ’ αυτή την έκφραση την άνεση με την οποία ο ηγέτης χειραγωγεί τη μάζα και την οδηγεί σε νέες «κατακτήσεις», ούτε τη σχέση εξουσίας-μάζας που είναι το καίριο χαρακτηριστικό της προετοιμασίας και επιβολής του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία, αλλά μέσα απ’ το ανεκδοτολογικό του περιεχόμενο δίνει την ερμηνεία ότι ο ηγέτης δεν άκουσε σωστά.
Μένοντας στα επιφανειακά σχήματα, ο Ζίζεκ τονίζει ότι «η βασική στάση του σταλινικού κομμουνιστή είναι να ακολουθεί την ορθή γραμμή του κόμματος ενάντια στις “δεξιές” ή “αριστερές” παρεκκλίσεις, ενώ αντίθετα για τον αυθεντικό λενινισμό υπάρχει μόνο μια παρέκκλιση, η κεντρώα – το να “παίζεις στα σίγουρα”, να αποφεύγεις ευκαιριακά το ρίσκο τού να “πάρεις θέση” καθαρά και ξάστερα»[xxiii].
Ο συγγραφέας ανάγει όλη την εξουσιαστική ιστορία του σταλινισμού στην εναντίωσή του στις «δεξιές» ή «αριστερές» παρεκκλίσεις και δεν λαμβάνει υπόψη ότι αυτές οι «παρεκκλίσεις» καθορίζονται από το κόμμα, αφού αυτό ό,τι αποφασίσει το θεωρεί ορθό και οι χθεσινές παρεκκλίσεις γίνονται σήμερα επίσημη γραμμή του κόμματος, ενώ το χθεσινό «ορθό» γίνεται «παρέκκλιση». Είχαμε έτσι παραδείγματα όπου η «ορθή» εκτίμηση για τον σοσιαλφασισμό στην αρχική άνοδο του Χίτλερ μετατράπηκε σε «ορθή» γραμμή με το λαϊκό μέτωπο, για να καταλήξει στην «ορθή» γραμμή του Συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μολότοφ, το 1939, και βέβαια στην «ορθή» καταδίκη του ναζισμού με την πολεμική σύγκρουση Γερμανίας-Σοβιετικής Ένωσης.
Αργότερα η «ορθή» δαιμονοποίηση της ορθόδοξης εκκλησίας μετατράπηκε σε «ορθή» χρησιμοποίησή της για τις ανάγκες του αγώνα κατά του ναζισμού. Η απουσία αρχών και αξιών, ο καιροσκοπισμός που ανέβηκε στο ύψος της θεωρίας, η γελοιοποίηση της διαλεκτικής που έλυνε όλα τα προβλήματα, χρησιμοποιήθηκαν για τις ανάγκες διατήρησης στην εξουσία του μονοκομματικού μηχανισμού κι ήταν πάντα η «ορθή» γραμμή του Στάλιν και της μετασταλινικής ηγεσίας του κόμματος σε όλη την ιστορική περίοδο από το 1917 ως το 1989. Αν αυτό κάνει πως το αγνοεί ο Ζίζεκ, τότε όλη η «ανάλυσή» του είναι μάταιη και άσκοπη. Προσπαθεί να εξηγήσει την προσωπική εξουσία του Στάλιν[xxiv] αναλύοντας λεπτομερώς τη γενική έλλειψη γραμμής και τις κατευθύνσεις του ηγέτη μέσω άρθρων, υπαινιγμών και τηλεφωνημάτων (περίπτωση Πάστερνακ). Θεωρεί μάλιστα προφανές το πλεονέκτημα ενός τέτοιου τρόπου λειτουργίας, αφού ο Στάλιν επέκρινε για τις «υπερβολές» τους χαμηλότερους αξιωματούχους που δεν είχαν κατανοήσει την πολιτική του. Η απόλαυση της εξουσίας και το παιχνίδι γάτας-ποντικών που εφάρμοζε ο Στάλιν με όλα τα στελέχη που κατόπιν εκτελούσε δεν υπάρχει στο οπτικό πεδίο του Ζίζεκ. Προφανώς είναι και αυτός αφομοιωμένος από το παιχνίδι του μεγάλου αφεντικού της Ιστορίας. Τέλος, εκθειάζει την επίδειξη ελέους από τον Στάλιν, παρ’ ότι θεωρεί ότι αυτή η στάση ήταν υποκριτική[xxv].
