Του Ανδρέα Πανταζόπουλου, ΒΗΜΑ[via]
Ο φιλόσοφος και συγγραφέας Στέλιος Ράμφος ανιχνεύει το πώς και το γιατί η... πατροπαράδοτη ελληνική ανωριμότητα οξύνεται σε περιόδους κρίσης
Για τον συλλογικό εαυτό μας μιλάει και το τελευταίο βιβλίο του φιλόσοφου και συγγραφέα Στέλιου Ράμφου. Για τον συλλογικό τρόπο με τον οποίο βλέπουμε και αντιμετωπίζουμε τα πράγματα, την «οικονομική κρίση», την αδυναμία μας να κατανοήσουμε τους εαυτούς μας και να συνυπολογίσουμε τον βαθμό μιας αναλογικής συνευθύνης μας σε αυτό που μας συμβαίνει. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Στ. Ράμφος ανιχνεύει τις αιτίες της πτώσης μας. Ειδικά τα τελευταία χρόνια με παρεμβάσεις του, ομιλίες, συνεντεύξεις και βιβλία έχει φωτίσει τις αιτίες της κρίσης, μάλιστα θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι έχει αναδείξει τον ίδιο τον πυρήνα της: το ιστορικό και κατ' επέκταση πολιτισμικό χάσμα που χωρίζει την ελληνική κοινωνία και τους θεσμούς της από την παγκοσμιοποιημένη εποχή μας. Αν η τελευταία απεικονίζεται σε μια πρωτοφανή επιτάχυνση του ιστορικού χρόνου, απόρροια των εξελίξεων στους τομείς της τεχνολογίας και της επικοινωνίας, ο δικός μας χρόνος δεν παραμένει «απλώς» εθνικός, αλλά κάτι περισσότερο: μένει φυλακισμένος σε ένα ελληνικό παρελθόν που δεν λέει να παρέλθει, δέσμιος μιας καθηλωτικής νοσταλγίας, που δεσμεύει τα υποκείμενά του στην αδράνεια, ανήλικα μέσα σε ένα ασάλευτο παρόν.
Παιδισμός
Στο νέο του δοκίμιο (η ολοκληρωμένη εκδοχή πολύ πρόσφατης εισήγησής του σε ημερίδα της Ελληνικής Εταιρείας Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας), ο Στ. Ράμφος εμβαθύνει και εμπλουτίζει αυτή την προβληματική, διαυγάζει ακόμη περισσότερο τους μηχανισμούς μέσω των οποίων
το συλλογικό μας ασυνείδητο, δηλαδή η κουλτούρα μας, μας κρατάει στο εσωτερικό μιας μοιραίας ανωριμότητας, ανακυκλώνοντας και οξύνοντας, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης όπως η σημερινή, τον παιδισμό μας.
Αυτό το φαινόμενο του παιδισμού ανατέμνει ο συγγραφέας, μελετώντας τις αξίες που διαμορφώνουν τον Νεοέλληνα. Το γεγονός ότι συμπεριφερόμαστε «σαν παιδιά», ταλαντευόμενοι μεταξύ «υπακοής και εκρήξεως», ανάλογα με τη συγκυρία, οφείλεται σε ένα θεμελιώδες έλλειμμα ατομικής ευθύνης που διασπά τον συλλογικό μας εαυτό. Πώς βλέπει τον κόσμο και πώς αντιδρά ένα παιδί; Βλέπει τη μερικότητα του κόσμου και τον θεάται υπό κηδεμονία, ενώ αντιδρά θυμικά. Η «προσαρμογή» του γίνεται με άμεσο και εργαλειακό τρόπο, προσεταιρίζεται τα προϊόντα αυτού του κόσμου χωρίς να μεριμνά να ενσωματώσει τις διανοητικές και πολιτισμικές πειθαρχίες τους, το «πνεύμα» τους.
