Ο Αρίστος Δοξιάδης γράφει τέσσερα κείμενα για το μεγάλο θέμα που δεν συζητάμε σε αυτή την εκλογική μάχη: τις μεταρρυθμίσεις. Την Δευτέρα έγραψε για τη δημόσια διοίκηση, σήμερα γράφει για το κοινωνικό κράτος, την Παρασκευή για την ανάπτυξη. Την ερχόμενη Δευτέρα θα κλείσει με τις προτάσεις του για την κάλπη.
του Αρίστου Δοξιάδη από το protagon [via]
(Μεταρρυθμίσεις, μέρος δεύτερο. Το πρώτο μέρος δημοσιεύτηκε την Δευτέρα, εδώ)
Η παθογένεια του κοινωνικού κράτους φαινόταν πριν την κρίση, όταν ρωτούσες κάποιον επαγγελματία (μηχανικό, δημοσιογράφο, φαρμακοποιό) για το ασφαλιστικό του ταμείο. Δεν είχε μελετήσει ποτέ τα νούμερα, αλλά ήξερε με βεβαιότητα ότι το ταμείο του είναι υγιές, δεν επιβαρύνει τον φορολογούμενο, και αν έχει κάποιο πρόβλημα είναι ότι τα αποθεματικά δεν επενδύονται σωστά – για το οποίο φταίει η κυβέρνηση που ήθελε να βάλει χέρι στους κόπους του κλάδου, ίσως και η διοίκηση που έκανε ύποπτες συναλλαγές.
Όταν του ζητούσες να σου πει αν οι σημερινές συντάξεις πληρώνονται από τα αποθεματικά ή από τις σημερινές εισφορές, δεν ήξερε. Αν ήταν μηχανικός, σου εξηγούσε ότι στο ΤΣΜΕΔΕ υπάρχουν επτά ενεργοί ασφαλισμένοι για κάθε συνταξιούχο, άρα το ταμείο είναι υγιές.
«Μα, αυτοί οι επτά που σήμερα πληρώνουν τη σύνταξη του ενός, από πού θα βρουν τη δική τους σύνταξη; Θα υπάρχουν τότε 49 νεότεροι που θα τους συντηρούν;» «Όχι μάλλον, αλλά για αυτό δημιουργούμε αποθεματικά, για να πληρωθούν αυτοί οι επτά».
«Ωραία, πόσα είναι αυτά; Έστω ότι επενδύονται σωστά, θα φτάσουν;»
«Δεν ξέρω, θα σου στείλω τις οικονομικές καταστάσεις να μου πεις εσύ που είσαι οικονομολόγος».
Και μετά από μια εβδομάδα: «Δεν τις βρήκα πουθενά. Αλλά ένας φίλος στο Ταμείο με βεβαίωσε ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, αρκεί να μην μας τα πάρει ο Υπουργός για να επιχορηγήσει το ΙΚΑ».
Πού και πού, έβρισκες καμμιά ανακοίνωση της διοίκησης κάποιου ταμείου, που αποκάλυπτε μερικούς αριθμούς, συνήθως για να ενημερώσει τους συναδέλφους για κάτι έκτακτο, όπως αυτή εδώ του ΕΔΟΕΑΠ (των δημοσιογράφων). Τότε έκανες δυό μπακάλικους λογαριασμούς και δεν σου έβγαιναν τα νούμερα, με τίποτε. Τα αποθεματικά δεν έφταναν να καλύψουν ούτε πέντε χρόνια σύνταξης για τους ενεργούς εργαζόμενους όταν θα έρθει η ώρα – χωρίς να έχει κουρευτεί ούτε μια τρίχα από τα ομόλογα που κρατούσε το ταμείο.
«Μα τώρα μου μιλάς για το 2030» σου απαντούσε ο φίλος. «Μπορείς να προβλέψεις τι θα γίνει τότε;»
Ύστερα προσπαθούσες να καταλάβεις αυτή την ιστορία με τους ειδικούς πόρους κάθε ταμείου: ποσοστό στο κόστος των διαφημίσεων για τους δημοσιογράφους, ταρίφα πάνω στις μεταβιβάσεις ακινήτων για τους δικηγόρους, ειδικός φόρους στα δημόσια έργα και στις εισαγωγές μηχανημάτων για τους μηχανικούς, και πάει λέγοντας. Ποιός ορίζει το ύψος αυτών; Με τι κριτήριο; Τις ανάγκες για παροχές σήμερα, ή σε είκοσι χρόνια; Πόσο γενναιόδωρες να είναι οι παροχές; Αν μια χρονιά γίνουν λιγότερα δημόσια έργα, θα μειωθούν οι συντάξεις των μηχανικών, ποιών, και πότε; Τι σχέση έχει το ύψος του αγγελιόσημου με τον αριθμό των εργαζομένων; Κανένας προφανής κανόνας δεν υπήρχε. Κάποιος υπουργός έβγαζε μια απόφαση. Πέπλος σιωπής, για τα κριτήρια.
