Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Η ανάπτυξη στα χρόνια της κρίσης


Τόνια Παντελαίου/metarithmisi.gr
Την άνοιξη, αν δεν την βρεις τη φτιάχνεις…
Οδυσσέας Ελύτης

Η μισή Ελλάς λέει: Οι κακοί Ευρωπαίοι πολιτικοί, η σκληρή τρόικα, το εγκληματικό Δ.Ν.Τ, οι κλέφτρες τράπεζες, οι Ευρωπαίοι και Έλληνες τραπεζίτες, το ασύδοτο μεγάλο κεφάλαιο. τα Μ.Μ.Ε της διαπλοκής: Αυτοί φταίνε. Όλα αυτά μαζί εκφράζονται στο «μνημόνιο»: Είμαστε επιθετικά κατά του μνημονίου. Οι κακές δυνάμεις του καπιταλισμού, επιχειρούν ένα πείραμα εις βάρος των λαών, με πρώτο θύμα τον ελληνικό λαό. Η λύση; Ξεσηκωμός και αντίδραση του λαού εναντίον των πάντων. Μέχρι το έξωθεν ορμώμενο τέρας και τα εντόπια πλοκάμια του να υποχωρήσουν.
Η άλλη μισή Ελλάς λέει: Η διαφθορά, ή φοροδιαφυγή, οι συνδικαλιστές και οι συντεχνίες, οι πελατειακές σχέσεις, οι ανίκανοι (και συχνά ύποπτοι) Έλληνες πολιτικοί δεκαετιών, ο υπερδανεισμός (δημόσιος και ιδιωτικός) και η υπερκατανάλωση (δημόσια και ιδιωτική επίσης), οι τραγικές αδυναμίες του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου (δημόσια ελλείμματα και χρέη, ανισορροπίες ισοζυγίου πληρωμών, ανοργάνωτος ή ανύπαρκτος πρωτογενής τομέας, αντιπαραγωγικό δημόσιο, κ.λ.π): Αυτά φταίνε. Αυτά προσπαθεί να διορθώσει το μνημόνιο. Παρά τα πιθανά επί μέρους προβλήματά του, είναι σε σχετικά σωστή κατεύθυνση, μας βοηθάει να κάνουμε αυτά που πράγματι χρειάζονταν στην χώρα μας. Ανεχόμαστε το μνημόνιο όσο μπορούμε καλύτερα. Θα μας σώσουν οι μεταρρυθμίσεις.
Ας με συγχωρέσουν και οι δύο πλευρές για την υπεραπλούστευση των πολιτικών τους απόψεων. Δεν είναι στις προθέσεις μου το να μειώσω την σοβαρότητα των επιχειρημάτων, ούτε το εύρος της ανάλυσης, ούτε των μεν ούτε των δε. Αντιθέτως. Ο σκοπός μου είναι να τις ενισχύσω. Αλλά, και τις δύο μαζί και παράλληλα. Όχι την μια σε αντιπαράθεση με την άλλη. Γιατί και οι δύο ερμηνείες είναι σωστές. Αλλά όχι σε αντίθεση μεταξύ τους. Αντιτιθέμενες η μια στην άλλη αποτελούν κάθε μια μισή αλήθεια. Και μισή αλήθεια ισοδυναμεί με ψέμα. Και το ψέμα στην πολιτική συνεπάγεται καταστροφή. Και σ’ αυτήν βρισκόμαστε ήδη και θα συνεχίσουμε να βουλιάζουμε όλο και πιο βαθιά, είτε με συγκυβέρνηση, είτε όχι, είτε με «υποταγή στα συμφέροντα» είτε με «ξεσηκωμό του λαού», αν η μισή αλήθεια δεν αποφασίσει να ακούσει την άλλη μισή.

Πολύ συνοπτικά λοιπόν: Όσοι
(αρθρογράφοι, οικονομολόγοι, πολιτικοί αναλυτές, σκεπτόμενοι άνθρωποι, πολιτικοί, εκλεγμένοι ή όχι) εστιάζουν στο γεγονός ότι για την Κρίση που βιώνουμε φταίει ο καπιταλισμός, έχουν προφανώς δίκιο: Ο καπιταλισμός με όλα όσα συνθέτουν τις σύγχρονες και εξελιγμένες πρακτικές και αντιπροσωπεύσεις του: Η παγκόσμια διεύρυνση της ψαλίδας μεταξύ πλούσιων και φτωχών, η ανεξέλεγκτη μεγέθυνση του χρηματοπιστωτικού τομέα που αντλεί πόρους από την παραγωγική διαδικασία, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί πάσης φύσης ‘φούσκες ‘ παντού, η υποταγή της πολιτικής εξουσίας στις τραπεζικές προτιμήσεις, η ‘νεοφιλελεύθερη’ θεωρία που αποτελεί την επικρατέστερη θεωρητική του υποστήριξη, όλα αυτά και άλλα πολλά, βεβαίως και αποτελούν βασικό αίτιο της Ελληνικής κρίσης.