Το παιδικό μας βλέμμα αιχμαλωτίζεται στη μικρή εικόνα ενός αδηφάγου καταναλωτικού πυρετού που θαμπώνει το μεγάλο κάδρο της κριτικής και ενεργητικής πρόσληψης. Καταναλώνουμε τυφλά και μαζικά χωρίς να χωνεύουμε την αξία της δημιουργικότητας, της καινοτόμας δραστηριότητας, χωρίς να ρισκάρουμε. Χωρίς ρίσκο, αφού είτε ένα ιδιωτικά σφετερισμένο κράτος είτε η οικογένεια είναι πάντα εδώ προκειμένου να «θεραπεύουν» την αγχώδη ανασφάλεια.
Με μια τέτοια εξαρτημένη, αλλοτριωμένη «ψυχοσύνθεσι», κολυμπώντας σε «παιδιάστικες συμπεριφορές» που εκβάλλουν σε «διλημματικές αμφιβολίες», ο άνθρωπος αυτός «μόνο σαν προστατευόμενη ύπαρξη "βρίσκει τον εαυτό του"». Και για να αποκτήσει ταυτότητα,«για να διατηρή στην ασταθή του ισορροπία τον παρηγορητικό του παιδισμό βιάζει την πραγματικότητα και ελλείψει εσωτερικού κέντρου ζητεί εναγώνια την πατρική σκιά στις διάφορες εκδοχές του κοινωνικού βίου. Εννοείται την βρίσκει σε καθιερωμένα σχήματα - την οικογένεια, την εκκλησιαστική κοινότητα, την εντοπιότητα, τη συντεχνία, την παρέα. Αυτό τον καθησυχάζει, όμως γεγονός παραμένει ότι δεν διαθέτει άλλη μορφή ενότητος από την εξωτερική, οπότε καταφέρνει την ψυχική ανάπαυσι όταν τον κρατούν από το χεράκι"».
Τεκνοφαγία
Μια τέτοια κουλτούρα ωστόσο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμη και τεκνοφαγική. Ο Στ. Ράμφος, επικαλούμενος την κοινή ρήση «η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της», ανατρέχει σε ανθρωπολογικές έρευνες σχετικές με φαινόμενα τεκνοφαγίας (σε φυλές της Κεντρικής Αυστραλίας στις αρχές του 20ού αιώνα), οι οποίες έχουν ερμηνεύσει την εκ μέρους της μητέρας εμπνεόμενη τεκνοφαγική πρακτική ως προϊόν της πίστης της ότι με αυτόν τον τρόπο επανακτά μέρος του εαυτού της.
Ο συγγραφέας διερωτάται αν θα ήταν αυθαίρετο να σκεφτούμε ότι η ελληνική κοινωνία«κάνει το ίδιο σε συμβολικό επίπεδο προκειμένου να διαφυλάξη τον δικό της εαυτό, μέρος του οποίου ανεξαρτητοποιείται δυνητικά με κάθε νέα γενιά». Σε ένα τέτοιο πλαίσιο ο νέος αντιπροσωπεύει μια αυτόνομη προσωπικότητα που φοβίζει και η πατερναλιστική κοινωνία σπεύδει να τον υποτάξει στη δική της παράδοση, αυτήν της μακράς οικογενειακής εξάρτησης, μιας παιδείας που δεν αναπτύσσει το κριτικό πνεύμα, εμπλέκοντάς τον αργότερα στον ιστό των πελατειακών δικτύων.
Ετσι φτιάχθηκε ο Νεοέλληνας ως ένα «νήπιο χιλίων ετών». Γίνεται όμηρος μιας μακράς «ιστορίας» η οποία τον εμποδίζει να εισέλθει με ενεργητικό τρόπο στο ιστορικό παρόν. Εγκλωβισμένος στη μυθευτική ανάμνηση του παρελθόντος αποξενώνεται από την ίδια την πραγματικότητα. Την πραγματικότητα τη συλλαμβάνει στο εξής μέσω των φαντασιώσεών του, των ψευδαισθήσεών του, αφού ο εαυτός του βρίσκεται στο παρελθόν, ενώ το σώμα του στο τώρα. Αλλά αυτό το βασίλειο των ψευδαισθήσεων είναι εκείνο το προνομιακό πεδίο εντός του οποίου αναφύονται και νομιμοποιούνται όλες οι ακρότητες.
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ.
0 βγηκαν μπροστα:
Δημοσίευση σχολίου