Αυτός είναι ο τίτλος σχολίου του Κώστα Γεωργουσόπουλου που δημοσιεύθηκε στα «ΝΕΑ» την Τετάρτη 11 Απριλίου 2012. Γράφει: «Γιατί έχουμε την αφέλεια να θέλουμε να μας καταλάβουν οι Βόρειοι, αναγκαστικοί μας συνεταίροι; Και γιατί εκείνοι επιμένουν να μας κρίνουν με τα δικά τους πολιτιστικά και ηθικά κριτήρια; Ελάτε να δούμε τι μας χωρίζει από αυτούς. Ιδού, αφορμή αυτές οι άγιες μέρες. Εμείς στις συνάξεις μας στους ναούς τραγουδάμε. Τραγουδάμε τις μωρές παρθένες που δεν πρόφτασαν να πάνε στον γάμο με τον Νυμφίο. Τραγουδάμε την πόρνη που έσκυψε και άλειψε με μύρα τα πόδια του Θεού και συγχωρέθηκε επειδή “ηγάπησε πολύ”. Τραγουδάμε τον ληστή που συνσταυρώθηκε και αξιώθηκε ν’ απολαύσει την αθανασία. Τραγουδάμε τον προδότη του διδασκάλου που υπέκυψε στον πειρασμό, μετάνιωσε και κρεμάστηκε. Τραγουδάμε τον μαθητή, τον αγαπημένο, που αρνήθηκε τρεις φορές τον δάσκαλό του. Τραγουδάμε τον λαϊκό βαστάζο που φορτώθηκε τον σταυρό για να ξεκουράσει τον βασανισμένο Θεό. Και τραγουδάμε τον άπιστο μαθητή που ήθελε να ψηλαφήσει τις πληγές για να πιστέψει στο θαύμα. Έχουν κατά νου τους κάτι τέτοιες εμπειρίες η κ. Μέρκελ, ο κ. Όλι Ρεν, ο κ. Τόμσεν;».
Ε, λοιπόν, κύριε Γεωργουσόπουλε, έχουν και παραέχουν. Αυτά τα «παιδιά του προτεσταντισμού», όπως τα αποκαλείτε παρακάτω, πρέπει να πέρασαν μέρες ολόκληρες τραγουδώντας όλα όσα αναφέρατε. (Η Μέρκελ μάλιστα είναι και κόρη πάστορα).
Στερεότυπα και προκαταλήψεις; Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, ένας άνθρωπος μεγάλης καλλιέργειας κι ευαισθησίας, ξεχνάει εδώ την τεράστια παράδοση της δυτικής θρησκευτικής μουσικής: Πάθη, ορατόρια, λειτουργίες, μοτέτα, καντάτες, Stabat Mater, Requiem, Missae... Ποιος θρήνος είναι σπαρακτικότερος από του Μπαχ στα «Κατά Ματθαίον»; Ποιος δοξολόγησε λαμπρότερα τον Μεσσία από τον Χέντελ; Τι να πρωτοθυμηθώ - τους «7 λόγους του Χριστού στον σταυρό» του Χάυδν, τις λειτουργίες του Μότσαρτ, του Μπετόβεν, του Σούμπερτ; Το Γρηγοριανό άσμα ή την ανώνυμη λαϊκή υμνογραφία;
Ειδικά ο προτεσταντισμός εκδημοκράτισε τη μουσική. Οι πιστοί δεν είναι παθητικοί ακροατές: τραγουδάνε όλοι μαζί στις εκκλησίες (και στα σπίτια) ύμνους και ορατόρια. Μπορεί να μην έχουν οβελία και τσίκνα (δεν βοηθάει και ο καιρός), αλλά όσο για μουσική και τραγούδι, μας ξεπερνάνε. Και προσοχή: δεν αναφέρομαι σε συναυλίες, αλλά σε ζωντανή εκκλησιαστική πρακτική.
Προφανώς, δεν «μας χωρίζει από αυτούς» το ότι «εμείς τραγουδάμε». Αλλά το ότι δεν γνωρίζουμε σωστά ο ένας τον άλλο.
του Νίκου Δήμου / lifo.gr
0 βγηκαν μπροστα:
Δημοσίευση σχολίου