Ήδη πριν από την κρίση, όλα τα κράτη του κόσμου και όχι μόνο η Ελλάδα βέβαια, ήταν ήδη υπερδανεισμένα. Το σε ποιόν ακριβώς χρωστούσαν, ας το εξηγήσουν οι οικονομολόγοι. Εγώ απλά το υπενθυμίζω. Είναι γνωστό ότι μετά την κατάρρευση της Liehman Brothers , το 2008, τα κράτη έδωσαν άφθονα χρήματα για να σώσουν τις τράπεζες. Το άμεσο αποτέλεσμα ήταν να ανέβουν τα χρέη όλων των κρατών κατά 30% περίπου. Φυσικό αποτέλεσμα ήταν, στις χώρες που ήδη ο δανεισμός ήταν ήδη ιδιαίτερα υψηλός και συνέτρεχαν και άλλοι οικονομικοί παράγοντες που επιβάρυναν τις προοπτικές, τα πράγματα να ξεφύγουν από κάθε έλεγχο. Η Ελλάδα διέθετε πολλαπλές τέτοιες επιβαρύνσεις.

Είναι επίσης γνωστό ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, έχοντας δομηθεί στην βάση συγκεκριμένων προτεραιοτήτων και πολιτικών επιλογών, εμφορούμενη στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή από άκρως συντηρητικές ιδέες και βαρύτατα δεσμευμένη στο άρμα της υποστήριξης, όχι απλά των τραπεζών εν γένει, αλλά των τραπεζιτών πολύ πιο συγκεκριμένα, και πιεσμένη από τον ανταγωνισμό των αναπτυσσόμενων χωρών, δεν επέδειξε καμιά απολύτως φιλολαϊκή ευαισθησία. Και, όσοι τόσο πρόθυμα τονίζουν την αλόγιστη κατανάλωση των νεοελλήνων και την διάλυση της παραγωγικής βάσης στην Ελλάδα, θεωρώντας αποκλειστικούς υπεύθυνους για όλα αυτά τους Έλληνες (πολιτικούς που έκαναν επάγγελμα την διαπλοκή, αγρότες που ‘έφαγαν τις επιδοτήσεις,’ δημοσίους υπαλλήλους που βολεύτηκαν, επιχειρηματίες που έκλεβαν, καταναλωτές που υπερδανείστηκαν, κ.λ.π) καλό είναι να θυμούνται ότι όλο αυτό δεν είναι καθόλου άσχετο με τον συνολικό τρόπο διάρθρωσης της Ευρωπαϊκής ένωσης, που ακόμα και χωρίς το ‘φάγωμα των επιδοτήσεων’ από Έλληνες αγρότες , πολιτικούς, και άλλους πολλούς, τείνει να παράγει ελλείμματα στο Νότο και πλεονάσματα στο Βορρά και ταυτόχρονα να ενισχύει την Βορειοευρωπαϊκή παραγωγική μηχανή εις βάρος της Νοτιοευρωπαικής. Όπως επίσης δεν είναι καθόλου άσχετο με την ώθηση προς κατανάλωση που προέρχεται από το καπιταλιστικό σύστημα εν γένει, απορρέοντας από δικές του συστημικές ανάγκες και που είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της τις προηγούμενες δεκαετίες.

Και φυσικά για όλα αυτά δεν ευθύνεται κανένας λαός του κόσμου, ούτε και ο ελληνικός [1]. Και φυσικά όλα αυτά στρέφονται εναντίον όλων των λαών της Ευρώπης και όλων των λαών του κόσμου. Και φυσικά ο τρόπος της αντιμετώπισής τους δεν μπορεί να είναι άσχετος από την σχετική συνειδητοποίησή του πολύ κόσμου, που πράγματι είναι το αθώο θύμα (σε αυτό το επίπεδο ανάλυσης), αλλά και το μόνο ιστορικό υποκείμενο από το οποίο μπορεί να προέλθει η όποια προσπάθεια αντίδρασης σε όλα αυτά. Και φυσικά η παγκόσμια κρίση έχει οξύνει δραματικά τα απορρέοντα προβλήματα και έχει κάνει επιτακτικότερη την ανάγκη αντίδρασης. Και φυσικά οι λαοί σε αυτό πρέπει να συνεργαστούν σε μια προσπάθεια προστασίας του δικαιώματος των πολλών έναντι της άμετρης κερδοφορίας των λίγων. Αλλά, όλα αυτά αποτελούν την μισή αλήθεια.