Στην πραγματικότητα, κανένα ευγενές ταμείο δεν ήταν ποτέ υγιές για τους ενεργούς ασφαλισμένους σε αυτό, όπως δεν ήταν και το ΙΚΑ. Δηλαδή ποτέ δεν αποταμίευε όσα έπρεπε για να έχουν σύνταξη οι ενεργοί επαγγελματίες, όταν σε δέκα-είκοσι χρόνια θα την χρειάζονταν. Ξόδευε τις πιο πολλές σημερινές εισπράξεις για τις σημερινές συντάξεις και λοιπές παροχές. Τα (ισχνά) αποθεματικά υπήρχαν κυρίως για να στηρίξουν ένα ιδεολόγημα: το δικαίωμα στη σύνταξη ως αποτέλεσμα της εργασίας του συγκεκριμένου επαγγελματία, και όχι ως κοινωνική παροχή που ήταν στην πραγματικότητα. Δηλαδή, ενώ η σύνταξη πληρωνόταν από πόρους που συγκεντρώνονταν εκείνη τη στιγμή, και βασιζόταν στην δυνατότητα του Ταμείου να πάρει από τους εργοδότες και από το κράτος (μέσω ειδικών φόρων και τελών) ότι θα δαπανούσε την ίδια χρονιά, οι συνταξιούχοι νόμιζαν ότι έπαιρναν το προϊόν των εισφορών τους. Αν κάποιος καλοπροαίρετος ήθελε να κάνει το λογαριασμό για να δει αν οι εισφορές του αντιστοιχούν στη σύνταξη του, αυτό ήταν αδύνατο. Γιατί εκτός από τις καθαυτό εισφορές που είχε πληρώσει, και που ήταν εντελώς ανεπαρκείς, υπήρχαν οι ειδικοί πόροι του κλάδου, που δεν μπορούσες να τους επιμερίσεις σε σημερινές και μελλοντικές γενιές. Θάπρεπε να είσαι αναλογιστής, να έχεις πλήρη στοιχεία και να υπάρχουν και σταθεροί κανόνες για να βγάλεις άκρη.
Αυτή ηταν μια πολύ βολική αδιαφάνεια. Σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες υπάρχει σύγχυση ανάμεσα στις κοινωνικές μεταβιβάσεις για συντάξεις (αναδιανεμητικό σύστημα) και στην χρηματοδότηση των συντάξεων από προηγούμενα αποθέματα (κεφαλαιοποιητικό) –δεν είναι μόνο ελληνικό το πρόβλημα. Μπορούν όμως να κατανοούν τις τάσεις του συστήματος, γιατί τα ταμεία είναι λίγα και μεγάλα, και λειτουργούν με τους ίδιους περίπου κανόνες. Συζητούν δημόσια, και παίρνουν διορθωτικά μέτρα.
Τα δικά μας ευγενή ταμεία είναι τυπικός ελληνικός θεσμός: βασίζεται σε ειδικές ρυθμίσεις για κάθε επάγγελμα, ώστε ο εκάστοτε υπουργός να μπορεί να τις αλλάζει κατά βούληση μία-μία. Είναι πολύ πιο εύκολο να προσαρμόσεις το ύψος ενός ειδικού τέλους από το να αυξήσεις τις εισφορές στο ΙΚΑ ή στο ΤΕΒΕ. Τα ευγενή επαγγέλματα (μαζί και οι υπάλληλοι στις ΔΕΚΟ) είχαν προνομιακές σχέσεις με την πολιτική εξουσία, και ήξεραν, ή έλπιζαν, ότι θα αποφύγουν τις αναπόφευκτες περικοπές που όλοι ξέραμε ότι έρχονται για τη μεγάλη μάζα των ασφαλισμένων. Όποιος δεν το ήξερε, μάλλον είχε συγκεντρωθεί στις σπουδές του την εποχή των προτάσεων Γιαννίτση, όπως ο μακαριστός Χριστόδουλος τριάντα χρόνια νωρίτερα.
Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου,
το κράτος χρεοκόπησε, και η τρόικα ζήτησε να ενοποιηθούν τα δεκάδες ταμεία σε τρία μόνο, και να καταργηθούν τα παραθυράκια και οι εξαιρέσεις. Πρότεινε ένα σύστημα που θα μείωνε τις ανισότητες στο ύψος και στους κανόνες των συντάξεων, και προοπτικά θα βελτίωνε τις χαμηλές συντάξεις σε σύγκριση με το προηγούμενο. Ταυτόχρονα βέβαια, ζήτησε και άμεσες περικοπές, που έπλητταν όλους, αλλά θα έπλητταν αναλογικά περισσότερο τους πιο προνομιούχους. Η (σοσιαλιστική) πολιτική ηγεσία συμφώνησε, και πήρε το πολιτικό κόστος, αλλά ζήτησε μία σημαντική εξαίρεση: τις ειδικές ρυθμίσεις για τα ευγενή επαγγέλματα και τη ΔΕΗ. Δεν μπορούσε να τα βάλει με τους πιο κοντινούς της. Εκεί έδωσε μάχη με την τρόικα και την κέρδισε. Οι συνταξιούχοι τους δεν γλίτωσαν από τις τωρινές περικοπές, αλλά εξασφάλισαν ότι μόλις οι συνθήκες το επιτρέψουν θα έχουν ξανά ειδική μεταχείριση (για παράδειγμα, αν καταγγείλουμε τη δανειακή σύμβαση και φύγουμε από το ευρώ).
Τα ευγενή ταμεία δεν είναι το μόνο πρόβλημα του κοινωνικού κράτους, ούτε καν το μεγαλύτερο. Το αναφέρω γιατί συμπυκνώνει όλες τις παθογένειες: δεν υπάρχει οικονομικός προγραμματισμός, δεν δημοσιεύονται χρήσιμα στοιχεία, οι ασφαλισμένοι δεν γνωρίζουν τι πραγματικά να περιμένουν, οι αρμόδιοι και οι ενδιαφερόμενοι εφησυχάζουν, οι εξαιρέσεις είναι κανόνας, οι πελατειακές ομάδες προσπαθούν να σωθούν σε βάρος των πολλών, οι ευθύνες και οι αρμοδιότητες είναι διάσπαρτες, το κόστος διαχείρισης τεράστιο, η απάτη εξαιρετικά εύκολη.
Έχουμε το πιο παράδοξο και το λιγότερο κοινωνικό «κοινωνικό κράτος» στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το πληρώνουμε σχετικά αδρά. Σε ποσοστό του ΑΕΠ οι κοινωνικές δαπάνες συνολικά είναι κοντά το μέσο όρο της ΕΕ, ενώ οι δαπάνες για συντάξεις είναι πάνω από τον μέσο όρο. Παρόλα αυτά, είμαστε η χειρότερη χώρα στην αντιμετώπιση της ανισότητας μέσα από τις κοινωνικές δαπάνες (δεν μειώνεται σχεδόν καθόλου με αυτές), ενώ έχουμε καταφέρει το θλιβερό κατόρθωμα οι συντάξεις να αυξάνουν αντί να μειώνουν την ανισότητα στους ηλικιωμένους. Και για αυτό το τερατούργημα πληρώνουμε ένα πρωτοφανές διαχειριστικό κόστος: αναπόφευκτο, όταν είχαμε 170 ταμεία αντί για τρία, και χιλιάδες υποπεριπτώσεις ασφαλισμένων. Ούτε καν έναν κανόνα για την ηλικία συνταξιοδότησης δεν μπορούσαμε να εφαρμόσουμε πριν από την τρόικα. Τη στιγμή που το θεωρητικό όριο του ΙΚΑ για πλήρη σύνταξη στους άνδρες ήταν 65, μόνο το 15% των συνταξιούχων του έβγαιναν σε αυτή την ηλικία. (Για πολλά από τα θέματα αυτά δες εδώ)
Από τη στιγμή που αναγκαστήκαμε να περικόψουμε δημόσιες δαπάνες, και αφού η κυβέρνηση δεν ήθελε να περιορίσει την έκταση του κράτους (αριθμός υπαλλήλων και λειτουργίες), ήταν περίπου αναπόφευκτο να περικοπούν συντάξεις και επιδόματα. Τα πεδία όπου είχαμε επιλογή ήταν δύο: πώς θα περικοπούν (από ποιούς και πόσο), και αν θα αρχίσουμε να αλλάζουμε τη δομή των παροχών. Για το πρώτο θέμα δεν έχω στοιχεία για το πόσο έχασαν, π.χ., οι πιο ψηλές και πόσο οι χαμηλές συντάξεις. Για το δεύτερο, είναι σαφές οτι αρχίσαμε να αλλάζουμε τη δομή μόνο επειδή το ζήτησε η τρόικα.
