του Μάνου Ματσαγγάνη
Η Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2011-2012 που δημοσιεύθηκε χθες επιβεβαίωσε αυτό που όλοι ξέραμε: το πόσο κρίσιμη είναι η κατάσταση της οικονομίας.
Η ύφεση είναι βαθιά και παρατεταμένη: το τελευταίο τρίμηνο του 2011 το ΑΕΠ ήταν κατά 17,2% χαμηλότερο από ό,τι 4 χρόνια νωρίτερα. Η αύξηση της ανεργίας δεν δείχνει σημεία επιβράδυνσης: έφτασε το 20,7% το τελευταίο τρίμηνο του 2011 – πάνω από 1 εκατομμύριο άτομα βρίσκονται χωρίς δουλειά. Παρά την κάποια ανάκαμψη των εξαγωγών, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε ελάχιστα: σε 9,8% του ΑΕΠ το 2011 (από 10,1% το 2010).
Από την άλλη, η δημοσιονομική προσαρμογή – ο βασικός στόχος των Μνημονίων – φαίνεται να ανακόπτεται. Παρά τα μέτρα, το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού αυξήθηκε το 2011 σε 10,6% του ΑΕΠ (έναντι 9,8% το 2010). Το πρωτογενές έλλειμμα (χωρίς τη δαπάνη εξυπηρέτησης του χρέους) μειώθηκε βέβαια ως ποσοστό του ΑΕΠ (από 4% σε 3%), αλλά μόνο επειδή μειώθηκε ο παρονομαστής (το ΑΕΠ) – δηλ. εξαιτίας της ύφεσης: σε ευρώ, το πρωτογενές έλλειμμα αυξήθηκε και αυτό (κατά 18 εκατ).
Είναι προφανές ότι κάτι δεν πάει καλά. Τι ακριβώς όμως;
Αντιπαρέρχομαι την εύκολη απάντηση: «φταίνε τα Μνημόνια». Όχι επειδή τα συγκεκριμένα Μνημόνια με έχουν ενθουσιάσει. Αλλά επειδή η επιστροφή στην προ Μνημονίων εποχή μου φαίνεται εντελώς αδιανόητη.
Όταν μια οικονομία τρέχει ντοπαρισμένη, όπως έτρεχε η δική μας με φτηνά δανεικά μέχρι το 2008, η προσγείωση είναι αναπόφευκτη. Το μοναδικό άξιο λόγου ερώτημα είναι εάν η προσγείωση θα είναι ομαλή ή εάν αντίθετα θα μοιάζει περισσότερο με χαοτική κατάρρευση. Η διεθνής οικονομική βοήθεια απέτρεψε τον κίνδυνο χαοτικής κατάρρευσης. Επί πλέον, η δανειακή σύμβαση έκανε την εξυπηρέτηση του χρέους λιγότερο δυσβάσταχτη. Κάπου εκεί όμως εξαντλείται η υποστήριξη της διεθνούς κοινότητας. Τα υπόλοιπα είναι δική μας δουλειά.
Ποια είναι τα υπόλοιπα; Η δίκαιη κατανομή των αναγκαίων θυσιών. Η προστασία των πιο αδύναμων από όλα τα θύματα της κρίσης. Η διάλυση της συμβιωτικής σχέσης μεταξύ πολιτικής εξουσίας και ομάδων συμφερόντων, συνδικαλιστικών ή επιχειρηματικών. Και, κυρίως, η ανασυγκρότηση του κράτους και η αποκατάσταση της νομιμότητας. Χωρίς μια εθνική συμφωνία πάνω σε αυτά τα ζητήματα, χωρίς δηλ. ένα δικό μας Μνημόνιο, οι θυσίες κινδυνεύουν να πάνε χαμένες.