Η άλλη μισή, που δεν προβάλλεται από όσους επιμένουν στην ανωτέρω εξήγηση των πραγμάτων, είναι η εξής σκληρή πραγματικότητα: Ότι αυτός ο κακός, κάκιστος καπιταλισμός, όντας ταυτόχρονα ιδιαίτερα ‘έξυπνος’, έχει φροντίσει επί δεκαετίες το σπίτι του: Τον οικονομικά αναπτυγμένο Δυτικό Κόσμο, στον οποίο φρόντισε ώστε το πραγματικό ‘προλεταριάτο’ να αντιπροσωπεύεται από πολύ μικρές ποσοστιαίες αναλογίες. Η πραγματική ‘προλεταριακή’ εξαθλίωση, εδώ και δεκαετίες βρίσκεται εκτός του Δυτικού κόσμου. Η Ευρώπη και η Βόρεια Αμερική, κατοικούνται από μικροαστούς, μεγαλοαστούς και μεσαίους αστούς. Οι οποίοι, όσο και να θυμώνουν με τους πλουσιότερους από αυτούς και όσο και να λυπούνται για το χάλι των φτωχότερων από αυτούς, πάντως σίγουρα, στα μεγαλύτερα ποσοστά τους, δεν βρίσκονται στην κατάσταση εκείνη της απόλυτης εξαθλίωσης που προέβλεπε ο Μαρξ ότι θα συνιστούσε το βασικό αίτιο ενός παγκόσμιου ξεσηκωμού αυτών που πλέον «δεν θα είχαν τίποτε να χάσουν». Ο καπιταλισμός είναι κακό πράγμα. Αλλά οι λόγοι που παραμένει κραταιός στις χώρες του Δυτικού κόσμου δεν είναι ή έλλειψη συνειδητοποίησης του προλεταριάτου. Είναι η έλλειψη προλεταριάτου. Και ο λόγος που η Ευρώπη και το νόμισμά της παραμένουν υψηλής προτεραιότητας ζητούμενο, παρόλες τις εσωτερικές αδικίες και ανισορροπίες που περιέχουν και καλλιεργούν, δεν οφείλεται σε καμιά παρεξήγηση, και σε καμιά συνομωσία: Η Ευρώπη είναι μια ξεκάθαρα καπιταλιστική Ευρώπη, κυρίως των τραπεζών και δευτερευόντως της αλληλεγγύης, στο βαθμό που η αλληλεγγύη συνίσταται κυρίως στην αλληλεγγύη έναντι κάθε κινδύνου που θα απειλούσε να εξισώσει την κατάσταση των λαών της Ευρώπης με αυτήν των χωρών του ‘αναπτυσσόμενου κόσμου.’ Αλλά οι λαοί της (συμπεριλαμβανομένου του ελληνικού) γνωρίζουν πολύ καλά, έστω και αν αυτό σπανίως λέγεται ρητά, ότι η κακιά καπιταλιστική Ευρώπη είναι για τους ίδιους πολύ προτιμότερη επιλογή από αυτό που θα συνιστούσε την μοίρα τους εκτός αυτής. Για να το πω διαφορετικά: Καλύτερα άστεγος και άνεργος στην Ευρώπη, παρά «κανονικός πολίτης» του Αφγανιστάν.

Στην Ελλάδα λοιπόν. Που ήδη από την δημιουργία της ως κράτους, έχει ξεκάθαρα αποσχιστεί από την μοίρα των χωρών του «Τρίτου Κόσμου», επιλέγοντας την πρόσδεσή της στο άρμα της αστικής δημοκρατίας και των αναγκαστικών διασυνδέσεων αυτής με τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό. Και όπου τόσο η δημοκρατία και ο καπιταλισμός, όσο και οι αμφισβητήσεις του δεύτερου, ήρθαν πάντα διαμεσολαβημένα και μισερωμένα στην διαδικασία αντιγραφής τους από τις κύριες πηγές παραγωγής τους και όχι σαν αποτέλεσμα διεργασιών οικονομικών κοινωνικών και πολιτισμικών στο εσωτερικό της . Σ΄ αυτή την Ελλάδα, όπου ούτε σοβαρή αστική δημιουργήθηκε ποτέ, ούτε συνείδηση του Διαφωτισμού εμπεδώθηκε, ούτε αστικό κράτος οργανώθηκε, ούτε βέβαια σοβαρό προλεταριάτο προέκυψε, γιατί για να υπάρξει προλετάριος πρέπει να υπάρξει και βιομήχανος και για να υπάρξει βιομήχανος πρέπει να υπάρξει βιομηχανία, και η βιομηχανία απαιτεί δύσκολα πράγματα και η όμορφη χώρα μας, έχοντας πάντα αυτόν τον εξαιρετικό ήλιο και την πανέμορφη φύση, παράλληλα με μιαν αξιοζήλευτη στρατηγικά και οικονομικά θέση, δεν είχε ποτέ ιδιαίτερους λόγους να ασχοληθεί με αυτού του είδους τα δύσκολα, αφού το ενδιαφέρον των «ξένων» για αυτήν, έδινε πάντα λύσεις και προοπτικές άλλου τύπου.

Σ’ αυτήν λοιπόν την Ελλάδα, όπου εδώ και δύο αιώνες έρχονται από την Ευρώπη (ή και την Αμερική) τα πάντα, ακόμα και οι κυβερνήτες και οι βασιλιάδες, ήρθε κάποια στιγμή και η κρίση. Που βεβαίως και δεν την φτιάξαμε μόνοι μας. Έτσι κι αλλιώς έχουμε να φτιάξουμε κάτι αυθεντικά δικό μας από την εποχή του Παρθενώνα. [2]Η κρίση είναι του καπιταλισμού. Και η αποτυχία της διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης είναι της Ευρώπης [3]. Αλλά μας ήρθε. Και η κρίση και η Ευρωπαϊκή αποτυχία της διαχείρισής της. Και τί ακριβώς βρήκε;

Βρήκε την made in Greece πλευρά της δεύτερης μισής αλήθειας:

