Η τηλεοπτική εικόνα ήταν απίστευτη. Ο πρώην πρύτανης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής στις εκλογές για τα Συμβούλια Διοίκησης που δεν έγιναν εξαιτίας της αντίδρασης μιας ομάδας φοιτητών και μιας ομάδας καθηγητών με επικεφαλής τον νυν πρύτανη, με σκυμμένο το κεφάλι, υφίσταται τη ρυθμική αποδοκιμασία των φοιτητών του. «Αέρα, αέρα, να φύγει η χολέρα», του φωνάζουν, πρόσωπα με τα οποία αύριο μεθαύριο θα ξανασυναντηθεί στο πανεπιστημιακό αμφιθέατρο, στο μάθημα. Πώς έγινε αυτό, πώς γύρισαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι;
Η απάντηση, δυστυχώς, βρίσκεται στον κυνισμό με τον οποίο προασπίζονται τα προνόμιά τους οι συντεχνίες των πρυτανικών αρχών, συνεπικουρούμενες από τη μειοψηφία του φοιτητικού συνδικαλισμού που, ήδη, έχει αρχίσει να κολλάει ένσημα κομματικής πίστης προετοιμάζοντας μελλοντική κομματική καριέρα. Από κοντά, βεβαίως, στην επιχείρηση αποδυνάμωσης του νόμου, συνεργάζονται παράγοντες της παραδοσιακής διοίκησης που ανησυχούν βλέποντας ότι χάνονται τα προνόμια μιας ισόβιας ραστώνης στην αγκαλιά του Δημοσίου, οι κομματικές δυνάμεις που ευαγγελίζονται τη διάλυση και την ανασύσταση της χώρας υπό επαναστατικές συνθήκες και ορισμένοι φοιτητές-χειροκροτητές που πιστεύουν ότι η διάλυση και η υπονόμευση λειτουργίας ενός θεσμού όπως το Πανεπιστήμιο είναι πράξη αντίστασης στα ιδιωτικά συμφέροντα (πόσο θλιβερό ήταν να ακούει κανείς έναν φοιτητή να λέει ότι αντιτίθεται στη συσχέτιση του Πανεπιστημίου με την αγορά εργασίας – λες και ρόλος των σχολών είναι η συσχέτισή τους με τα ούφο).
Όλα αυτά γίνονται, προφανώς, με βία. Διότι δεν είναι βία αυτό που συμβαίνει; Δεν είναι βία ομάδες έξαλλων να κλέβουν κάλπες, να καταλαμβάνουν εκλογικά τμήματα, να αποδοκιμάζουν καθηγητές που συμμετέχουν στην εκλογική διαδικασία ή να επιλέγουν να ψηφίσουν; Σιγά μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου. Το ελληνικό Πανεπιστήμιο είναι, χρόνια τώρα, εθισμένο στη βία. Ο τρόπος με τον οποίο παρεμποδίζονται εκδηλώσεις με τις οποίες η Αριστερά έχει εκφράσει τις διαφωνίες της, οι παρεμβάσεις ακόμα και στα μαθήματα από φοιτητές-συνδικαλιστές, το «χτίσιμο» των καθηγητών που έχουν αντιδράσει στην ασυδοσία πτυχών του φοιτητικού συνδικαλισμού δεν είναι καθημερινότητα πλέον στα ΑΕΙ; Αλλά ποιος νοιάζεται για όλα αυτά; Ποιος νοιάζεται αν το ελληνικό πανεπιστήμιο καταδικάζεται, με γρήγορους ρυθμούς, σε ορμητήριο κάθε έξαλλης συλλογικότητας που αντιτίθεται σε κάθε είδους μεταρρύθμιση, σε κάθε είδους εξορθολογισμό, όχι μόνο της εκπαίδευσης αλλά και συνολικά της πολιτικής και της κοινωνικής ζωής της χώρας;
Κι όλα αυτά, υποτίθεται, στο όνομα της υπεράσπισης δήθεν του αυτοδύναμου και του δημόσιου χαρακτήρα του. Αλλά στην πραγματικότητα, στο όνομα της υπεράσπισης ενός χώρου προνομίων για τις συντεχνίες των πρυτάνεων, για το καθηγητικό κατεστημένο και τις εγκατεστημένες με διάφορους μηχανισμούς ΚΟΒ των ΑΕΙ που προετοιμάζουν την επανάσταση, εκτός των άλλων στρατολογώντας και εκπαιδεύοντας (στον φανατισμό) τα στελέχη της.