Στην εισαγωγή του βιβλίου Πρώτα σαν τραγωδία και μετά σαν φάρσα, ο Ζίζεκ επαναλαμβάνει για πολλοστή φορά το ανέκδοτο με τους όρχεις, «φιλοσοφικό» επιχείρημα ή όργανο το οποίο αρέσκεται να χρησιμοποιεί συχνά:
«Τον δέκατο πέμπτο αιώνα, όταν η Ρωσία ήταν υπό την κατοχή των Μογγόλων, ένας χωρικός και η γυναίκα του περπατούσαν σ’ έναν κονιορτοβριθή επαρχιακό δρόμο· ένας Μογγόλος πολεμιστής καβάλα στ’ άλογό του σταμάτησε πλάι τους και ανακοίνωσε στον χωρικό ότι θα βίαζε τη γυναίκα του· κατόπιν πρόσθεσε: “Όμως επειδή το έδαφος είναι γεμάτο σκόνη, εσύ θα πρέπει να βαστάς τους όρχεις μου, όσο εγώ θα βιάζω τη γυναίκα σου, για να μην λερωθούν”. Αφού ο Μογγόλος έκανε ό,τι έκανε κι απομακρύνθηκε, ο χωρικός άρχισε να γελάει και να χοροπηδάει όλο χαρά. Η έκπληκτη σύζυγός του τον ρώτησε: “Πώς μπορείς να χοροπηδάς όλο χαρά, όταν μόλις με βίασαν βάρβαρα μπροστά στα μάτια σου;”. Ο χωρικός απάντησε: “Μα του την έσκασα! Τα παπάρια του είναι γεμάτα σκόνη”. Αυτό το θλιβερό ανέκδοτο εκφράζει την αδιέξοδη κατάσταση των αντιφρονούντων· νόμιζαν ότι κατάφερναν δεινά πλήγματα στην κομματική νομενκλατούρα, αλλά το μόνο που έκαναν ήταν να λερώνουν ελαφρά τους όρχεις της νομενκλατούρας, ενώ η άρχουσα ελίτ εξακολουθούσε να βιάζει τον λαό»[xxvi].
Είναι εντυπωσιακή οπτική γωνία όπου όλοι οι ταλαιπωρημένοι αντιφρονούντες, τα δεκάδες εκατομμύρια θύματα των Γκουλάγκ παρουσιάζονται να προστατεύουν τους όρχεις του θύτη από τη σκόνη. Ενώ ο Ζίζεκ σε άλλες ομιλίες του προτείνει μπροστά σε ένα ενθουσιώδες κοινό πως θα πρέπει με πονηριά να κόψουμε τους όρχεις της καπιταλιστικής εξουσίας.
Βέβαια, εδώ θα μπορούσε να παρουσιάσει τον Μογγόλο ως πρόδρομο του Διαφωτισμού συγκρίνοντάς τον με τον Μπέρια που πρώτα συνελάμβανε τους συζύγους, μετά βίαζε τη γυναίκα του θύματος και τελικά τους σκότωνε χωρίς δίκη.
Με την απόλαυση παρόμοιων ανεκδότων ο συγγραφέας χάνει το μέτρο, ξεφεύγει από την τραγική πραγματικότητα της Ιστορίας και ανεβαίνει στο ύψος του διασκεδαστή, της μαζικής κουλτούρας, του ανθρώπου που επειδή δεν μπορεί να αλλάξει τίποτε καταφεύγει στη γελοιότητα.
Στο κεφάλαιο «Η κομμουνιστική υπόθεση»[xxvii] ο Ζίζεκ μέσω του Λένιν επιχειρεί να «ξαναρχίσει απ’ την αρχή» την προσπάθεια οικοδόμησης του κομμουνισμού. Αφού ως συνήθως αναμειγνύει και φιλοσόφους όπως ο Κίρκεγκορ, καταλήγει στον προσφιλή του Αλαίν Μπαντιού, τον υποστηρικτή του Πολ Ποτ. Αφού επισημαίνει την «έλλειψη ενός επαναστατικού υποκειμένου» και τη μάταιη προσπάθεια του δυτικού μαρξισμού να βρει άλλα επαναστατικά υποκείμενα, καταλήγει στον Λένιν που ανακάλυψε τους χωρικούς στις τότε συνθήκες. Ο Ζίζεκ δεν αναλύει τι έγινε μετά με τους χωρικούς και ποια ήταν η τύχη της επανάστασης στη Ρωσία, αλλά συνεχίζει με τις «επιτυχημένες σοσιαλιστικές επαναστάσεις στην Κούβα και στη Γιουγκοσλαβία», λησμονώντας ότι κανένα από αυτά τα παραδείγματα δεν έχει σχέση με τη μαρξική αντίληψη της επανάστασης ως αλλαγή του τρόπου παραγωγής και την κυριαρχία τελικά του προλεταριάτου.