Ένα κράτος που ποτέ δεν έγινε αστικό. Ούτε με την κακή, ούτε με την καλή έννοια του αστικού. Και μια κοινωνία που έχει μάθει να επιβιώνει με τον ακατέργαστο συναισθηματισμό της ανατολής, επενδυμένο σε κορώνες που θέλουν να θυμίζουν τον ορθολογισμό που επί δύο -τρεις αιώνες [4] πάλευε η Ευρώπη να συμπυκνώσει στους θεσμούς της, αλλά που ποτέ δεν ενσωματώθηκε στις δικές μας παρακαταθήκες. Και επίσης μια κοινωνία που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχει καταφέρει να μην γίνει ποτέ εξίσου καπιταλιστική με τις αντίστοιχες Ευρωπαϊκές, αφού η μικρή και μεσαία αστική τάξη συνεχίζουν στην χώρα μας να είναι οι μακράν πολυπληθέστερες, σημαντικά πολυπληθέστερες από τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές, σφραγίζοντας με το στίγμα τους μιαν οικονομική φυσιογνωμία και ένα κοινωνικό προφίλ πολύ διαφορετικό από εκείνο των κεντρικών Ευρωπαϊκών χωρών . Μια Ελλάδα που κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηρίζεται από την μικρή και μεσαία ιδιοκτησία και πολλά και ενδιαφέροντα κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά που συνδέονται με αυτήν[5]. Και της οποίας αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά εντοπίζοντας και κολακεύοντας, κατάφερε ο ταλαντούχος ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ, αντί να τα αναδείξει σε δύναμη μια ισχυρής οικονομίας με το επιπλέον πλεονέκτημα μιας ‘περιφερειακής θέσης’ στην σκληρότητα του παγκόσμιου καπιταλισμού, να τα καταστήσει τροχοπέδη κάθε υγιούς προοπτικής, αναδεικνύοντας όσα στοιχεία τους έφεραν δυναμικές παθολογικές.

Η άλλη μισή αλήθεια λοιπόν, έχει να κάνει με το γεγονός ότι η Ελλάδα των μικρομεσαίων και των οργανωμένων εκμαυλιστών τους, δεν έχει καμία διάθεση να τα βάλει με τον καπιταλισμό στο σύνολό του. Να συνεχίσει να επιβιώνει περιφερειακά ως προς αυτόν θέλει. Και, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, η «περίοδος χάριτος» πέρασε ανεπιστρεπτί. Η Ευρώπη - για τους δικούς της λόγους – δεν είναι πλέον πρόθυμη να συντηρεί στα φουστάνια της την μικρή, άτακτη, πλην χαριτωμένη Ελλάδα. Μέσα στην παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού, αυτό πλέον της δημιουργεί περισσότερα προβλήματα παρά κέρδη. Και η μικρή Ελλάς, αν θέλει να διατηρήσει μια οποιαδήποτε σχέση με την Ευρώπη - και τον καπιταλισμό της! – πιέζεται να αποφασίσει να αποκτήσει κάποια σοβαρά στοιχεία αστικού κράτους, παράλληλα με μια πολύ πιο ‘καπιταλιστική’ οικονομία: Λιγότεροι μικρομεσαίοι, περισσότερες μεγάλες εταιρείες και περισσότεροι υπάλληλοι. Ο κ. Βενιζέλος, το είχε πει πέρυσι πολύ καθαρά: Θα έχουμε λιγότερους αυτοαπασχολούμενους και περισσότερους με εξαρτημένη σχέση εργασίας. Αυτό είναι το βασικό πρότυπο οικονομικής οργάνωσης που επιδιώκει η τρόικα για το καλό της Ελλάδας: Σοβαρότερο αστικό κράτος, αλλά και σοβαρότερος καπιταλισμός!

Έτσι, φτάνουμε στο δίκιο των περισσότερο ή λιγότερο «μνημονιακών»: Που έχουν δίκιο να υπερασπίζονται μια πολιτική που εστιάζει στην καλλιέργεια ενός αισθήματος ευθύνης σ’ αυτόν τον λαό (και στην πολιτειακή του εκπροσώπηση) που, ζώντας επί διακόσια χρόνια βάσει των όσων έρχονται απ΄ έξω, (άλλοτε ως βοήθεια, άλλοτε ως επιβολή, άλλοτε ως μόδα, άλλοτε ως ευαγγέλιο, άλλοτε ως κατάκτηση,) έχει μάθει να αποδίδει όλες τις ευθύνες αλλού και να είναι απολύτως ανέτοιμος να αναλάβει να αντιμετωπίσει με ίδια μέσα τις ίδιες τις δικές του ανάγκες, ή να θέσει τους δικούς του στόχους αναλαμβάνοντας και το κόστος και την ευθύνη τους. Έχουν δίκιο να θέτουν ως θεμελιώδη στόχο την καταπολέμηση όσων παθογενειών μπορούν να διορθωθούν. Έχουν δίκιο να δίνουν υψηλή προτεραιότητα στην εξάλειψη της φαυλότητας, των συντεχνιακών νοοτροπιών, του πολυεπίπεδου και πολυσύνθετου βολέματος στην βάση αμοιβαίων διευκολύνσεων ανάμεσα σε όλους. Γιατί πράγματι, αυτά είναι το πρώτο βήμα για την δημιουργία ενός υγιούς αστικού κράτους, και κατ΄ επέκταση μιας υγιούς και παραγωγικής οικονομίας και μιας υγιούς πολιτικής ζωής. Και πράγματι, αν όλα αυτά τα είχαμε τόσα χρόνια, η κρίση που ήρθε, δεν θα μας έπνιγε. Θα προσπερνούσε, αφήνοντας απλές αμυχές.