Η ουσία, λοιπόν, είναι ότι μια μειοψηφία συμφερόντων, στο όνομα μιας ιδεολογίας δήθεν της προστασίας του δημόσιου χαρακτήρα του Πανεπιστημίου, εμποδίζει με τεχνάσματα και βίαιους τρόπους την εφαρμογή του νόμου – μάλιστα ενός νόμου που έχει την ευρεία συναίνεση του ελληνικού Κοινοβουλίου, των τεσσάρων πέμπτων του. Στόχος, να μην αλλάξει τίποτα.
Αυτός ο στόχος είναι ζήτημα επιβίωσης του Πανεπιστημίου να μην επιτευχθεί. Για να γίνει κατορθωτό, όμως, χρειάζονται οι καθηγητές και οι φοιτητές να μιλήσουν. Όχι όσοι ήδη δραστηριοποιούνται αλλά ο μεγάλος όγκος τους, η σιωπηρά πλειοψηφία. Οι φοιτητές και οι καθηγητές που πιστεύουν ότι το υφιστάμενο σύστημα έχει χρεοκοπήσει οφείλουν να συμβάλουν στην αλλαγή του. Οφείλουν, δηλαδή, να βρεθούν απέναντι στις δυνάμεις της ακινησίας και της οπισθοχώρησης. Η δυναμική της μεταρρύθμισης χρειάζεται μια νέα συλλογικότητα – η οποία μένει να ενεργοποιηθεί και να εκφραστεί.
Η κύρια ευθύνη της εφαρμογής του νόμου, όμως, ανήκει στο κράτος και στους μηχανισμούς του. Αν το συντεχνιακό πνεύμα σε συνεργασία με τους εκπροσώπους των φοιτητικών και πανεπιστημιακών ΚΟΒ δεν επιτρέπουν την εφαρμογή του νόμου, παρεμποδίζοντας παράνομα τις εκλογές και συνακόλουθα την επιστροφή στην εκπαιδευτική και στην ερευνητική διαδικασία, στους κατ' εξοχήν προορισμούς του Πανεπιστημίου, το υπουργείο έχει την υποχρέωση να απαντήσει. Η προσφυγή στη δικαιοσύνη δεν είναι παραβίαση των δημοκρατικών κανόνων. Παραβίαση των δημοκρατικών κανόνων είναι η ενεργός αντίσταση στο νόμο. Η λογοδοσία όσων παρανομούν ή υποθάλπουν την παρανομία δεν είναι «αντιδημοκρατική εκτροπή», είναι κανόνας της δημοκρατίας.
Παράλληλα, φυσικά, υπάρχει πάντα και η δυνατότητα του υπουργείου να παύσει και να αντικαταστήσει τις υφιστάμενες πρυτανικές αρχές. Έχει λόγο να το κάνει. Το Σύνταγμα έχει εκχωρήσει στα δημόσια Πανεπιστήμια αυτονομία, στο πλαίσιο της νομιμότητας – την αυτονομία που με ιδιοτέλεια τα υφιστάμενα πρυτανικά σχήματα παραβιάζουν.
Επιτέλους, ας πάψει να είναι ταμπού η εφαρμογή του νόμου.
www.booksjournal.gr
0 βγηκαν μπροστα:
Δημοσίευση σχολίου