Η οργισμένη αντίδραση στις περικοπές, πότε δίκαια και πότε άδικη, έχει κρύψει ένα μεγάλο ζητούμενο, που είναι: ένα σύστημα με διαφανείς κανόνες που ισχύουν για όλους, και που κατευθύνει τους δημόσιους πόρους πρώτα στο να εξασφαλίσουν μια ελάχιστη σύνταξη για τους πολλούς, ένα ελάχιστο επίδομα στους άνεργους και στους πιο φτωχούς, και μετά να δίνει περισσότερα στους λιγότερους. Σε μια τέτοια αναμόρφωση, θα είχαμε σύμμαχο την τρόικα, που μάλλον κάτι τέτοιο προτείνει.
Αλλά αυτή την αναμόρφωση δεν την θέλουν οι περισσότερες πολιτικές δυνάμεις. Οι μεν δυνάμεις του άγριου λαϊκισμού, δεξιού και αριστερού, προτιμάν να λένε οτι υπάρχουν λεφτά για όλο τον «λαό» (από πολιτικό μηχανικό μέχρι αγρότη), αρκεί να τα πάρουμε από τους «πλούσιους» (εδώ βάζετε ότι θέλετε: τις ελβετικές τράπεζες/ τη διαγραφή του χρέους/ τους φοροφυγάδες -- μόνο τους μεγάλους, φυσικά/ τους εφοπλιστές/ τους τραπεζίτες). Οι δε ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, πιο ήπιοι, περιμένουν να ανακάμψει η οικονομία για να ξαναδώσουν στην κάθε κοινωνική ομάδα ότι είχε «κατοχυρώσει» πριν την κρίση.
Οτι το παλιό σύστημα των παροχών ήταν πολύ σπάταλο, πολύ άνισο, πολύ άδικο, πολύ διεφθαρμένο, πολύ σκληρό για τους πιο αδύναμους, και αδύνατο να χρηματοδοτηθεί από την ισχνή ελληνική παραγωγή, το λένε λίγοι. Δηλαδή, τα μικρά κόμματα του φιλελεύθερου χώρου (Δράση-ΦιΣ, Δημοκρατική Συμμαχία, Δημιουργία Ξανά), και λίγα σκόρπια πρόσωπα στην κεντροαριστερά (Μόσιαλος στο ΠΑΣΟΚ, Ματσαγγάνης στη ΔΗΜΑΡ). Και προτείνουν, με αρκετές παραλλαγές, διαφάνεια, απλοποίηση, γενικούς κανόνες, και προτεραιότητα στα χαμηλά εισοδήματα.
Είναι αξιοπερίεργο οτι στην Ελλάδα ο μικρός φιλελεύθερος χώρος έχει την πιο προοδευτική πρόταση για το κοινωνικό κράτος. Εξηγείται όμως, γιατί οι πιο μαζικές πολιτικές δυνάμεις να θέλουν να αναπαράγουν τις ειδικές ελληνικές συνθήκες που τους δίνουν απήχηση και εξουσία: την πελατειακή λειτουργία του κράτους και από την προσοδοκρατία στην οικονομία. Οι συνθήκες αυτές διαφέρουν ριζικά από τα κυρίαρχα στοιχεία του καπιταλισμού, που δημιούργησαν όχι μόνο τις φιλελεύθερες οικονομίες, αλλά και τις σοσιαλδημοκρατικές.
Αν είναι να βελτιωθεί λοιπόν το κοινωνικό κράτος, και να αρχίσει να μοιάζει με αυτό της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, οι πιο συνεπείς φωνές σε αυτή την κατεύθυνση θα είναι οι πιο αναπάντεχες. ‘Αλλο ένα ελληνικό παράδοξο.
(Στο επόμενο: οι μεταρρυθμίσεις για την ανάπτυξη)
*O Αρίστος Δοξιάδης είναι οικονομολόγος.
0 βγηκαν μπροστα:
Δημοσίευση σχολίου