Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

Χαΐνης Δ. Αποστολάκης: η νοσταλγία του Μεσαίωνα και η απέχθεια για το φιλελευθερισμό updated


Γράφει ο Γιώργος Στόγιας.
Ξεκίνησα να το διαβάζω το κείμενο που ο Δημήτρης Αποστολάκης  του συγκροτήματος Χαΐνηδες δημοσίευσε στο TVXS  θετικά προδιατεθειμένος, τόσο επειδή είχε ενθουσιάσει πολλούς φίλους, όσο και γιατί εκτιμώ σχετικά –  μακριά και αγαπημένα- το μουσικό έργο του εν λόγω συγκροτήματος. Οι δυσάρεστες εκπλήξεις που με περιμένανε ήρθαν να επιβεβαιώσουν τις επιφυλάξεις μου για  την αισθητική  ιδεολογία και την πολιτική  φιλοσοφία ενός μέρους της ελληνικού έντεχνου τραγουδιού , τις οποίες είχα για μια ακόμη φορά αποπειραθεί να αφήσω κατά μέρος.
Όσοι από τους αναγνώστες πλησιάζουν τα σαράντα και πέρασαν στα νιάτα τους τον εφιάλτη των Πανελλαδικών, θα θυμόνται τα κείμενα προς μίμηση που έδιναν οι εκθεσάδες των φροντιστηρίων: Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, Κ. Τσιρόπουλος, Β. Τατάκης, Ευ. Παπανούτσος, φυσικά ο Χρ. Γιανναράς, γενικώς κείμενα από το περιοδικό «Ευθύνη» (Ο Σ. Καργάκος έγινε της μόδας λίγο αργότερα, εγώ ευτυχώς είχα ήδη περάσει). Εξαιρουμένου ως ένα σημείο του Παπανούτσου, όλοι ήταν αυτό που λέμε «πιο συντηρητικός πεθαίνεις».  Τα κύρια τους θέματα ήταν οι αρετές της παράδοσης, η έκπτωση του σύγχρονου ανθρώπου στην εποχή της μηχανής και του εμπορίου, ο ρόλος του «πνευματικού» ανθρώπου. Ριζοσπαστική συμπύκνωση αλλά και εγγραφή των παραπάνω στο πλαίσιο της δεκαετίας του ’80, αποτέλεσε το ευσύνοπτο βιβλίο του Χρ. Γιανναρά Finis Graeciαe. Βάζοντας σε δεύτερη μοίρα την αρχαιοπληξία των υπολοίπων, στο κείμενο βρίσκονται, αυτούσιες ή υπό διαμόρφωση, όλες οι σταθερές των μέχρι σήμερα παρεμβάσεων του νεορθόδοξου διανοητή: τα κακά του σύγχρονου πολιτικού συστήματος (μια όχι και πολύ καλυμμένη επίθεση ενάντια στο ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα προς χάριν ενός πολιτεύματος «φωτισμένης δεσποτείας»), η αρρώστια του δυτικόφερτου καταναλωτικού πολιτισμού (με τελική ένοχο, όπως πάντα, τις Η.Π.Α.), ο «παραλογισμός» της ελληνικής επανάστασης και της δημιουργίας εθνικού κράτους στα δυτικά πρότυπα (καλύτερα να μέναμε στην «καθ’ ημάς Ανατολή» εντός της σταδιακά εξελληνιζόμενης  οθωμανικής αυτοκρατορίας).
Ε, το κείμενο του Χαΐνη Δ. Αποστολάκη, δεν είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα update των λυσάριων της έκθεσης – και ειδικά του λόγου του Χ. Γιανναρά ως  μέγιστη επιρροή – μέσα στα συμφραζόμενα της κρίσης. Ότι, ένα τόσο οπισθοδρομικό κείμενο διαβάζεται ως προοδευτικό, έχει να κάνει από τη μια με τα (πολιτικά) σημεία των καιρών, και από την άλλη, με  προκαταλήψεις μιας ρομαντικής αντιδιαφωτιστικής αισθητικής και ιδεολογίας που είναι μόνιμα και κυρίαρχα στοιχεία τόσο της εκπαίδευσης όσο και της ελληνικής καλλιτεχνικής παραγωγής.
Επέλεξα να σχολιάσω  μόνο ένα απόσπασμα από το εν λόγω κείμενο για λόγους οικονομίας του δικού μου. Αν υπάρχει ενδιαφέρον ή διαφωνία, μπορώ να επανέλθω με το σχολιασμό  άλλων δέκα.
Ο συγγραφέας, αφού μας προειδοποιεί ότι «μερικές από τις παρατηρήσεις του ίσως να ακούγονται για πρώτη φορά»,  πενθεί για την «εξαφάνιση των τελετών» που, όπως μας λέει, παρατηρείται «για πρώτη φορά τις τελευταίες δεκαετίες», με το συνακόλουθο «θάνατο του τραγικού» και την ανάδυση μιας  «αρρωστημένης ατομικότητας» και του «μικροβίου του μικροαστισμού» (όπου  «μικροαστισμός» στο κείμενο, διάβαζε «αστική ιδεολογία», είναι πιο εύκολο να χτυπάς τους ανυπεράσπιστους).
Αυτές οι μεγαλόστομες κοινοτοπίες περί «παρακμής της Δύσης» αποτελούν σταθερές της αντιδιαφωτιστικής ρητορικής και ιδεολογίας από την εποχή του Χέρντερ (1744- 1803), στον Σπένγκλερ (1880 -1936), ως τους μεταμοντέρνους  (με τη διαφορά ότι οι τελευταίοι «διασκεδάζουν» τη θλίψη τους). Αν όλα αυτά συμβαίνουν «για πρώτη φορά τις τελευταίες δεκαετίες», πώς γίνεται ο δόλιος ο Αρτώ το 1938 να τα έβαζε με την πλάση όλη για την κακοδαιμονία του να γεννηθεί σε λάθος εποχή όπου έχει χαθεί «η αίσθηση του ρίσκου»; Ο Νίτσε στα τέλη του 19ου αιώνα να εξαπολύει μύδρους για την «ηθική του φόβου» και το «θάνατο της υπερβολής»; (τουλάχιστον αυτοί ήταν μεγαλύτεροι ποιητές παρά αντιδραστικοί, άσε που τρελάθηκαν και μεταφυσικά δικαιούνται, ως ένα σημείο, το ακαταλόγιστο).  Ο Τζ. Στάινερ να αποφαίνεται στο «Τέλος της Τραγωδίας» (1961) ότι οι σύγχρονες «αντιτραγικές» συνθήκες κάνουν αδύνατη και τη συγγραφή θεατρικών έργων του είδους αυτού;
Δεν μπορώ να δεχτώ να τρώω ξαναζεσταμένη «κοινοτιστική» σούπα από ανθρώπους που δηλώνουν ότι  αποφάσισαν να μιλήσουν  εν ονόματι όλων των Ελλήνων καλλιτεχνών.
 feleki.wordpress.gr

0 βγηκαν μπροστα:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...