Ο Ζίζεκ αντιπαραθέτει τον κομμουνισμό με τον σοσιαλισμό, αλλά δεν προσπαθεί να εξηγήσει πώς θα γίνει το άλμα από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, με ποιο τρόπο και με ποιες εγγυήσεις. Τουλάχιστον ο σταλινισμός είχε εφεύρει την κενή ταυτολογία: «Ο κομμουνισμός είναι η ανώτερη φάση του σοσιαλισμού, ενώ ο σοσιαλισμός είναι η κατώτερη φάση του κομμουνισμού».
Ο Ζίζεκ υιοθετεί αυτό που ο Μπαντιού αποκαλεί «αιώνια ιδέα του κομμουνισμού»[xxviii] ή αλλιώς τις «κομμουνιστικές σταθερές στις τέσσερεις θεμελιώδεις έννοιες που λειτουργούν από τον Πλάτωνα και τις μεσαιωνικές χιλιαστικές εξεγέρσεις μέχρι τον ιακωβινισμό, τον λενινισμό και τον μαοϊσμό· αυστηρήεξισωτική δικαιοσύνη, σωφρονιστική τρομοκρατία, πολιτικός βολονταρισμός και εμπιστοσύνη στο λαό»[xxix].
Από τις τέσσερεις αυτές θεμελιώδεις έννοιες αυτή που πρέπει να διακρίνουμε καίρια είναι ο πολιτικόςβολονταρισμός. Αυτός προσδιορίζει, ως κόμμα, ως ηγέτης, ως εκπρόσωπος του προλεταριάτου, ποια είναι κατά καιρούς η δικαιοσύνη, ποια είναι η τρομοκρατία και τι σημαίνει εμπιστοσύνη στο λαό.
Τα είδαμε αυτά σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, με τον Στάλιν και τις Λαϊκές Δημοκρατίες και τα Γκουλάγκ του, με τον Μάο και τον Πολ Ποτ. Σ’ αυτόν τον πολιτικό βολονταρισμό ο Ζίζεκ με τον Μπαντιού προσπαθούν κωμικοτραγικά να προσθέσουν και τον δικό τους «φιλοσοφικό» βολονταρισμό. Θα ήταν επικίνδυνη και ανεύθυνη η πρότασή τους αν την παίρναμε στα σοβαρά, αλλά απλώς απευθύνεται σε ένα κοινό που διασκεδάζει με την «επανάσταση».
Για τον καπιταλισμό πρωταρχικής συσσώρευσης που αναπτύσσεται στην Κίνα, μετά από όλες τις επαναστάσεις του Μάο και των ερυθροφρουρών του, ο Ζίζεκ σφυρίζει αδιάφορα, αφού αυτό που κατάλαβε δεν είναι η πλήρης αποτυχία του βολονταρισμού, αλλά το παράδειγμα ότι ο καπιταλισμός μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς δημοκρατία[xxx]. Η επιλεκτική οπτική του είναι εξαίρετη!
Τέλος, στο βιβλίο Βία. Έξι λοξοί στοχασμοί, ο Ζίζεκ περνάει από τον Μάο στον Χίτλερ και από κει στον Στάλιν χωρίς να μπαίνει στην ουσία της εξουσιαστικής απόλαυσης (σ. 237-239), αλλά προσπαθεί να δικαιώσει τον Στάλιν, ο οποίος «πολύ σοφά στρατολογούσε ανθρώπους από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα στη NKVD. Έτσι ήταν ικανοί να εκτονώνουν το μίσος τους για τη νομενκλατούρα συλλαμβάνοντας και βασανίζοντας υψηλόβαθμους απαράτσικ»[xxxi].
Ο Ζίζεκ δεν κατάλαβε ίσως την προσωπική εξουσία του Στάλιν και προσπαθεί να ερμηνεύσει ταξικά και τους βασανιστές. Είναι γνωστό το πόσο εύκολα οι θύτες γίνονταν θύματα κατά τη σταλινική περίοδο και πόσοι υπεύθυνοι των μυστικών υπηρεσιών και βασανιστές περνούσαν στην ανώνυμη μάζα των βασανισμένων.