Αλλά, ούτε αυτή η αλήθεια είναι περισσότερο από μισή: Γιατί μιλά μόνο για το ένα κομμάτι των όσων οι πολιτικές της τρόικας προωθούν και δεν εμφαίνει όσο θα ‘πρεπε το άλλο κομμάτι που είναι εξίσου ή και περισσότερο καθοριστικό: Οι ρυθμίσεις και τα αιτήματα των ‘ξένων’ αυτή τη στιγμή, δεν αφορούν μόνο την συγκρότηση ενός σοβαρού αστικού κράτους. Αφορούν επίσης τον μετασχηματισμό της παραγωγικής δομής σε ένα σαφέστερο καπιταλιστικό μοντέλο με έμφαση στις δομές των μεγάλων εταιρικών κεφαλαίων, συνδεδεμένων απολύτως με την παγκόσμια αγορά, αλλά και την υπαλληλοποίηση/εργατικοποίηση των μικρομεσαίων τάξεων. Γιατί η Ευρώπη αυτό ξέρει, αυτό εμπιστεύεται. Και η Ελλάς δεν έχει ποτέ μπορέσει να συγκροτήσει σοβαρή πολιτική πρόταση υποστήριξης του δικού της μικρομεσαίου προφίλ. Αντιθέτως, έχει καταφέρει να το συνδέσει με πάσης φύσης παθολογίες και αδυναμίες. Γι αυτό, επί τέσσερα χρόνια τώρα, όποτε ακούγεται η λέξη ανάπτυξη, ακούγεται σε συνδυασμό με τις «λαμπρές ευκαιρίες» για την είσοδο μεγάλων επενδυτών, σε σχέση με την μείωση του κόστους εργασίας στον ιδιωτικό τομέα και με άλλα σχετικά, ενώ ταυτόχρονα, αυτό που συμβαίνει στην καθημερινή οικονομική ζωή του τόπου είναι η πραγματική εξαχρείωση όλων των πόρων (φυσικών, χρηματικών, πολιτισμικών, ανθρώπινων) που θα μπορούσαν να συνθέσουν μιαν ανάπτυξη στη βάση ελληνικών κεφαλαίων και εργασίας. Μιαν ανάπτυξη που θα μπορούσε να είναι συμβατή με το μικρομεσαίο προφίλ της Ελληνικής κοινωνίας, που θα μπορούσε να ενεργοποιήσει άλλες δυναμικές, πολύ διαφορετικές από αυτές που φαντάζονται οι Ευρωπαίοι τεχνοκράτες.

Αυτό είναι το θέμα που αιωρείται αόρατο ανάμεσα στη μια μισή αλήθεια και την άλλη μισή. Αυτό είναι το θέμα που δεν συζητιέται καθαρά και που κάνει τα πράγματα να γίνονται τόσο παράλογα (και, εν μέρει, πράγματι, εγκληματικά): Πώς είναι δυνατόν την ώρα που και εμείς και οι Ευρωπαίοι και ο κόσμος όλος υποτίθεται ότι αυτό που θέλουμε είναι την καλυτέρευση της πραγματικής οικονομικής δυναμικής της χώρας μας, την ίδια ώρα όλα τα μέτρα που προτείνονται να φέρνουν όλο και βαρύτερα πλήγματα στην ήδη πνέουσα τα λοίσθια παραγωγική δυναμική της χώρας; Λοιπόν ναι. Η τρόικα επιδιώκει να σκοτώσει κάτι. Αλλά όχι την οικονομία της Ελλάδας γενικώς και αορίστως. Αυτήν θα την ήθελε ισχυρή. Αλλά ισχυρή με μια «κανονική», σκληρή, καπιταλιστική δομή . Αυτό που πράγματι πρέπει να σκοτωθεί, για να επιτευχθεί αυτό, είναι η μικρομεσαία δομή της ελληνικής οικονομίας, που, έτσι όπως είναι, παράγει ένα σωρό προσκόμματα στο ιδεώδες μιας καλά οργανωμένης καπιταλιστικής οικονομίας σε ένα κλασικό αστικό κράτος. Η μεγάλη φοροαποφυγή και φοροκλοπή, η αδυναμία ελέγχου και συντονισμού από τα κεντρικά όργανα, ο αναποτελεσματικός δημόσιος τομέα, οι πελατειακές σχέσεις και πλείστα άλλα συνδέονται με αυτήν. Αντίθετα, σε ένα καλά οργανωμένο, σκληρά καπιταλιστικό, κράτος, όλα αυτά είναι εύκολο να ελεγχθούν. Εκεί, η φοροελάφρυνση των μεγάλων κεφαλαίων είναι νόμιμη και στηρίζεται από το κράτος, οι πελατειακές σχέσεις είναι περιττές, γιατί έτσι κι αλλιώς οι πολιτικοί είναι σε μεγάλο βαθμό υπάλληλοι των μεγάλων κεφαλαίων και το βόλεμα συνδικαλιστών και δημοσίων υπαλλήλων δεν υπάρχει, γιατί όλοι οι εργαζόμενοι βρίσκονται στην ίδια μοίρα της πλήρους εξάρτησης από τις βουλές και τις ανάγκες κερδοφορίας των «μεγάλων».