Αυτό μου φαίνεται ότι είναι το πραγματικό διακύβευμα της φάσης που άνοιξε με την υπογραφή της δανειακής σύμβασης και την προσφυγή στις κάλπες. Όχι το πόσο ανιδιοτελής υπήρξε η διεθνής βοήθεια (εμάς πάντως μας ωφέλησε). Ούτε πόσο νεοφιλελεύθερα ήταν τα Μνημόνια (κανείς δεν μας εμποδίζει να φτιάξουμε ένα δικό μας).
Θα αντιτείνει κάποιος: «Τι σημασία έχουν όλα αυτά; Το θέμα είναι η ανάπτυξη». Ίσως - αλλά εάν δεν αποφασίσουμε να ξεκολλήσουμε οριστικά από όλα όσα μας έφεραν εδώ που βρισκόμαστε σήμερα, δηλ. από το μοντέλο της ντοπαρισμένης οικονομίας με δανεικά (τα οποία ούτως ή άλλως πια δεν υπάρχουν, παρά με το σταγονόμετρο), η ανάπτυξη δεν πρόκειται να έρθει. Ή, όταν έρθει, θα είναι μίζερη και αντιπαθητική: πάλι θα τρώμε από τα έτοιμα (ήλιος, θάλασσα, αρχαία), κι άλλο τσιμέντο, made in Greece χαμηλής ποιότητας ή/και σε ασύμφορες τιμές, επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας χαμηλής ειδίκευσης, χαμηλοί μισθοί.
Χρήσιμο το ΕΣΠΑ. Όμως, χωρίς εξυγίανση οι πόροι του θα σπαταληθούν, όπως συνέβη με το Γ’ ΚΠΣ, τα πακέτα Σαντέρ και Ντελόρ, ή τα Ολοκληρωμένα Μεσογειακά Προγράμματα. Πολύτιμη η αναθέρμανση της ευρωπαϊκής οικονομίας μέσω ενός προγράμματος δημοσίων επενδύσεων για πανευρωπαϊκά δίκτυα και υποδομές. Αλλά χωρίς ανασυγκρότηση του κράτους, τα οφέλη για εμάς θα είναι περιορισμένα.
Πόσο μάταιη είναι η προσδοκία της ανάπτυξης χωρίς εξυγίανση το έδειξε η είδηση της περασμένης εβδομάδας:
«Εκατόν είκοσι χιλιάδες ευρώ ζητούσαν εκβιαστικά, δύο υπάλληλοι του υπουργείου Ανάπτυξης, από τον ιδιοκτήτη ξενοδοχειακής μονάδας στην Αργολίδα, προκειμένου να προωθήσουν τον φάκελό του για επιχορήγηση επένδυσης ύψους 4,7 εκατομμυρίων ευρώ, η οποία μάλιστα είχε εγκριθεί.» (Καθημερινή/ΑΠΕ, 13 Μαρτίου 2012).
Όταν οι κρατικοί υπάλληλοι καθυστερούν τις υποθέσεις που τους έχουν ανατεθεί, μέχρι να εισπράξουν γενναίες «μίζες». Όταν οι διευθυντές τους δεν τους ελέγχουν (ή ασχολούνται μόνο με το πώς θα μοιραστεί «σωστά» το μαύρο χρήμα). Όταν οι πολιτικοί προϊστάμενοι και των μεν και των δε κάνουν ότι δεν βλέπουν (είτε επειδή το πελατειακό σύστημα που δημιούργησαν έχει ξεφύγει από τον έλεγχό τους, είτε επειδή είναι διεφθαρμένοι οι ίδιοι). Τότε ποιος σοβαρός επιχειρηματίας θα θελήσει να κάνει μια υγιή επένδυση σε αυτή τη χώρα; Και αν δεν γίνουν επενδύσεις, και μάλιστα υγιείς, για ποια ανάπτυξη μιλάμε;
*Ο Μάνος Ματσαγγάνης διδάσκει κοινωνική πολιτική και δημόσια οικονομική στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
0 βγηκαν μπροστα:
Δημοσίευση σχολίου