Η παρουσίαση μιας άτακτης ιδεολογικής σκέψης όπως αυτής του Ζίζεκ, με δεκάδες βιβλία, με ομιλίες και συνεντεύξεις που επαναλαμβάνουν φλύαρα τσιτάτα και ανέκδοτα είναι δύσκολη υπόθεση. Η δυσκολία της συνίσταται στην έλλειψη συνοχής, στις αντιφάσεις και τις παραδοξολογίες της. Ωστόσο συνοπτικά θα μπορούσαμε να τονίσουμε:
Ο Ζίζεκ δεν μπορεί να ξεπεράσει το φαντασιακό του λενινιστικού-σταλινικού βολονταρισμού. Τα διανοητικά του εργαλεία είναι απαρχαιωμένα και οδηγούν σήμερα μόνο σε ανέκδοτα, στο φθηνό χειροκρότημα που έχει την πικρή γεύση του ιστορικού κενού, πνιγμένο στη βία, στο αίμα και στη χειραγώγηση. Η σκέψη του είναι ένα χωρίς βάση εποικοδόμημα, μετέωρη στο παρελθόν, χωρίς υποκείμενο, αλλά αναζητώντας ουσία από τις νομοτέλειες του παρελθόντος. Η «διαλεκτική» του Ζίζεκ είναι εκείνη του Στάλιν, που επιβάλλεται στους υπηκόους ως ερμηνεία και κάθε φορά έχει δίκαιο ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα. Βέβαια σ’ αυτήν δεν υπάρχει ούτε ηθική ούτε φιλανθρωπία, αφού προχωρούμε στην τελική λύση χωρίς συμβιβασμούς.
Ο ιδεολογικός του λόγος κρύβει την πραγματικότητα, και δεν έχει στόχο να την αποκαλύψει. Είναι χαρακτηριστικό ότι απ’ όλη την τραγωδία του υπαρκτού σταλινισμού κατάφερε να ξεχωρίσει τα κυρίως θύματα, τους αντιφρονούντες, με τους... όρχεις! Το βλέμμα του ψάχνει κάποιες λεπτομέρειες για να τις υπερτονίσει ενώ αποκρύπτει τη συνολική εικόνα. Στην οπτική του δεν υπάρχει πολίτης και κοινωνία πολιτών ούτε ατομική υπευθυνότητα, όλα κινούνται στις μαζικές ιδεολογίες με πρωτοπόρο το σταλινικό τερατούργημα. Η χειραγώγηση της εξουσίας με τα Γκουλάγκ ως εκπρόσωπους του… Διαφωτισμού!
Ο Ζίζεκ δεν είδε την εξουσία του υπαρκτού σταλινισμού που έλεγχε το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον ζωντανών ανθρώπων ως αυθεντική απόλαυση εξουσίας σε διάκριση από τη δευτερεύουσα εξουσία πάνω σε πράγματα! Στην «ανάλυσή» του δεν ακολουθεί τον τρόπο προσέγγισης του Λένιν τον οποίο τόσο θαυμάζει: «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης», ούτε επιχειρεί να αναλύσει τα οικονομικά, πολιτικά, εθνικά και θρησκευτικά στοιχεία για να φωτίσει την κατάσταση. Απλώς διαλέγει μια πιο εύκολη λύση που καταλήγει σε εντυπωσιασμό: επιλέγει απ’ όλη την ιστορία της φιλοσοφίας, από τις επιστήμες, από τη λογοτεχνία, την τέχνη και τη μαζική κουλτούρα τα στοιχεία εκείνα που τον βολεύουν και που το κοινό του είναι έτοιμο να χειροκροτήσει.
Τελικά δεν μένει τίποτε από την ανάλυση και την κατανόηση των προβλημάτων παρά μόνο ο εντυπωσιασμός και η προσωπική του απόλαυση! Είναι τραγικό το πόσο η κλειστή ιδεολογική σκέψη παραμένει αιχμάλωτη και ανίκανη να δει συνολικά την ανθρώπινη μοίρα. Καταφεύγει στην επιδερμική εικόνα των στοιχείων που αποτρέπουν την κριτική ανάλυση του εσωτερικού της χώρου και παραμένει ευτυχισμένη.
Επιπλέον ο Ζίζεκ, σε μια θρασύτατη αντεπίθεση, κατηγορεί τους αντιφρονούντες ότι προστατεύουν τους όρχεις της εξουσίας! Ενώ ο ίδιος είναι πάντα πανέτοιμος να τους κόψει... Πάντως οι μεταφράσεις και οι επιμέλειες των βιβλίων από τις εκδόσεις Scripta είναι υποδειγματικές.
0 βγηκαν μπροστα:
Δημοσίευση σχολίου