Το θέμα λοιπόν που ουσιαστικά τίθεται αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα δεν είναι το μνημόνιο-αντιμνημόνιο. Γιατί ένα μέρος της λογικής του μνημονίου είναι σωστό, ενώ ένα άλλο ξεκάθαρα λάθος . Δεν είναι το αν χρειάζονται μεταρρυθμίσεις ή όχι. Αυτές ούτως ή άλλως χρειάζονται, αλλά σε μια κατεύθυνση πολύ διαφορετική από την λογική των λογιστών του καπιταλισμού. Ούτε το πώς θα έρθει η ανάπτυξη. Γιατί η ανάπτυξη δεν είναι μια μονολιθική έννοια. Υπάρχουν διαφορετικά είδη ανάπτυξης και καθένας απ΄αυτούς έχει εντελώς διαφορετικούς τρόπους να έρχεται και να φεύγει. Ούτε το αν το κέντρο βάρους των πραγμάτων είναι στα χέρια των ξένων ή τα δικά μας. Το κέντρο βάρους είναι κυρίως στα χέρια αυτού που ξέρει τι θέλει και μπορεί να το διαπραγματευτεί, να το υπερασπιστεί, να το προσαρμόσει στα πραγματικά δεδομένα. Και για το ότι μέχρι στιγμής αυτοί που φαίνονται να ξέρουν τι θέλουν είναι οι «ξένοι», δεν φταίνε αυτοί, η τουλάχιστον μόνο αυτοί.

Το μέγα θέμα, κυρίως και πριν απ΄ όλα, είναι να συζητηθεί το τι είδους μεταρρυθμίσεις, για ποιό είδος ανάπτυξης. Αλλά για να συζητηθεί αυτό ανοιχτά, τουλάχιστον από την αριστερά, που είναι αυτή που κυρίως υποχρεούται να το θέσει, (γιατί οι ‘άλλοι’ έχουν κάθε λόγο να το αποκρύπτουν ως ερώτημα, αφήνοντας να παραμένει η αντίληψη ότι η μόνη δυνατή ανάπτυξη είναι αυτή που στηρίζεται στο μεγάλο κεφάλαιο και τις διευκολύνσεις του) θα πρέπει παράλληλα να τεθεί με ποιο καθαρούς όρους το ζήτημα του ποιούς ακριβώς υπερασπίζεται αυτή η αριστερά, εκ μέρους ποιών ακριβώς μιλάει. Όσο οι αναφορές της εστιάζουν στον «λαό» ή την «κοινωνία» γενικώς, αρνούμενες να συγκεκριμενοποιήσουν τα ακριβή κοινωνικά στρώματα που μπορούν να έχουν νομιμοποιημένο συμφέρον και ενδιαφέρον στην υποστήριξη αυτής ή της άλλης πολιτικής, το παιχνίδι δεν έχει καμιά ελπίδα να κερδηθεί.

Κατά την δική μου γνώμη , η ολόκληρη αλήθεια έχει ως εξής: Χρειαζόμαστε άμεσα ένα υγιές αστικό κράτος, αλλά συνδυασμένο με τον δύσκολο στόχο της δυνατότητας διατήρησης και αξιοποίησης των ελληνικών μικρομεσαίων οικονομικών και κοινωνικών δομών. Χρειαζόμαστε ανάπτυξη στηριγμένη σε αυτές. Και για να το πετύχουμε αυτό χρειαζόμαστε επειγόντως σοβαρή και εστιασμένη προσπάθεια που να αναδείξει τις σωστές κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά και το κόστος αυτής της επιλογής για τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους. Και μια αριστερά που να κινητοποιήσει όλο αυτό και να το συνθέσει και να το αντιπαραβάλλει στις προτάσεις των μνημονίων, διεκδικώντας όμως παράλληλα από τους πολλούς Έλληνες να αντιληφθούν ότι η διατήρηση και αξιοποίηση των μικρομεσαίων δομών, ενώ πράγματι είναι ότι καλύτερο μπορεί να προκύψει για την μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων, δεν μπορεί να έχει τα παθογενή χαρακτηριστικά που είχε τις προηγούμενες δεκαετίες.

Η ανάπτυξη στην Ελλάδα μπορεί και πρέπει να στηριχτεί στις μικρές οικογενειακές μονάδες, στις μικρές επιχειρήσεις, στην ευελιξία και την ελαστικότητα των αυτοαπασχολούμενων. Στην μικρή, αλλά καθετοποιημένη κλίμακα που τόσο ταιριάζει με την πολυποίκιλη και μικρή κλίμακα των γεωφυσικών και πολιτισμικών καταβολών της φυσικά πλούσιας χώρας μας. Αλλά για να γίνει αυτό, πρέπει να εφευρεθούν τρόποι δραστικού περιορισμού της παραοικονομίας, της αναξιοκρατίας, της αναποτελεσματικότητας, της στασιμότητας, της μιζέριας, που τόσο εύκολα βρίσκουν έδαφος σε μια τέτοιου τύπου οικονομική και κοινωνική δομή. Πρέπει να βρεθούν ή να αξιοποιηθούν τρόποι καθοδήγησης και ανάδειξης και συντονισμού, που θεωρητικά όλοι τους περιγράφουν εδώ και δεκαετίες, αλλά στην πράξη έχουν θαφτεί κάτω από το βαρύ πόδι της πολιτικής υστεροβουλίας δεκαετιών.

Το πρόβλημα δεν είναι απλά το πού θα βρεθούν τα λεφτά για να καλυφτούν τα ελλείμματα . Είναι το τι είδους διάρθρωση μπορεί να έχει η οικονομία μας ώστε να μην παράγει ελλείμματα. Και σε αυτό, όσο δεν υπάρχει σοβαρή επεξεργασία μιας άλλης πρότασης, φαίνεται ως μονόδρομος αυτή της τρόικας. Αλλά, η έλλειψη άλλης πρότασης είναι ακριβώς το αποτέλεσμα ενός τεράστιου ελλείμματος της ελληνικής αριστεράς, το οποίο συνεχίζεται, και θα συνεχίζεται, όσο η αριστερά προσπαθεί να αποκρύψει ή να αλλοιώσει την πραγματική κοινωνική θέση των κοινωνικών στρωμάτων στα οποία απευθύνεται, (εμφανίζοντας και χειριζόμενη ως προλετάριους τους μικροαστούς μικροϊδιοκτήτες,) και ταυτόχρονα αρνείται να θέσει με όρους καθαρούς το όποιο κόστος αλλά και το όποιο (σημαντικότατο και οικονομικά και κοινωνικά και πολιτικά και πολιτισμικά) όφελος συνδέεται με μια πρόταση ανάπτυξης στηριγμένη στις πραγματικές παραμέτρους της ελληνικής κοινωνικής, γεωφυσικής, πολιτισμικής και ιστορικής ιδιαιτερότητας.

Όσο λοιπόν, όλοι μαζί και κυρίως η αριστερά, αντί να πέσει με τα μούτρα στην προσπάθεια της παραγωγής ενός πραγματικού σχεδίου ανάπτυξης φιλικού προς τις ελληνικές ιδιαιτερότητες, σπαταλιέται και περιορίζεται σε διακηρύξεις είτε υπέρ είτε κατά του «μνημονίου», είτε υπερ είτε κατά των «ισοδύναμων μέτρων», αφήνοντας τον χρόνο να περνάει, (και αυξάνοντας ταυτόχρονα τα μίση και τις παρανοήσεις που ήδη αποκτούν μια αυτοτελή δική τους δυναμική), η επιτελούμενη αυτή τη στιγμή καταστροφή των βασικών πόρων στους οποίους θα μπορούσε να στηριχτεί ένα φιλικό προς τις ιδιαίτερες κοινωνικές συνθήκες της χώρας μας παραγωγικό μοντέλο, θα συνεχίζεται απρόσκοπτα και αναγκαστικά. Και εξίσου θα συνεχίσουν να γιγαντώνονται τα μίση και οι πάσης φύσης εκφυλιστικές εκφράσεις τους [6].

Όποιες κι αν είναι οι Ευρωπαϊκές και παγκόσμιες εξελίξεις. Ακόμα και αν, και όταν, οι Ευρωπαίοι αποφασίσουν να «κάνουν τα πάντα για να κρατήσουν την Ελλάδα», αν η Ελλάδα δεν έχει ετοιμάσει μόνη της αυτό που μπορεί να την «κρατήσει», το πλεονέκτημα δεν θα μπορέσει να αξιοποιηθεί. Κι απ΄ την άλλη, όσο σκληρές και αποφασιστικές «διαπραγματεύσεις» και αν θελήσει ή προσπαθήσει να κάνει η ελληνική πολιτική αντιπροσώπευση (όποια κι αν είναι αυτή), καθόλου ουσιαστικό αποτέλεσμα δεν θα μπορέσει να υπάρξει, αν η ίδια δεν ξέρει τι θέλει και γιατί το θέλει. Η ιδέα ότι ζητάμε για να μας δίνουν, χωρίς να ξέρουμε τι κάνουμε με όσα παίρνουμε, δεν μπορεί πλέον να έχει πεδίο εφαρμογής. Πρέπει να μάθουμε τι θέλουμε, δηλαδή τι χρειαζόμαστε και βάσει αυτού να ζητήσουμε. Και το ίδιο αυτό το ξεκαθάρισμα και η συγκεκριμενοποίηση του «τι χρειαζόμαστε» θα μας δείξει και τους τρόπους να πείσουμε για την ρεαλιστικότητα και την προοπτική του, θα μα δείξει τους τρόπους να το διεκδικήσουμε. Και από τον λαό «εντός» και από τους λαούς και τις κυβερνήσεις «εκτός».

Ένα εξαίρετο παράδειγμα της συλλογιστικής που προσπάθησα να εκθέσω εδώ, είναι το πρόσφατο ‘ανέκδοτο’ με τα μικρονήσια που «βαραίνουν τον προϋπολογισμό» και άρα πρέπει να εκκενωθούν: Έ, λοιπόν, ναι! Πράγματι τον βαραίνουν. Και τα μικρά νησιά, και τα λίγο μεγαλύτερα και τα ορεινά σκορποχώρια, και άπειρες άλλες πανέμορφες και ιερές «ιδιαιτερότητες» της μικρής μας χώρας. Αλλά, δεν πρέπει να εκκενωθούν! Να αναπτυχτούν πρέπει, να συσσωματωθούν σε μια λογική υγιούς και δημιουργικής ένταξής τους σε ένα παραγωγικό πρότυπο ικανό να αναδείξει και να «εκμεταλλευτεί», όχι με αλλοίωση, αλλά με προβολή και ενίσχυση των εξαιρετικών προσόντων τους, όλα αυτά. Το πώς θα γίνει αυτό, δεν μπορεί βέβαια να το ξέρουν ή να το εμπνευστούν οι τροϊκανοί με τα άριστα λογιστικά τους, τα οποία βεβαίως και συνεχώς αποδεικνύονται απολύτως ακατάλληλα για την ελληνική περίπτωση! Πρέπει να μπορέσουν να το κάνουν άλλοι.

Για όσο καιρό περιμένουμε μόνο από τις μεγάλες εφοπλιστικές εταιρείες να διασυνδέουν τα νησιά, υποσκάπτοντας με χίλιους τρόπους κάθε δυνατότητα διαμόρφωσης τοπικών δικτύων ενδιάμεσης διασύνδεσης, για παράδειγμα, ή αφήνουμε όλα τα ορεινά χωριουδάκια να εκφυλίζονται σε συνθήκες πολλαπλής απομόνωσης, αντί να τα κάνουμε τόπο έλξης για τις εξαίρετες ομορφιές τους και τις σπάνιες και ιδιαίτερες παραγωγικές τους δυνατότητες, ότι κι αν συμβεί στην Ευρώπη και ότι κι αν συμβεί στον παγκόσμιο καπιταλισμό, η χώρα μας είναι καταδικασμένη. Αντίθετα, αν αρχίσουμε να σκάβουμε προς την σωστή κατεύθυνση, και όσο νωρίτερα το κάνουμε αυτό, τόσο περισσότερο η χώρα μας θα βρίσκεται καλύτερα προφυλαγμένη και από τους μεγαλύτερους παγκόσμιους ή Ευρωπαϊκούς κυκλώνες.







[1] Εκτός και αν θεωρήσουμε ευθύνη των λαών το γεγονός ότι επί τόσες πολλές δεκαετίες δεν έχουν ήδη γκρεμίσει τον καπιταλισμό. Αλλά εκεί ξεφεύγουμε. Δικαιώνουμε μεν το Κ.Κ.Ε, αλλά χάνουμε την συνοχή που πρέπει να έχει το σκεπτικό ενός άρθρου, το οποίο αν και αποδέχεται την θέση ότι ο καπιταλισμός είναι ένας κακός και άδικος τρόπος παραγωγής, θεωρεί επίσης ότι καλώς ή κακώς αυτή η στιγμή δεν υπάρχουν αρκετοί που θα ήθελαν πραγματικά να τον γκρεμίσουν, καθότι, αν μη τι άλλο, δεν φαίνεται να υπάρχουν καθόλου ώριμες συνθήκες για την αντικατάστασή του από κάτι άλλο που να μην είναι ακόμα χειρότερο.





[2] Με εξαίρεση ίσως τη μουσική και την ποίηση κάποιων και την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική και άλλες παραδοσιακές παραγωγές των νησιών και των βουνών μας.



[3] Ως προς αυτό εμπιστεύομαι απολύτως την ανάλυση του κ. Βαρουφάκη στην οποία και παραπέμπω.



[4] Εκείνους τους αιώνες της δημιουργίας της Ευρωπαϊκής αστικής τάξης, του Διαφωτισμού και της δικής μας Τουρκοκρατίας



[5] Για ανάλυση όλων αυτών παραπέμπω στο σπουδαίο έργο του Κωνσταντίνου Τσουκαλά και πιο πρόσφατα του Παναγιώτη Κονδύλη (Θεμέλιο, 2011). Και όχι μόνον..



[6] Η βία (και πολύ περισσότερο η οργάνωσή της κάτω από φασιστικές ιδεολογίες) ούτε παράγεται, ούτε αντιμετωπίζεται μόνο με λόγια και αναλύσεις φιλολογικού και ηθικοπλαστικού περιεχομένου. Ούτε βέβαια μόνο με την αστυνομική ή δικαστική παρέμβαση. Αντιμετωπίζεται κυρίως με την αναίρεση των πραγματικών αιτιών που την υποθάλπουν.

0 βγηκαν μπροστα:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...